Το επεισόδιο με την επίθεση του λύκου κατά ενός σκύλου μιας οικογένειας περιπατητών στον Εθνικό Δρυμό της Πάρνηθας Εντυπωσίασε την κοινή γνώμη.
Αρχικά, η κύρια αφήγηση στράφηκε αμέσως, θα λέγαμε αταβιστικά, εναντίον του «κακού λύκου». Η οικογένεια ήταν «σοκαρισμένη», ο σκύλος «καταπληκτικός» και ο λύκος θα μπορούσε να είχε αποδειχθεί ανθρωποφάγος.
Κι όμως, η εύλογη συμπάθεια για την περιπέτεια της οικογένειας δεν μετατράπηκε σε εχθροζωικό τσουνάμι. Γρήγορα επιβλήθηκε η φωνή της λογικής, που ανέκοψε την μαζική υστερία. Η «Περιβαλλοντική Οργάνωση για την Άγρια Ζωή και τη Φύση “Καλλιστώ”» επισήμανε αμέσως, με ανακοίνωσή της, πως οι υπεύθυνοι είχαν ήδη ενημερωθεί για τις αιτίες και τον τρόπο να αποφευχθεί παρόμοιο δυσάρεστο επεισόδιο. Μπορούμε να αποφεύγουμε τέτοιες καταστάσεις, με σεβασμό στην ευζωία των λύκων, εάν η κυβέρνηση και οι αρχές λαμβάνουν τα -γνωστά σε όλους- ενδεδειγμένα μέτρα. Οι ιαχές των κυνηγών για «διαχείριση (sic) του πληθυσμού των λύκων» (κωδική ονομασία για την ανεξέλεγκτη σφαγή τους) έπεσαν στο κενό.
Το Κόμμα για τα Ζώα χαίρεται που η ελληνική κοινωνία δεν ζει πια παρέα με τα… τρία γουρουνάκια, οι πολίτες δεν ταυτίζονται με τα… εφτά κατσικάκια και οι δημοσιογράφοι δεν παριστάνουν την… Κοκκινοσκουφίτσα. Το επεισόδιο στην Πάρνηθα απέδειξε πως έχουμε αναπτύξει ως κοινωνία κάποια αντισώματα στα στερεότυπα για την άγρια ζωή και στους εύκολους ανθρωπομορφισμούς.
Όλο και περισσότεροι αντιλαμβανόμαστε πως το κεντρικό πολιτικό ζήτημα που ανέδειξε το επεισόδιο με τον λύκο στην Πάρνηθα είναι πώς θα συμβιώσουμε με την άγρια ζωή και πώς θα της δώσουμε χώρο να υπάρξει και να ανακάμψει. Το ερώτημα στο οποίο καλούμαστε να δώσουμε πολιτική απάντηση δεν είναι πια «ποιος φοβάται τον κακό λύκο», αλλά ποια πολιτική θα τον σώσει -κι αυτόν και τα άλλα είδη της άγριας ζωής- από τη βαναυσότητα, την αμάθεια και την αλαζονεία του ανθρώπου.