Πόσο επιδρούν η πρωτόγνωρη πανδημία του νέου κορωνοϊού που βιώνουμε και τα απανωτά lockdown με τα οποία ζούμε εδώ και αρκετά μεγάλο διάστημα στην ψυχική υγεία μας; Μια νέα διεθνής μελέτη που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «PLoS ONE» και στην οποία συμμετείχαν περί τα 10.000 άτομα από 78 χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, έθεσε αυτό το ερώτημα και οι απαντήσεις ήταν άκρως ενδιαφέρουσες.
Η άγνωστη επίδραση των lockdown
Οταν η πανδημία του SARS-CoV-2 ξεκίνησε πέρυσι, ελάχιστα ήταν γνωστά σχετικά με την επίδραση που μπορούν να έχουν στον πληθυσμό τα λοκντάουν σε τόσο ευρεία κλίμακα. Οσα γνώριζαν οι ειδικοί αφορούσαν κυρίως προηγούμενες εμπειρίες από καθεστώς καραντίνας που περιελάμβανε μικρές ομάδες ατόμων. «Από τη μια πλευρά, τέτοιου είδους δραστικές αλλαγές στην καθημερινότητα μπορούν να είναι επιβαρυντικές για την ψυχική υγεία. Από την άλλη πλευρά, εξαιτίας του ότι όλος ο πληθυσμός επηρεάζεται σχεδόν εξίσου από ένα λοκτάουν, παρέμενε ασαφές πόσο μεγάλη θα ήταν η επίδραση στην ψυχική υγεία του καθενός» εξήγησε ο καθηγητής Αντριου Γκλόστερ από το Πανεπιστήμιο της Βασιλείας στην Ελβετία, εκ των επικεφαλής της νέας μελέτης μαζί με συναδέλφους του από το Πανεπιστήμιο της Λευκωσίας στην Κύπρο.
Η μεγάλη δημοσκόπηση με την ελληνική συμμετοχή
Προκειμένου να εξακριβώσουν λοιπόν την επίδραση των λοκντάουν στην ψυχική υγεία του πληθυσμού οι ερευνητές διεξήγαγαν μια online δημοσκόπηση σε 18 διαφορετικές γλώσσες. Στη δημοσκόπηση αυτή οι σχεδόν 10.000 συμμετέχοντες (270 εξ αυτών ήταν Ελληνες) έδωσαν πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση της ψυχικής υγείας τους αλλά και τη συνολική τους κατάσταση κατά το πρώτο λοκντάουν (η δημοσκόπηση «έτρεξε» μεταξύ του περασμένου Απριλίου και των αρχών του περασμένου Ιουνίου όταν οι πιο πολλές χώρες βρίσκονταν σε σκληρό «απαγορευτικό»).
6 στους 10 με χαμηλά ή μέτρια επίπεδα ψυχικής υγείας
Ενας στους δέκα ερωτηθέντες ανέφερε χαμηλά επίπεδα ψυχικής υγείας τα οποία εκδηλώνονταν με αρνητική διάθεση, στρες, καταθλιπτικές συμπεριφορές και μια απαισιόδοξη ματιά για την κοινωνία. Επίσης ένα επιπλέον 50% των συμμετεχόντων ανέφερε μέτρια επίπεδα ψυχικής υγείας τα οποία έχουν συνδεθεί επανειλημμένως με κίνδυνο περαιτέρω ψυχικών προβλημάτων. Οι ερευνητές σημειώνουν ότι τα ευρήματα αυτά επιβεβαιώνουν σε μεγάλη κλίμακα ευρήματα προηγούμενων μικρότερων μελετών σχετικά με την επίδραση της πανδημίας στην ψυχική υγεία.
Οι διαφορές μεταξύ χωρών
Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι απαντήσεις των συμμετεχόντων μεταξύ όλων των χωρών της μελέτης ήταν σε μεγάλο βαθμό παρόμοιες. Παρότι καμία χώρα δεν φάνηκε να έχει σημαντικά μεγαλύτερα ή μικρότερα σκορ σε ό,τι αφορούσε συνολικά τα επίπεδα ψυχικής υγείας, υπήρχαν κάποιες διαφορές. Για παράδειγμα οι κάτοικοι του Χονγκ Κονγκ και της Τουρκίας ανέφεραν περισσότερο στρες από τους κατοίκους των άλλων χωρών. Οι κάτοικοι των ΗΠΑ δήλωσαν περισσότερα καταθλιπτικά συμπτώματα ενώ το επίπεδο ευζωίας ήταν πιο στο Χονγκ Κονγκ και στην Ιταλία σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες. Από την άλλη πλευρά οι συμμετέχοντες από την Αυστρία, τη Γερμανία και την Ελβετία ήταν εκείνοι που δήλωσαν τα λιγότερα αρνητικά συναισθήματα σε σχέση με τον μέσο όρο όλων των άλλων χωρών.
Η εργασία στο γραφείο τρεις φορές την εβδομάδα ευεργετική
Ενα αξιοσημείωτο νέο εύρημα της μελέτης που δεν έχει προκύψει μέχρι σήμερα από άλλη μελέτη για την ψυχική υγεία του πληθυσμού σε καιρό πανδημίας και αυστηρών απαγορευτικών, ήταν ότι τα άτομα που έβγαιναν από το σπίτι τρεις φορές την εβδομάδα προκειμένου να πάνε στην εργασία τους ανέφεραν καλύτερα επίπεδα ψυχικής υγείας σε σύγκριση με τα άτομα που έμεναν συνεχώς μέσα στο σπίτι.
Οι παράγοντες που συντελούν στα επίπεδα της ψυχικής υγείας
Οι ερευνητές αναφέρουν ότι οι διαφορές που εντοπίστηκαν μεταξύ διαφορετικών χωρών πιθανώς συνδέονται με την απόκριση της κάθε κυβέρνησης στην πανδημία, τις πολιτισμικές διαφορές μεταξύ λαών καθώς και τις πιθανές πολιτικές αναταραχές σε κάποιες χώρες. Συμπληρώνουν ότι τα άτομα που είχαν μείωση του εισοδήματός τους εξαιτίας του λοκντάουν ή δεν είχαν πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες και αγαθά δήλωναν χειρότερα επίπεδα ψυχικής υγείας. Αντιθέτως οι παράγοντες που συνδέονταν με καλύτερη ψυχική υγεία του πληθυσμού ήταν η κοινωνική στήριξη, το υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο και η ικανότητα προσαρμογής στις νέες καταστάσεις.
Η «πανδημική» ψυχική υγεία να αποτελεί προτεραιότητα για τα κράτη
«Οι πρωτοβουλίες για τη δημόσια υγεία πρέπει να στοχεύουν τα άτομα που δεν έχουν κοινωνική στήριξη καθώς και όσα πλήττονται περισσότερο οικονομικά εξαιτίας του λοκντάουν. Με βάση τα ευρήματα, παρεμβάσεις που προάγουν την ψυχολογική ευελιξία είναι υποσχόμενες ώστε να μειωθεί η επίδραση της πανδημίας και των απαγορευτικών στην ψυχική υγεία του πληθυσμού» τόνισε ο δρ Γκλόστερ και κατέληξε λέγοντας ότι δεδομένης της ρευστής κατάστασης που συνεχίζει να επικρατεί λόγω της πανδημίας και η οποία έχει ολοένα και μεγαλύτερες οικονομικές συνέπειες, είναι άκρως σημαντικό τα θέματα ψυχικής υγείας του πληθυσμού να αποτελούν σταθερά προτεραιότητα για τα κράτη.