Η ανοσία μετά τη λοίμωξη που προκαλεί ο κορωνοϊός Covid-19 ΄ίσως δεν είναι δεδομένη, σύμφωνα με μία νέα μελέτη. Τα ευρήματά της πρέπει να επαληθευτούν και από άλλες για να θεωρηθούν οριστικά.

Αμφιβολίες για την ανοσία που αναπτύσσουν όσοι ασθενείς αναρρώνουν από τη λοίμωξη που προκαλεί ο κορονοϊός Covid-19, εγείρει μία νέα μελέτη.

Όπως έδειξε, οι ασθενείς αναπτύσσουν διαφορετικά επίπεδα αντισωμάτων, επομένως έχουν διαφορετικό επίπεδο ανοσίας. Το πιο σοβαρό όμως είναι ότι το σχεδόν 8% δεν αναπτύσσουν καθόλου ανιχνεύσιμα αντισώματα!

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι τα επίπεδα των αντισωμάτων φάνηκε να συσχετίζονται με την ηλικία. Οι μεσήλικες και ηλικιωμένοι που εκδήλωσαν τη λοίμωξη που προκαλεί ο νέος κορωνοϊός, ανέπτυξαν περισσότερα αντισώματα.

Στην πραγματικότητα, οι 9 στους 10 ασθενείς στους οποίους δεν ανιχνεύθηκαν αντισώματα έναντι του ιού, είχαν ηλικία κάτω των 40 ετών.

Τα αντισώματα που παράγουν οι ασθενείς όταν τους μολύνει ο κορωνοϊός είναι πολύ σημαντικά για την ανάπτυξη ανοσίας. Είναι επίσης καθοριστικά για την ανάπτυξη εμβολίων και την ανοσία της αγέλης.

Η νέα μελέτη δεν έχει ακόμα δημοσιευτεί σε κάποια ιατρική επιθεώρηση. Ωστόσο, έχει αναρτηθεί στον σέρβερ επιστημών Υγείας medrxiv.

Εξετάζοντας την ανοσία

Η νέα μελέτη πραγματοποιήθηκε σε 170 ασθενείς τους οποίους νόσησε ο κορωνοϊός στην Σαγκάη. Όλοι τους είχαν νοσηλευτεί με μέτρια έως ήπια συμπτώματα. Οι ασθενείς με σοβαρά αποκλείστηκαν από τη μελέτη, διότι πολλοί κάνουν μεταγγίσεις αίματος στο πλαίσιο της θεραπείας τους.

Η ηλικία των ασθενών κυμαινόταν από 16 έως 85 ετών. Οι επιστήμονες τους ταξινόμησαν σε τρεις κατηγορίες:

  • Ηλικιωμένοι (60-85 ετών)
  • Μεσήλικες (40-59 ετών)
  • Νέοι (16-39 ετών)

Το 53% των ασθενών ήσαν γυναίκες. Η μέση διάρκεια της νοσηλείας τους ήταν 16 ημέρες (κυμαινόταν από 7 έως 30). Η μέση διάρκεια της νόσησής τους ήταν 21 ημέρες (κυμαινόταν από 9 έως 34).

Οι επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο Fudan της Σαγκάης εστίασαν την προσοχή τους στα επονομαζόμενα εξουδετερωτικά αντισώματα (Nabs). Τα αντισώματα αυτά υπερασπίζονται ένα κύτταρο από ένα παθογόνο ή λοιμώδες μόριο, εξουδετερώνοντας την βιολογική δράση του.

Τα ευρήματα

Όπως διαπίστωσαν οι επιστήμονες, οι ασθενείς ανέπτυσσαν εξουδετερωτικά αντισώματα 10-15 ημέρες μετά την έναρξη της νόσου. Ύστερα, αυτά παρέμεναν σταθερά.

Οι ηλικιωμένοι ασθενείς είχαν σημαντικά υψηλότερα επίπεδα αυτών των αντισωμάτων απ’ ό,τι οι νέοι. Ωστόσο, η διαφορά αυτή δεν επηρέαζε τη διάρκεια της νοσηλείας τους. Γιατί όμως τότε ανέπτυσσαν οι ηλικιωμένοι περισσότερα αντισώματα;

Μία πιθανή εξήγηση έγκειται στην θνησιμότητα, εικάζουν οι ερευνητές. Είναι καλά τεκμηριωμένο ότι ο κορωνοϊός προκαλεί σοβαρότερη νόσο στους ηλικιωμένους, καθώς και ότι τα περισσότερα θύματά του είναι ηλικιωμένοι. Στις ΗΠΑ, λ.χ., η θνησιμότητα στις ηλικίες 40-49 ετών είναι 0,4%. Στις ηλικίες 50-59 ετών είναι  1,3%, ενώ φτάνει στο 3,6% στις ηλικίες 60-69 ετών.

Στα άτομα 70-79 ετών, όμως, είναι 8% και μετά τα 80 14,8%. Ίσως λοιπόν οι ηλικιωμένοι χρειάζονται περισσότερα αντισώματα για να αναχαιτίσουν τον κορωνοϊό. Και όταν ο οργανισμός τους αποτυγχάνει να τα παραγάγει, εκδηλώνουν σοβαρή νόσο και κινδυνεύουν.

«Τα ευρήματά μας υποδηλώνουν ότι τα υψηλά επίπεδα των Nabs είναι απαραίτητα για την εξουδετέρωση του κορωνοϊού και την ανάρρωση μεσηλίκων και ηλικιωμένων», σημειώνουν στο άρθρο τους ο καθηγητής Huang Jinghe και οι συνεργάτες του.

Πολύ χαμηλά επίπεδα για 3 στους 10

Οι ερευνητές ανακάλυψαν ακόμα ότι το σχεδόν 30% των ασθενών τους είχαν πολύ χαμηλά επίπεδα αντισωμάτων στο αίμα τους. Μάλιστα σε 10 ασθενείς δεν κατόρθωσαν να ανιχνεύσουν καθόλου αντισώματα, παρότι και αυτοί (όπως όλοι) ήσαν εργαστηριακά επιβεβαιωμένοι φορείς του κορωνοϊού!

Οι υπόλοιπο ασθενείς είχαν από μέσα-χαμηλά έως υψηλά επίπεδα αντισωμάτων. Ειδικότερα η συγκέντρωση των αντισωμάτων ήταν:

  • Μέση-χαμηλή στο 17% των ασθενών
  • Μέση-υψηλή στο 39%
  • Υψηλή στο 14%

Οι ερευνητές εκτιμούν ότι στους ασθενείς που δεν παρήγαγαν εξουδετερωτικά αντισώματα, η ανάρρωση επετεύχθη χάρη σε άλλα κύτταρα του ανοσοποιητικού. Μπορεί, λ.χ., να έγιναν καλά χάρη στα Τ-κύτταρα ή τις κυτταροκίνες τους, εκτιμούν.

Τα Τ-κύτταρα είναι ένα είδος λευκών αιμοσφαιρίων που συμβάλλουν στην ανοσοποιητική απόκριση. Οι κυτταροκίνες (ή κυτοκίνες) είναι ένα είδος μορίων που απελευθερώνουν τα κύτταρα για να καταπολεμήσουν τις λοιμώξεις.

Όταν, όμως, ο οργανισμός εκλύει πάρα πολλές κυτταροκίνες, το επακόλουθο είναι η επονομαζόμενη καταιγίδα των κυτταροκινών. Η διαταραχή αυτή προκαλεί οξεία φλεγμονή και πιστεύεται ότι παίζει ρόλο στη βαριά νόσηση και τον θάνατο των ασθενών.

Ίσως δεν είναι δεδομένη η ανοσία

Σε κάθε περίπτωση, τα ευρήματα κάνουν τους επιστήμονες να αμφιβάλλουν για την ανοσία που αποκτούν οι ασθενείς που νόσησαν από τον κορωνοϊό Covid-19. Και αυτό διότι ως φαίνεται λίγοι είχαν επαρκή ανοσοποιητική αντίδραση και ίσως η ανοσία των υπολοίπων δεν είναι δεδομένη.

Τα νέα ευρήματα, πάντως, μπορεί να εξηγούν γιατί μερικοί ασθενείς παρουσιάζουν νέα αύξηση του ιϊκού φορτίου μετά την αποθεραπεία τους, όπως έχουν δείξει μερικές αναφορές.

Οι ερευνητές της Σαγκάης επισημαίνουν στο άρθρο τους ότι η μελέτη τους είναι προκαταρκτική. Επομένως τα ευρήματά τους πρέπει να επαληθευτούν για να θεωρηθούν οριστικά.

Πηγή