Μια ακόμη επιστημονική αβεβαιότητα για την ασθένεια COVID-19 αναζητά απάντηση: Μπορεί η έκθεση του ανθρώπινου οργανισμού σε μεγάλη ποσότητα ιικών σωματιδίων του κορωνοϊού να προκαλεί πιο σοβαρά συμπτώματα της νόσου, ή ακόμη και θάνατο;
Το θέμα έθεσε κατά τη διάρκεια της χθεσινής ενημέρωσης για τον νέο κορωνοϊό, ο καθηγητής παθολογίας Σωτήρης Τσιόδρας, σε τοποθέτησή του για τους πιθανούς παράγοντες που μπορεί να προκαλούν -με ανεξήγητο μέχρι σήμερα τρόπο- βαριά συμπτώματα σε ασθενείς της νόσου COVID-19, ή να τους οδηγήσει και στον θάνατο.
“Κάποιοι θεωρούν πως η αντίδραση του οργανισμού μπορεί να είναι χειρότερη αν εκτεθείς περισσότερο. Δηλαδή, ένα παράδειγμα λέω, αν ένας ασθενής με τη νόσο βήξει δίπλα μου έχει μεγάλες ποσότητες του ιού και εγώ εισπνεύσω αυτές τις πολύ υψηλές ποσότητες του ιού. Κάποιοι επιστήμονες θεωρούν πως αυτό αποδεικνύεται από μόνο του, από το υψηλότερο ιικό φορτίο σε σοβαρά αρρώστους. Εγώ νομίζω πως η σοβαρή νόσος μπορεί να προέρχεται από την αδυναμία του οργανισμού να ελέγξει τον ιό, σε αυτές τις σοβαρές περιπτώσεις”, ανέφερε ο καθηγητής.
Πολλά δημοσιεύματα στον ξένο τύπο αναφέρουν ότι η έκθεση του ανθρώπινου οργανισμού σε υψηλή ποσότητα ιικών σωματιδίων του κορωνοϊού, μπορεί να συμβάλει στο να αναπτύξει ο ασθενής πιο σοβαρή νόσο. Το επιχείρημα που συνήθως επικαλούνται είναι ο αυξημένος αριθμός των θυμάτων ανάμεσα στους εργαζόμενους σε νοσοκομεία, στα οποία νοσηλεύονται μαζικά κρούσματα του κορωνοϊού, αλλά και ανάμεσα σε μέλη οικογένειας. Ωστόσο, οι πρώτες μελέτες δείχνουν ότι η σχέση μεταξύ της λοίμωξης από τον κορωνοϊό και της σοβαρότητας των συμπτωμάτων οφείλεται σε πιο περίπλοκους μηχανισμούς.
Κορωνοϊός: Τι έδειξαν οι πρώτες μελέτες
Ο μέσος αριθμός των σωματιδίων του SARS-CoV-2 που απαιτούνται για να προκαλέσουν μόλυνση, ονομάζεται μολυσματική δόση. Προς το παρόν, όμως, δεν είναι γνωστό ποια είναι η ποσότητα που απαιτείται για να προκληθεί λοίμωξη COVID-19. Με δεδομένο, όμως, το πόσο γρήγορα και εύκολα μεταδίδεται οι ασθένεια, οι επιστήμονες εικάζουν ότι υπάρχει σοβαρή πιθανότητα η ποσότητα που απαιτείται να είναι σχετικά μικρή, δηλαδή, από μερικές εκατοντάδες έως και κάποιες χιλιάδες ιικά σωματίδια, όπως αναφέρουν.
Το ιικό φορτίο από την άλλη, σχετίζεται με τον αριθμό των ιογενών σωματιδίων που μεταφέρονται από ένα προσβεβλημένο άτομο προς το περιβάλλον γύρω του. Ο ασθενής με υψηλό ιικό φορτίο, δηλαδή αυτός που βήχει ή φτερνίζεται έντονα και συχνά, είναι πιο πιθανό να μολύνει άλλους ανθρώπους, καθώς ενδέχεται να επιρρίπτει περισσότερα ιικά σωματίδια στο περιβάλλον γύρω του. Μπορεί, όμως, ένα υψηλότερο ιικό φορτίο να οδηγήσει τον προσβεβλημένο ασθενή σε πιο σοβαρά συμπτώματα;
Οι επιστήμονες δεν έχουν καταφέρει μέχρι στιγμή να επιβεβαιώσουν αυτή τη θεωρία. Στην Λομβαρδία, στην οποία εξετάστηκαν περισσότεροι από 5.000 ασθενείς του ιού δεν διαπιστώθηκε διαφορά στο ιικό φορτίο μεταξύ αυτών που είχαν έντονα συμπτώματα και των ασυμπτωματικών. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξαν εξετάζοντας ανθρώπους που ήρθαν σε επαφή με μολυσμένο από τον ιό ασθενή.
Σε παρόμοια συμπεράσματα κατέληξε και μία ακόμη έρευνα στην Κίνα. Οι ερευνητές έλαβαν επαναλαμβανόμενα δείγματα ρινοφαρυγγικού επιχρίσματος από 94 ασθενείς με COVID-19, από την πρώτη ημέρα που παρουσίασαν συμπτώματα, έως την ημέρα που ανέρρωσαν και έπαψε να ανιχνεύεται ιικό φορτίο στον οργανισμό τους. Διαπίστωσαν ότι δεν υπήρξε καμία προφανής διαφορά στο ιικό φορτίο μεταξύ των ήπιων περιστατικών και εκείνων που εμφάνισαν πιο σοβαρά συμπτώματα.
Μια ακόμη έρευνα, ωστόσο, στο νοσοκομείο Nanchang της Κίνας διαπίστωσε ισχυρή σχέση μεταξύ της βαρύτητας των συμπτωμάτων της νόσου και της ποσότητας του ιού που ανιχνεύθηκε στη μύτη των ασθενών. Όσοι εμφάνισαν πιο σοβαρή νόσο είχαν σε υψηλότερα επίπεδα ιικό φορτίο, αν και όπως ανέφεραν οι επιστήμονες στα συμπεράσματα της μελέτης, δεν έχει επιβεβαιωθεί η ποσότητα της δόσης που προκαλεί τη νόσο, ως μέτρο σύγκρισης.
Κορωνοϊός: Τι συμβαίνει με τους άλλους ιούς
Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι είναι πρόωρο να εξαχθούν οριστικά συμπεράσματα σε αυτό το στάδιο μελετών. Εάν τελικά η ποσότητα του ιού από την οποία μπορεί να μολυνθεί ένα άτομο δεν συσχετίζεται με τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων της νόσου, αυτό θα σήμαινε ότι η νόσος COVID-19 διαφέρει από τη γρίπη, τον MERS και τον SARS.
Στο ιό της γρίπης για παράδειγμα, υψηλότερη ποσότητα ιού κατά την μόλυνση ενός ανθρώπινου οργανισμού έχει σχετιστεί με χειρότερα συμπτώματα. Αυτό έχει αποδειχθεί σε μελέτες με εθελοντές που εκτέθηκαν σε κλιμακωτές δόσεις του ιού της γρίπης σε ελεγχόμενο περιβάλλον και υποβλήθηκαν στη συνέχεια σε παρακολούθηση για αρκετές εβδομάδες. Μια παρόμοια έρευνα δεν έχει διεξαχθεί μέχρι στιγμής με τον νέο κορωνοϊό και μάλλον οι ερευνητές δεν θα επιχειρήσουν κάτι τέτοιο, με δεδομένη τη σοβαρότητα της νόσου, αλλά και την απουσία θεραπείας.
Πειραματόζωα τα οποία εκτέθηκαν σε υψηλές δόσεις του κορωνοϊών SARS και MERS εμφάνισαν, επίσης, βαρύτερα συμπτώματα. Αν και ο ιός SARS-CoV-2 ανήκει στην οικογένεια των κορωνοϊών και έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τον SARS, οι σημαντικές διαφορές που παρουσιάζουν μεταξύ τους δεν έχουν γίνει ακόμη κατανοητές από τους επιστήμονες.
Παρ’ όλα αυτά, ακόμη κι αν η αρχική ποσόστητα των ιικών σωματιδίων κατά τη μόλυνση δεν σχετίζεται με τη σοβαρότητα της νόσου, όπως αναφέρουν οι επιστήμονες, είναι σημαντικό να προσπαθούμε να ελαχιστοποιήσουμε την έκθεσή μας στο ιό, διότι κάτι τέτοιο θα μειώσει και τις πιθανότητες να αρρωστήσουμε.
Το ίδιο ανέφερε και ο καθηγητής Σωτήρης Τσιόδρας: “’Ενα από τα σημαντικά μηνύματα παραμένει η επαγρύπνηση για τα συμπτώματά μας, ώστε να μην εκθέσουμε τους συνανθρώπους μας, τους δικούς μας, τους αγαπημένους μας, στον ιό που κουβαλάμε”, είπε χαρακτηριστικά.