Ηλικία, κατάσταση υγείας και αντοχές συστήματος Υγείας είναι οι παράγοντες που πιθανώς έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη θνησιμότητα από κορωνοϊό στην γειτονική χώρα.

Βαρύ τίμημα πληρώνει η Ιταλία στην επιδημία του νέου ιού. Μέχρι χθες το απόγευμα ο κορονοϊός Covid-19 είχε κοστίσει τη ζωή σε 631 ανθρώπους, επί συνόλου 10.149 κρουσμάτων. Τουλάχιστον άλλοι 820 άνθρωποι, εξ άλλου, βρίσκονταν σε κρίσιμη κατάσταση στα νοσοκομεία.

Παγκοσμίως, ο κορωνοϊός έχει κοστίσει τη ζωή σε 4.300 ανθρώπους. Εκτός ηπειρωτικής Κίνας, η Ιταλία είναι η χώρα με τους περισσότερους νεκρούς.

Η θνησιμότητά της, που φτάνει στο 6,2% επί των καταγεγραμμένων κρουσμάτων, είναι σχεδόν διπλάσια από το 3,4% που αναφέρει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας. Γιατί, όμως, είναι τόσο πολλοί οι θάνατοι στη γειτονική χώρα;

Ένας από τους παράγοντας που πιστεύεται ότι παίζει ρόλο είναι η γήρανση του πληθυσμού της. Η Ιταλία έχει το μεγαλύτερο ποσοστό ηλικιωμένων στην Ευρώπη: το 22,6% του πληθυσμού της έχει ηλικία άνω των 65 ετών. Η μέση ηλικία των κατοίκων της είναι τα 47,3 χρόνια.

Σε αντιδιαστολή, στη χώρα μας το ποσοστό των ηλικιωμένων είναι 21,8%, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat. Όσον αφορά την μέση ηλικία, είναι 43,4 ετών.

Στην Ιταλία, το 89% των θυμάτων έχουν ηλικία άνω των 70 ετών, σύμφωνα με την ανάλυση των πρώτων 105 θανάτων. Το περίπου 32% έχουν ηλικία 70-79 ετών και το 56% πάνω από 80 ετών. Οι ηλικιωμένοι είναι γνωστό ότι είναι πιο ευπαθείς στις επιπλοκές που προκαλεί ο κορωνοϊός Covid-19.

«Η θνητότητα είναι πάντοτε συνάρτηση των δημογραφικών χαρακτηριστικών ενός πληθυσμού», λέει η Dr Aubree Gordon, αναπληρώτρια καθηγήτρια Επιδημιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν. «Δεδομένου ότι η Ιταλία έχει μεγάλο ποσοστό ηλικιωμένων, είναι αναμενόμενο να έχει υψηλότερη θνησιμότητα κατά μέσον όρο. Ωστόσο αυτός είναι μόνο ο ένας παράγοντας στην εξίσωση».

Η κατάσταση της υγείας

Ένας άλλος παράγοντας που πιθανώς παίζει ρόλο είναι η κατάσταση της υγείας. Τα στοιχεία των 105 πρώτων θυμάτων δείχνουν ότι το σχεδόν 90% έπασχαν από τουλάχιστον ένα χρόνιο νόσημα. Ωστόσο μόλις το 10% είχαν μόνο ένα. Το 85,5% είχαν δύο ή περισσότερα. Η υπέρταση, η ισχαιμική καρδιοπάθεια και ο σακχαρώδης διαβήτης ήταν τα πιο συχνά.

«Καθώς αυξάνεται η ηλικία, αυξάνονται οι πιθανότητες εκδήλωσης σοβαρών ασθενειών που εξασθενούν το ανοσοποιητικό», λέει η Dr Krys Johnson, επιδημιολόγος στο Πανεπιστήμιο Temple. «Νοσήματα όπως ο διαβήτης και ο καρκίνος ασκούν αυτή τη δράση. Το επακόλουθο είναι να καθιστούν τους ασθενείς ευάλωτους στις επιθέσεις παθογόνων, όπως ο κορωνοϊός».

Στη χώρα μας, περισσότεροι από 965.000 Έλληνες πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη και κάνουν θεραπεία, σύμφωνα με την ΗΔΙΚΑ. Υπάρχουν όμως και χιλιάδες άλλοι που πάσχουν, αλλά δεν το ξέρουν γιατί δεν κάνουν τσεκάπ. Όσον αφορά τους ασθενείς με υπέρταση, υπολογίζεται ότι πάσχουν 2 εκατομμύρια Έλληνες, αλλά το γνωρίζουν μόνο οι μισοί.

Οι αντοχές του συστήματος Υγείας και τα ήπια κρούσματα

Ένας άλλος παράγοντας που παίζει ρόλο είναι ο αριθμός των ανθρώπων σε μία περιοχή που χρειάζονται ιατρική φροντίδα. Ο αριθμός αυτός μπορεί να «γονατίσει» το σύστημα Υγείας εάν είναι πολύ υψηλός, λέει η Dr Gordon.

Κάτι ανάλογο πιθανώς συνέβη στο επίκεντρο της επιδημίας, την πολή Ουχάν (Wuhan) της Κίνας. Εκεί, η θνησιμότητα είναι 5,8% ενώ στην υπόλοιπη ηπειρωτική Κίνα μόλις 0,7%, σύμφωνα με στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.

Το Ουχάν είναι επίσης η πόλη όπου άρον-άρον κτίστηκαν επτά νοσοκομεία, χωρητικότητας σχεδόν 10.000 κλινών, για να νοσηλευθούν οι άνθρωποι που αρρώστησε ο κορωνοϊός Covid-19. Και αυτό διότι το Ουχάν είχε τα περισσότερα κρούσματα στην Κίνα (και στον κόσμο) και δεν είχε που να τα νοσηλεύσει.

Τέλος, η ιδιαίτερα αυξημένη ιταλική θνησιμότητα ως ποσοστόμπορεί να οφείλεται στο ότι περνούν απαρατήρητα τα ήπια κρούσματα του ιού. «Είναι πιθανόν να μην γνωρίζουμε τον ακριβή αριθμό των Ιταλών που έχουν μολυνθεί», λέει η Dr Johnson. «Οι ασθενείς με αδιόρατα συμπτώματα και οι νέοι δύσκολα θα ζητήσουν να εξεταστούν. Αν ανιχνεύονταν και αυτά τα κρούσματα, τότε η θνησιμότητα στην Ιταλία πιθανώς θα προσέγγιζε περισσότερο το 3,4% του ΠΟΥ».

Πηγή