Το γεγονός ότι πρέπει να αυξηθούν κατά πολύ οι κρατικές δαπάνες, για να στηριχθούν όχι μόνο η Υγεία και οι ανθρώποι που χάνουν τις δουλειές τους, αλλά και για να διασφαλιστεί η ζήτηση μετά την κρίση του κοροναϊού, τονίζουν οι Financial Times.

Καθώς αρχίζει να γίνεται αντιληπτό το τεράστιο μέγεθος της πιθανής οικονομικής επίπτωσης του Covid-19, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να προετοιμαστούν για εξίσου τεράστια χάσματα στα δημόσια οικονομικά τους.

Αυτό δεν θα πρέπει να προκαλεί συναγερμό. Αντιθέτως, αν δεν υπάρξει μια πρωτοφανής αύξηση των κρατικών ελλειμμάτων, τότε η πολιτική θα έχει αποτύχει να κάνει τη δουλειά της.

Μεταξύ του 2008 και του 2010 το δημόσιο χρέος των επτά ισχυρότερων οικονομιών του κόσμου (G7) αυξήθηκε κατά 10 με 25 ποσοστιαίες μονάδες ως ποσοστό του ΑΕΠ. Τα ελλείμματα των κυβερνήσεων επιδεινώθηκαν κατά 4 έως 10 ποσοστιαίες μονάδες.

Το μεγαλύτερο μέρος αυτού οφείλονταν στην κατάρρευση του ΑΕΠ, που μείωσε τα φορολογικά έσοδα και αύξησε τις δαπάνες για στοιχεία όπως τα επιδόματα ανεργίας, τους «αυτόματους σταθεροποιητές» των κυβερνητικών προϋπολογισμών. Ένα μικρότερο μέρος οφείλονταν στα διακριτικά πακέτα δημοσιονομικής τόνωσης που χρησιμοποιήθηκαν το 2009.

Τώρα φαίνεται πως η τρέχουσα κάμψη θα είναι τουλάχιστον όσο μεγάλη ήταν αυτή που προκάλεσε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Οι οικονομολόγοι εκτιμούν πως το κινεζικό ΑΕΠ μειώθηκε κατά 13% το πρώτο δίμηνο του έτους. Δραματική συρρίκνωση πιθανότατα θα σημειώσουν και οι οικονομίες των ΗΠΑ και της Ευρώπης, καθώς έχουν σταματήσει τα διασυνοριακά ταξίδια και μεγάλο μέρος της δραστηριότητας στο λιανεμπόριο, τις υπηρεσίες και τη μεταποίηση έχει μειωθεί λόγω της απομόνωσης και των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης.

Όπως σημειώνει ο καθηγητής οικονομικών Pierre-Olivier Gourinchas, αν τα μέτρα για τον περιορισμό του ιού μειώσουν την οικονομική δραστηριότητα στο ήμισυ του κανονικού της επιπέδου για ένα μόνο μήνα, και στη συνέχεια στα τρία τέταρτα για δυο ακόμα μήνες, τότε η ανάπτυξη σε ετήσια βάση θα είναι περίπου -10%.

Αν η κάμψη φέτος είναι βαθύτερη απ’ ότι το 2008-2009, θα πρέπει να αναμένουμε μεγαλύτερα κυβερνητικά ελλείμματα απ’ ότι τότε. Όμως ακόμα και αυτό δεν θα είναι αρκετό. Η διακριτική δημοσιονομική τόνωση που απαιτείται σήμερα είναι πολύ μεγαλύτερη από το 1,5% του ΑΕΠ που είχε δοθεί στην ΕΕ πριν από μια δεκαετία.

Και αυτό διότι η σωστή δημοσιονομική απάντηση σήμερα, πέραν της προφανούς ανάγκης να δαπανηθούν όσα χρειάζονται για τα υγειονομικά μέτρα, είναι να διατηρηθεί το εισόδημα που ανέμεναν οι άνθρωποι να λάβουν αν δεν υπήρχε ο ιός.

Ενώ η ασθένεια και τα μέτρα περιορισμού αυτής συνιστούν ένα προσωρινό (ελπίζουμε) σοκ σε επίπεδο προμήθειας, οι επιπτώσεις στη ζήτηση θα κάνουν την ύφεση βαθύτερη και πιο μακροχρόνια. Η εξαφάνιση παραγγελιών, θέσεων εργασίας και μισθών –και η αβεβαιότητα που δημιουργείται από αυτά- θα ωθήσουν τον κόσμο να περιορίσει τις αγορές του κατά πολύ περισσότερο απ’ όσο είναι η άμεση επίπτωση της διαταραχής.

Γι’ αυτό είναι λάθος να υποστηρίζεται πως μια μεγάλη τόνωση της ζήτησης δεν μπορεί να βοηθήσει, διότι η ζήτηση περιορίζεται από τη διατάραξη της προμήθειας και την περιορισμένη δυνατότητα των ανθρώπων να δαπανούν αν βρίσκονται σε αυτό-απομόνωση. Ο σκοπός ενός δημοσιονομικού προγράμματος, προσαρμοσμένου για να διατηρήσει τα εισοδήματα όλων κατά τη διάρκεια της ύφεσης, είναι να διασφαλιστεί πως η ζήτηση δεν θα μειωθεί περισσότερο από αυτό. Η δραματική διολίσθηση των προσδοκιών για τον πληθωρισμό υποδηλώνει πως οι αγορές αναμένουν η ζήτηση να συρρικνωθεί πολύ περισσότερο απ’ ότι είναι απαραίτητο.

Ποια πιστεύουν οι αρνητές πως είναι τα ρίσκα ενός τεράστιου προγράμματος δημοσιονομικής μεταφοράς; Είναι μήπως ότι οι άνθρωποι δεν θα ξοδέψουν διότι δεν θα έχουν τη φυσική δυνατότητα να το κάνουν; Τουλάχιστον δεν θα μειώσουν τις δαπάνες διότι φοβούνται για το μέλλον τους, που είναι αυτό που μπορεί να προκαλέσει βλαπτικά πτωτικά σπιράλ στη ζήτηση. Ή μήπως είναι ότι το επιπλέον χρέος δεν είναι βιώσιμο; Αλλά, οι κεντρικές τράπεζες έχουν διασφαλίσει πως τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια μπορούν να «κλειδωθούν» μακροπρόθεσμα. Ή μήπως είναι πως προσπαθούν να ξοδέψουν, αλλά λόγω των «λουκέτων» που μπαίνουν στις προμήθειες αυτό προκαλεί πληθωριστική έξαρση; Ωστόσο, αυτό θα ήταν μια ένδειξη επιτυχίας: θα αποδείκνυε πως έχει περιοριστεί μια βαθύτερη συρρίκνωση της ζήτησης.

Μπορεί ακόμα να υπάρξει και ένα επιπλέον όφελος αν η «έγκλειστη» ζήτηση δημιουργήσει πιέσεις για μεγαλύτερη παραγωγή και για βελτιώσεις στην παραγωγικότητα, μόλις ο κόσμος θελήσει να επιστρέψει στις εργασίες του και να αντισταθμίσει τον χρόνο που χάθηκε.

Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι διττό.

Πρώτον, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να αφήσουν την επιφυλακτικότητα και να προχωρήσουν σε μαζικές δαπάνες. O Luis Garicano, καθηγητής οικονομικών και ευρωβουλευτής, προτείνει ένα πρόγραμμα ύψους 500 δισ. δολαρίων, ή περίπου 4% του ΑΕΠ. Ακόμα και αυτό μπορεί να είναι λίγο. Ο καθηγητής Gourinchas προτείνει το μέγεθος της δημοσιονομικής τόνωσης να είναι όσο μεγάλο είναι η πτώση του ΑΕΠ. Αν οι κυβερνήσεις τελειώσουν το έτος με μονοψήφια ελλείμματα προϋπολογισμού, πιθανότατα δεν θα έχουν κάνει αρκετά.

Δεύτερον, η ταχύτητα είναι ζωτικής σημασίας όταν ο στόχος είναι να καθησυχαστούν οι άνθρωποι πως δεν θα φτωχύνουν. Αυτό βάζει στο τραπέζι ιδέες πολιτικής που μόλις χθες έμοιαζαν ακραίες. Οι χρηματικές μεταφορές προς όλους τους Αμερικάνους συζητώνται ως σοβαρό ενδεχόμενο στις ΗΠΑ (ακολουθώντας το παράδειγμα του Χονγκ Κονγκ), ως ο ταχύτερος τρόπος για να δοθεί ώθηση στην πραγματική οικονομία. Η ώθηση πολλών οικονομολόγων για διατήρηση των εισοδημάτων, ανεξαρτήτως της συρρίκνωσης της προσφοράς και του πιθανού πληθωρισμού, ισοδυναμεί με σιωπηρή υιοθέτηση της στόχευσης στο ονομαστικό ΑΕΠ.

Ως προς την ευρωζώνη, δεν αποκλείεται πλέον η αμοιβαιοποίηση μέρους του νέου χρέους, είτε μέσω κοινών ομολόγων ή χρήματος της κεντρικής τράπεζας, προκειμένου να διασφαλιστεί πως οι αγορές ομολόγων δεν θα εκτροχιάσουν τις κρατικές δαπάνες για την καταπολέμηση του ιού.

Ο περιορισμός του ιού ήδη φέρνει τα πάνω-κάτω στην καθημερινότητα. Η αναγκαία δημοσιονομική θεραπεία μπορεί κάλλιστα να κάνει το ίδιο σε πολλές οικονομικές ιδέες.

Πηγή