Με «ζεστό χρήμα» άνω των 17 δισ. ευρώ – 13,5 δισ. ευρώ ως σήμερα και άλλα περίπου 4 δισ. ευρώ που αναμένεται να αποτελέσουν το νέο πακέτο παρεμβάσεων το φθινόπωρο που θα ανακοινώσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη ΔΕΘ -, παράλληλα με τις εγγυήσεις των 7-8 δισ. ευρώ των τραπεζών, η κυβέρνηση προσπαθεί να περιορίσει τη βαθιά ύφεση, η οποία το β’ τρίμηνο ενδέχεται να ξεπεράσει το 20%, στην οποία βρέθηκε η οικονομία εξαιτίας της πανδημίας.

Το ταμειακό απόθεμα, παρά τις ως τώρα δημοσιονομικές παρεμβάσεις, περιορίστηκε από τα συνολικά 37,5 δισ. ευρώ στην αρχή του χρόνου στα 33,5 δισ. ευρώ σήμερα, ενώ στόχος είναι το «μαξιλάρι» να παραμείνει στο τέλος του έτους υψηλότερα των 30 δισ. ευρώ, χωρίς να υπολογίζονται ενδεχόμενες εισροές 1,5 δισ. ευρώ από τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ, το πρόγραμμα SURE για την απασχόληση, η όποια χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και τα 644 εκατ. ευρώ που αφορούν τη μεταφορά των κερδών που είχαν κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης από ελληνικά ομόλογα.

Δεδομένου ότι τα συνολικά έσοδα από τον τουρισμό ήταν πέρυσι 19 δισ. ευρώ περίπου και τα δεδομένα δείχνουν πως πάμε εφέτος για το κακό σενάριο, η βαθιά ύφεση μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλες απώλειες το ΑΕΠ του 2020, το οποίο αρχικά πριν από την κρίση εκτιμάτο πως θα μπορούσε να ξεπεράσει τα 192 δισ. ευρώ.

Ωστόσο, με 17 δισ. ευρώ δημοσιονομικές παρεμβάσεις που θα μπορούσαν να θεωρηθούν και ως το άμεσο κόστος της πανδημίας για εφέτος και συνολικά 25 δισ. ευρώ μαζί με τις εγγυήσεις, ίσως τελικά η ύφεση του 2020 να κυμανθεί στο 8%-10%, με το ΑΕΠ να διαμορφώνεται τελικά στην περιοχή των 172-175 δισ. ευρώ, το δημοσιονομικό έλλειμμα να προσεγγίζει τα 15 δισ. ευρώ, το πρωτογενές έλλειμμα τα 5,5 δισ. ευρώ και το δημόσιο χρέος να αυξάνει από τα 331 δισ. ευρώ σε πάνω από 340 δισ. ευρώ εφέτος.

Ενα μέρος των κεφαλαίων θα προέλθουν από τον δανεισμό του Δημοσίου από τις αγορές, με τη χώρα να προσφεύγει ήδη εφέτος τρεις φορές αντλώντας 7,5 δισ. ευρώ, ενώ μία ακόμη έκδοση ύψους 1,5-2 δισ. ευρώ αναμένεται το φθινόπωρο μέσω επανέκδοσης (reopening) παλαιάς έκδοσης με μικρές πιθανότητες και για μία ακόμη ως προπομπό για το 2021 αν κριθεί αναγκαίο. Στην ουσία δηλαδή αν υπάρξει μία ακόμη έκδοση προς το τέλος του χρόνου, θα αποτελέσει «μαξιλάρι» για τις δανειακές ανάγκες του 2021 που υπολογίζονται στα 10-11 δισ. ευρώ, καθώς το πρωτογενές έλλειμμα εκτιμάται για του χρόνου στο μηδέν.

Παράλληλα, ανατρέποντας τον αρχικό του σχεδιασμό για περιορισμό των εκδόσεων των εντόκων γραμματίων του Δημοσίου στα επίπεδα των 8 δισ. ευρώ εφέτος, ο ΟΔΗΗΧ τις επανέφερε στα περυσινά επίπεδα των 13 δισ. ευρώ, που αποτελούν και το «ταβάνι», ενώ από εδώ και πέρα θα έχουμε απλώς αυτοχρηματοδότηση των εκδόσεων που λήγουν.

Σημαντικό παράγοντα για τη χρηματοδότηση της χώρας διαδραματίζει η συμμετοχή της στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, του «QE Πανδημίας», με τις δυνητικές αγορές ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ να φθάνουν συνολικά τα 27 δισ. ευρώ (από 10 δισ. ευρώ σήμερα), που σημαίνει τη στήριξη της εκδοτικής δραστηριότητας του ΟΔΔΗΧ για τα επόμενα δύο και πλέον χρόνια. Να σημειωθεί ότι αρχικά, ενώ οι ευρωπαίοι εταίροι ετοιμάζονταν να στηρίξουν χωρίς πολλές προϋποθέσεις την Ιταλία και την Ισπανία, για την Ελλάδα, που δεν μπορούσε να συμμετάσχει στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης εξαιτίας του γεγονότος ότι τα ομόλογά της δεν ήταν επιλέξιμα από την ΕΚΤ, αφού δεν διαθέτουν την «επενδυτική βαθμίδα», έκαναν λόγο πως η χώρα θα μπορούσε να στηριχθεί στο ταμιακό «μαξιλάρι» και στον μηχανισμό ELA. Οταν το επιτόκιο στα 10ετή ομόλογα έφτασε από το ιστορικό χαμηλό του 0,92% στις αρχές του έτους το 4,1% και οι ελληνικές αρχές «θύμισαν» στους εταίρους μας ότι τους χρωστάμε 250 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα η χώρα ύστερα από μια 10ετία κρίσης να αποφύγει νέες περιπέτειες, σήμερα η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου κινείται και πάλι στην περιοχή του 1%.

Ξανά στο τραπέζι η λύση του ESM

Με το «QE Πανδημίας» να εκτιμάται πως θα ολοκληρωθεί στο τέλος του 2021 και τη χώρα να μην αναμένεται να αποκτήσει το στάτους της «επενδυτικής διαβάθμισης» τουλάχιστον ως το τέλος του 2022, αυτό σημαίνει πως για τη χρονιά αυτή (το 2022) θα πρέπει να βρεθεί μια λύση ώστε να μην απολέσει τη στήριξη της ΕΚΤ.

Π.χ., η χώρα, αν προσφύγουν όπως αναμένεται και η Ιταλία και η Ισπανία, θα μπορούσε να ενταχθεί στον ESM, όχι γιατί έχει ανάγκη τα 3,7 δισ. ευρώ που θα μπορούσε να δανειστεί (με μηδενικό ή και αρνητικό κόστος), αλλά για να συνεχίσει να συμμετέχει στα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ χωρίς να δεχθεί κραδασμούς από τις αγορές ώσπου να αποκτήσει την «επενδυτική βαθμίδα».

Κάτι τέτοιο βέβαια θα πρέπει να αξιολογηθεί αν είναι πολιτικά διαχειρίσιμο, αν και για ορισμένους η ενδεδειγμένη στρατηγική θα πρέπει να είναι ότι η χώρα θα πρέπει απλώς να ακολουθεί την Ιταλία, που είναι και ο πραγματικός «ελέφαντας στο δωμάτιο» της ευρωζώνης. Να σημειωθεί ότι το 2032 η Ελλάδα ίσως χρειαστεί κάποιας μορφής ελάφρυνση χρέους και ορισμένοι με γνώση των δεδομένων σημειώνουν πως δεν θα πρέπει να βρουν «πατήματα» ορισμένοι εταίροι και δανειστές για να μας θυμίσουν πως αντί να μπούμε στον ESM δανειζόμασταν ακριβά, αποφεύγοντας να δεχτούν μια νέα ρύθμιση χρέους.

Πηγή