Στο καλό σενάριο ποντάρει ο τουριστικός κλάδος για να ελπίζει ίσως σε μία σεζόν δύο ή τριών μηνών, με υπαρκτό τον κίνδυνο να χαθεί εντελώς η περίοδος του καλοκαιριού, στην περίπτωση που η επιδημική έξαρση επιμηκυνθεί πέραν του Ιουνίου.

Η καραντίνα σε όλο τον πλανήτη, αλλά και η μεγάλη διασπορά στις χώρες της Ευρώπης- που αποτελούν τη βασική δεξαμενή τουριστικών εσόδων – συνηγορούν στο ότι έχει χαθεί το πρώτο στοίχημα για την περίοδο του Πάσχα και πλέον το βλέμμα είναι στους υπόλοιπους μήνες.

Τα δύσκολα είναι μπροστά και το ιταλικό παράδειγμα απτό – Οι ειδικοί προειδοποιούν

Οι επιχειρηματίες του τουριστικού κλάδου και της εστίασης προσδοκούν σε κάποιες κρατήσεις για τον Αύγουστο, το Σεπτέμβριο ή και τον Οκτώβριο, στο ενδεχόμενο, όπως, που επιτραπεί στις ξενοδοχειακές μονάδες να ανοίξουν από Ιούνιο.

Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση είναι έντονες οι επιφυλάξεις, καθότι οι κρατήσεις θα εξαρτηθούν από την πορεία της πανδημίας στις άλλες χώρες, κυρίως της Ευρώπης.

Άλλοι κρίσιμοι παράγοντες είναι η ψυχολογία, καθότι αν δεν έχει βρεθεί το εμβόλιο ή η θεραπεία ο φόβος για μετακίνηση θα λειτουργεί ανασταλτικά, ενώ οι οικονομικές συνέπειες στις οικονομίες και την απασχόληση θα μειώσουν την τάση για διακοπές.

Ελπίδες για “ρεφάρισμα” μετά μετά τον κοροναϊό

Σε διάφορες έρευνες που διεξάγονται διεθνώς οι ερωτηθέντες απαντούν πως μόλις τελειώσει αυτή η περιπέτεια έχουν διάθεση να κάνουν διακοπές και μάλιστα εκτός της χώρας τους, αν και παράγοντες του κλάδου εκτιμούν πως στην αρχή θα υπάρχει προτίμηση για εσωτερικό τουρισμό.

Το Forbes αναφέρει πως αν ρωτήσετε τους ειδικούς θα σας πουν ότι τα ταξίδια θα επιστρέψουν σύντομα. Πιο γρήγορα από ό,τι αναμένεται. «Παρά τις προκλήσεις, η κατάσταση αυτή δεν θα διαρκέσει για πάντα», λέει ο Τζον Λόβελ, επικεφαλής στην Travel Leaders Group.

«Το ταξίδι και ο τουρισμός είναι μια εξαιρετικά ανθεκτική βιομηχανία που έχει επανέλθει ξανά και ξανά από ασθένειες και φυσικές καταστροφές», προσθέτει. Παρατηρητές της βιομηχανίας τουρισμού, όπως ο Λόβελ, προβλέπουν μια γρήγορη ανάκαμψη για τον τουρισμό, παρά την κατάσταση.

Η ολική νάρκωση, λόγω της παγκόσμιας καραντίνας, έχει οδηγήσει τις επιχειρήσεις σε όλους τους κλάδους στην απόλυτη παράλυση, περιμένοντας τις κρατικές πρωτοβουλίες σε πανευρωπαϊκό επίπεδο ώστε να μην παραταθεί η κρίση και να “πέσει” άμεσα ρευστότητα.

Ο τουρισμός αποτελεί για τη χώρα τη βαριά βιομηχανία, όπου πέρσι τα τουριστικά έσοδα το 2019 διαμορφώθηκαν στα 18,2 δισ. ευρώ, ενώ η εισερχόμενη ταξιδιωτική κίνηση αυξήθηκε κατά 4,1% και διαμορφώθηκε στις 31,3 εκατ. ταξιδιώτες.

Το υπουργείο Τουρισμού για το 2020, πριν την πανδημία, έβλεπε διψήφια αύξηση των εισπράξεων και την αύξηση στις τουριστικές αφίξεις κατά τους μήνες Απρίλη, Μάη, και Σεπτέμβρη, Οκτώβρη.

Απώλεια τζίρου το 2020 κατά 51%

Σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ) που διενεργήθηκε για λογαριασμό του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου της Ελλάδος, η οποία διεξήχθη μέχρι και τις 14.3.2020, οι απώλειες για τα ελληνικά ξενοδοχεία από τις ακυρώσεις δωματίων και συνεδρίων, ανέρχονται σε 522 εκατ. ευρώ.

Η έρευνα αποτυπώνει την πτώση στον ρυθμό μελλοντικών κρατήσεων, κατά 72% στο 92% των ξενοδοχείων δωδεκάμηνης λειτουργίας και κατά 58% στο 83% των ξενοδοχείων εποχικής λειτουργίας σε σχέση με το 2019.

Θα πρέπει ωστόσο να συνυπολογιστεί πως κατά τη διάρκεια διεξαγωγής της έρευνας, μόνο το 1/4 των ξενοδοχείων εποχικής λειτουργίας είχε δεχτεί πίεση για μείωση τιμών από Τour Οperators και μόνο το 12% εξ αυτών για μείωση αριθμού δωματίων, γεγονός που προεξοφλεί την περαιτέρω επιδείνωση των ρυθμών πτώσης των κρατήσεων και άρα του τζίρου των επιχειρήσεων.

Υπό το πρίσμα αυτό και με βάσει τα σημερινά δεδομένα, το 91% των ξενοδοχείων συνεχούς λειτουργίας εκτιμά πως θα έχει ποσοστιαία απώλεια τζίρου το 2020 κατά 51%, ενώ το 83% των ξενοδοχείων εποχικής λειτουργίας υπολογίζει ποσοστιαία απώλεια τζίρου κατά 36% για το σύνολο του έτους.

Από την έρευνα προκύπτει επίσης η εκτίμηση, πως λόγω του COVID-19 κινδυνεύουν άμεσα 38.234 θέσεις εργασίας που αντιστοιχούν στο 20,5% της συνολικής απασχόλησης στα ξενοδοχεία, εάν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα που να απαντάνε στην καθολική μείωση της ζήτησης.

Πηγή