Στην αγιοκατάταξη του Γέροντα Ευμενίου Σαριδάκη, προχώρησε η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ο Γέροντας Ευμένιος συμπεριλήφθηκε στο αγιολόγιο της Ορθόδοξου Εκκλησίας, κατόπιν εισήγησης της Κανονικής Επιτροπής.
Ήταν γόνος μιας πολυμελούς και πάμπτωχης οικογενείας από την Εθιά. Γεννήθηκε την 1η Ιανουαρίου του 1931. Οι γονείς του, Γεώργιος και Σοφία Σαριδάκη, ήταν άνθρωποι ευσεβείς και ενάρετοι και είχαν οκτώ παιδιά. Το όγδοο και τελευταίο τους παιδί ήταν ο πατήρ Ευμένιος, που στην βάπτιση του πήρε το όνομα Κωνσταντίνος.
Ο μικρός Κωνσταντίνος ορφάνεψε από πατέρα σε ηλικία μόλις δύο ετών. Ήταν που ήταν φτωχή, χάνοντας και το στήριγμά της βρέθηκε σε πολύ δύσκολη κατάσταση. Σ’ αυτό το περιβάλλον και με πολλές στερήσεις μεγάλωσε. Παπούτσια φόρεσε στα δώδεκα του χρόνια. Παρ’ όλες τις στερήσεις, την πείνα και την ανέχεια, το ήθος και το φρόνημα του μικρού αυτού παιδιού δεν αλλοιώθηκαν.
Ο πατέρας Ευμένιος ήταν θεόκλητος στον μοναχισμό. Ο ίδιος έλεγε: «Εγώ, δεκαεπτά χρόνων πήγα στο μοναστήρι. Ήμουν δεκαέξι χρόνια στο χωριό μου. Αγαπούσα τον Θεό, βέβαια, σκεπτόμουν πολλές φορές να γίνω καλόγερος. Μια μέρα μου λέει ο παπάς: «Έλα να σε κάνω νεωκόρο». Πήγα κι εγώ. Άναβα τα καντήλια πρωί – βράδυ, διάβαζα κιόλας, ο,τι βιβλία έβλεπα τα διάβαζα. Ανήμερα της Πρωτοχρονιάς του 1944, το απόγευμα, πήγα, άναψα τα καντήλια στην εκκλησία και, μετά, πήγα στο σπίτι μας.
Ήταν εκεί η αδελφή μου η Ευγενία. Φάγαμε ξεροτήγανα, τηγανίτες και μακαρόνες. Εκεί που τρώγαμε, ήρθε μια λάμψι και με τύφλωσε και μπήκε μέσα στα βάθη της ψυχής μου. Κι αμέσως, την ίδια στιγμή, φώναξα της Ευγενίας: «Ευγενία, θα γίνω καλόγέρος». Την ίδια στιγμή. Εκείνη την στιγμή με φώτισε ο Θεός. Την είδα με τα μάτια μου εκείνη την λάμψι, που μπήκε μέσα μου.Μόλις είδα αυτή την λάμψι, είπα κατ’ ευθείαν: «Θα γίνω καλόγερος».
Τα βήματά του, τότε τον οδηγούν στην Ιερά Μονή Αγίου Νικήτα, στα νότια της Κρήτης. Μετά την τριετή του δοκιμασία, εκάρη μοναχός και ονομάστηκε Σωφρόνιος. Ως μοναχός, ο Σωφρόνιος έβαλε θεμέλιο της μοναχικής του ζωής την ταπεινοφροσύνη, την υπακοή και την εργατικότητα. Επιδόθηκε σε νέους αγώνες. Τις ημέρες κοπίαζε σωματικά και τις νύκτες παρέμενε άυπνος και προσευχόμενος. Αυτό το τυπικό το κράτησε μέχρι τέλους της ζωής του.
Μετά πήγε στο στρατό όμως αρρώστησε βαριά από λέπρα. Στον αντιλεπρικό Σταθμό Αθηνών, ο πατήρ Σωφρόνιος νοσηλεύτηκε επιτυχώς και θεραπεύτηκε τελείως. Η ασθένεια δεν του άφησε καμία παραμόρφωση, ούτε το παραμικρό σημάδι.
Μετά την θεραπεία του από αυτή τη σοβαρή ασθένεια, παρέμεινε μέσα στον Αντιλεπρικό Σταθμό, από αγάπη για τους πάσχοντας αδελφούς του. Η Διεύθυνση του Σταθμού, επειδή ήταν μοναχός, του παρεχώρησε ατομικό κελλάκι, δίπλα στο εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων. Στο κελλάκι αυτό ο Παππούλης πέρασε όλη την υπόλοιπη ζωή του.
Εκεί ξανάρχισε τους πνευματικούς αγώνες, που είχε στερηθεί λόγω του στρατού και της ασθενείας του.
Καθημερινές ασχολίες του πατρός Σωφρονίου ήταν η φροντίδα για την ευπρέπεια του Ναού, στον οποίο ανέλαβε και καθήκοντα ιεροψάλτου, και η περιποίηση ασθενών, που ήταν παράλυτοι και δεν είχαν κανένα να τους φροντίσει.
Σύμφωνα με το neakriti.gr, έφτιαχνε λιβάνι και το μοίραζε σε μοναστήρια και ναούς, και γέμισε τους θαλάμους με ιερές εικόνες και πνευματικά βιβλία. Τα καλοκαίρια πήγαινε για μήνες στο Άγιο Όρος, στο οποίο αναπαυόταν πολύ.