Κάποτε υπήρξε ο τρομερός Μασίστας. Ο υπερφυσικά μυώδης ήρωας που δημιούργησε ο ο Ιταλός λογοτέχνης και διάσημος φασίστας Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούντσιο και η φιγούρα του κυριάρχησε στο βουβό ιταλικό κινηματογράφο (ακόμα και ο Μουσολίνι από αυτόν είχε αντιγράψει το στυλ του).
Τώρα είναι ο Φράνκο Μπρούνο που από πρωταθλητής του μπόντι μπίλντινγκ στα νιάτα του έχει καταντήσει ένας χοντρός και αδέξιος γέρος.
Τις οικονομίες αυτού του παλιού σταρ του ιταλικού κινηματογράφου που αργοσβήνει σε μία έπαυλη στο κέντρο της Ρώμης, θέλουν να ληστέψουν δύο αλητάμπουρες. Και ως δόλωμα προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν μία ορφανή πιτσιρίκα.
Το «Λούμπεν μυθιστορηματάκι» (εκδόσεις Άγρα, μετάφραση Κρίτων Ηλιόπουλος) ξεκινάει με ένα θανατηφόρο αυτοκινητιστικό δυστύχημα στη Νάπολη. Δύο αδέρφια στην εφηβεία τους μένουν ορφανά και προσπαθούν να επιβιώσουν μόνα τους στη Ρώμη. Το κορίτσι πιάνει δουλειά σε ένα κομμωτήριο θέλοντας να μάθει τη τέχνη ενώ το αγόρι καθαρίζει ένα γυμναστήριο και παράλληλα γυμνάζεται εκεί όλη μέρα. Τις νύχτες τις περνάνε αποχαυνωμένα στη τηλεόραση ενώ ανακαλύπτουν και τον παράδεισο των βιντεοκλάμπ.
Η μονότονη καθημερινότητα τους διακόπτεται όταν ο αδερφός φέρνει στο σπίτι δύο τύπους που γνώρισε στο γυμναστήριο. Οι δύο αλητάμπουρες ουσιαστικά καταλαμβάνουν το σπίτι, εγκαθίστανται στην κρεβατοκάμαρα των γονιών τους, και μοιράζονται το κορμί της πιτσιρίκας. Και μετά αποφασίζουν να δελεάσουν με αυτήν το παρηκμασμένο αστέρα προκειμένου να βουτήξουν τις οικονομίες του.
Τυχοδιώκτης και ποιητής, αέναα περιπλανώμενος και τεχνίτης της γραφής, ο Ρομπέρτο Μπολάνιο, γιος ενός φορτηγατζή και μποξέρ και μιας δασκάλας, είχε κάποτε ομολογήσει ότι οι εμμονές του είναι ο Μπόρχες και το σεξ.
Γεννημένος στο Σαντιάγο της Χιλής, μετανάστης μετά στην Πόλη του Μεξικού, εγκαταλείπει το σχολείο στα δεκαπέντε του για να γίνει δημοσιογράφος. Είκοσι χρόνων επιστρέφει στην πατρίδα του για να υποστηρίξει το εγχείρημα του Σαλβαδόρ Αλιέντε, για να φυλακιστεί από τη χούντα του Πινοσέτ και να επιστρέψει εξόριστος στο Μεξικό. Εκεί, μια μεθυσμένη νύχτα σε ένα μπαρ στην Πόλη του Μεξικού, θα ιδρύσει μαζί με τον Μεξικανό ποιητή Μάριο Σαντιάγο το κίνημα του «υπορεαλισμού», μια «μείξη του νταντά ανάκατη με το μεξικάνικο ταμπεραμέντο», όπως διηγούνταν ο ίδιος. Οι δυο τους ήταν τα μόνα μέλη του κινήματος. Ήταν όμως αρκετοί για να γίνουν «ο φόβος και ο τρόμος των λογοτεχνικών κύκλων» στους καιρούς τους, να τρομοκρατήσουν τους εκδότες και να λοιδορήσουν τους ομότεχνους τους.
Το έργο του Μπολάνιο πάντα μπλεκόταν με τις περιπλανήσεις του είτε στη Βαρκελώνη, όπου δούλευε ως λαντζέρης και οδοκαθαριστής, είτε στο Ελ Σαλβαδόρ, όπου βρέθηκε δίπλα στους αντάρτες του Μετώπου Εθνικής Απελευθέρωσης Φαραμπούντο Μαρτί. «Η μόνη πατρίδα ενός συγγραφέα είναι ένα βιβλιοπωλείο» σημείωνε ο ίδιος.
«Αν δεν γινόμουν συγγραφέας», έλεγε συχνά, «θα ήθελα να γίνω ντετέκτιβ του Εγκληματολογικού. Να είμαι αυτός που επιστρέφει νύχτα, μόνος, στη σκηνή του εγκλήματος χωρίς να φοβάται τα φαντάσματα. Φυσικά, αυτό μπορεί να σε οδηγήσει στην τρέλα. Αλλά το πρόβλημα λύνεται εύκολα, φυτεύοντας μια σφαίρα στο κεφάλι σου».
Παρά την απαισιόδοξη πρόβλεψη του, ο Μπολάνιο δεν τρελάθηκε. Έγραψε μερικές από τις πιο συγκλονιστικές σελίδες της σύγχρονης λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας, άφησε παρακαταθήκη, μεταξύ άλλων, το δαιδαλώδες πολυσέλιδο μυθιστόρημα «2066» (εκδόσεις Άγρα) που αναγνωρίστηκε ως το αριστούργημα του και πέθανε μόλις στα πενήντα του χρόνια, από κίρρωση του ήπατος σε ένα νοσοκομείο της Βαρκελώνης το 2003.
Αυτή η νουβέλα, γραμμένη για τη Ρώμη, μία αλλόκοτη πόλη όπου ανάμεσα στα μνημεία της αυτοκρατορίας περιφέρονται ναρκομανείς, πόρνες και τρελαμένοι που φωνάζουν «Φασισμός ή βαρβαρότητα», είναι η τελευταία που εκδόθηκε πριν τον θάνατό του. Και όπως όλα τα γραπτά του, μοιάζει σαν να θέλει να αντιγράψει μία ιστορία του Κάφκα σε ένα μπαρ του Μεξικού πίνοντας άφθονο παραισθησιογόνο μεσκάλ.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
Πηγή