Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα παρατηρείται ιδιαίτερη άνθηση στο κομμάτι του κοκτέιλ, τόσο σε μεγάλες αστικές πόλεις, όσο και σε μικρότερες επαρχιακές, αλλά και νησιωτικούς ταξιδιωτικούς προορισμούς.
Οι bartenders εξειδικεύονται όλο και περισσότερο, με την κοκτέιλ σκηνή της Αθήνας, κυρίως, να συμπεριλαμβάνεται ανάμεσα στις καλύτερες του κόσμου. Μάλιστα, για το 2019 ελληνικό ήταν και το καλύτερο κοκτέιλ ανάμεσα στα 36 κορυφαία που αναδείχθηκαν από το διεθνούς φήμης περιοδικό Time Out.
Για την δημιουργία της λέξης κοκτέιλ υπάρχουν πολλές εκδοχές, με μία από αυτές να υποστηρίζει ότι εμπνεύστηκε την εποχή της χαρτοπαιξίας στα ποταμόπλοια του Μισισιπή, με τους νικητές να φορούν ένα κόκκινο φτερό πετεινού (cock) και να δημιουργούν ένα ποτό- μίγμα από όλα τα ποτά που υπήρχαν στο μπαρ, ανακατεύοντάς το με ένα κουτάλι που έμοιαζε με ουρά πετεινού (tail).
Σύμφωνα με μια άλλη ιστορία, ένας εστιάτορας μαγείρευε κοτόπουλα και όταν τελείωνε το δείπνο προσέφερε στου πελάτες του ποτά στολισμένα με τα φτερά από τις ουρές τους, με τους Γάλλους να φωνάζουν «vive la cock tail».
Η επικρατέστερη εκδοχή, ωστόσο, υποστηρίζει ότι η λέξη κοκτέιλ (cocktail) οφείλεται στη γαλλική λέξη coquetel, την ονομασία ενός μίγματος κρασιών, την οποία ο στρατηγός Lafayette έφερε το 1777 στην Αμερική, όταν έφτασε στη Φιλαδέλφεια.
Όπως θα υποστήριζαν, λοιπόν, οι περισσότεροι η έμφαση και η προσοχή που δίνεται στο κοκτέιλ αποτελεί μια νέα παγκόσμια «τάση», κάτι το οποίο, ιστορικά τουλάχιστον, ανατρέπεται.
Για παράδειγμα, οι αρχαίοι Αιγύπτιοι ή Ρωμαίοι ανακατεύανε το αλκοόλ με μπαχαρικά για την δημιουργία ιατρικών ελιξιρίων, ενώ οι Ατζέκοι στο Μεξικό χρησιμοποιούσαν οινοπνευματώδεις ουσίες κατά την διάρκεια τελετών θυσίας.
Την εποχή του Μεσαίωνα δεν ήταν λίγα εκείνα τα βασικά ηδύποτα που χρησιμοποιούσαν οι φαρμακοποιοί και οι μοναχοί για την συντήρηση ιατρικών βοτάνων, ενώ δεν ήταν πολύ νωρίτερα από το 1800 όταν εμφανίστηκε στην πιο σύγχρονη εκδοχή του.
Το κοκτέιλ των αρχαίων Ελλήνων και η αρπαγή της Περσεφόνης
Πιο «προχωρημένοι», ωστόσο, στο κομμάτι του κοκτέιλ φαίνεται να ήταν οι αρχαίοι Έλληνες, οι οποίοι απολαμβάνανε τον κυκεώνα, ένα ποτό φτιαγμένο από κριθάρι, νερό και διάφορα αρωματικά φυτά.
Ο κυκεώνας αναφέρεται στη μυθολογία και πιο συγκεκριμένα στην ιστορία με την αρπαγή της Περσεφόνης. Η κόρη της θεάς της γεωργίας, Δήμητρας, και του Δία μάγεψε με την ομορφιά της τον Πλούτωνα, τον θεό του Άδη, ο οποίος μόλις την αντίκρισε την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα και αποφάσισε να την κλέψει.
Όπως αναφέρεται στον Ομηρικό ύμνο προς τη Δήμητρα, η νεαρή Περσεφόνη βρισκόταν στο Νύσιο πεδίο και μάζευε λουλούδια με την Αθηνά, την Άρτεμις και τις Ωκεανίδες, όταν απομακρύνθηκε από αυτές αναζητώντας το πιο όμορφο λουλούδι. Τότε ο Πλούτωνας βρήκε την ευκαιρία και όταν η Περσεφόνη έσκυψε να μαζέψει έναν νάρκισσο, άνοιξε η γη στη μέση και ένα άρμα εμφανίστηκε μπροστά της, με οδηγό τον Πλούτωνα, ο οποίος άρπαξε την όμορφη νεαρή.
Ο θρήνος της Δήμητρας τεράστιος, η οποία νυχθημερόν έψαχνε μάταια για την κόρη της. Κατά την διάρκεια της αναζήτησης της Περσεφόνης η Δήμητρα βρέθηκε στην Ελευσίνα, οι κάτοικοι της οποίας προσέφεραν στη θεά της γεωργίας να πιει κυκεώνα –σύμφωνα με τον Όμηρο η θέα Δήμητρα αρνήθηκε το κόκκινο κρασί που της προσφέρθηκε, ενώ δέχτηκε με ευχαρίστηση τον καμένο κυκεώνα– ένα ποτό παρασκευασμένο από κριθάρι, νερό και δυόσμο.
Έτσι απαρηγόρητη όπως ήταν η Δήμητρα, η λύπη της επηρέασε τις καλλιέργειες, οι οποίες άρχισαν να μαραζώνουν, με κανέναν καρπό να μην μπορεί να βλαστήσει. Η Ελευσίνα απειλήθηκε με λιμό και για να μην συμβεί κάτι τέτοιο ο Δίας διέταξε τον Ερμή να φέρει την Περσεφόνη από τον Άδη.
Η κόρη της Δήμητρας, λοιπόν, ζούσε για έξι μήνες με την μητέρα της (διάρκεια άνοιξης- καλοκαιριού) και για έξι με τον Πλούτωνα στον Κάτω Κόσμο (διάρκεια φθινοπώρου- χειμώνας).
Ο κυκεώνας, το ποτό που έπιναν οι μύστες κατά τα Ελευσίνια Μυστήρια
Με αυτόν τον τρόπο η γη της Ελευσίνας κάρπισε ξανά και έτσι θεσμοθετήθηκαν τα «Ελευσίνια Μυστήρια», προς τιμήν της θεάς Δήμητρας και της Περσεφόνης.
Από τις πιο ιερές και σεβαστές τελετές από όλες τις γιορτές της αρχαίας Ελλάδας, κατά την διάρκεια των οποίων οι μύστες έπιναν τον κυκεώνα στο αποκορύφωμα των Μυστηρίων για να σπάσουν την ιερή αποχή από το φαγητό και το ποτό –ένα «κοκτέιλ» ιδιαιτέρως αγαπητό και στους αρχαίους, έλληνες αγρότες, με τους αριστοκράτες να το αποφεύγουν καθώς ήταν γνωστό ως ποτό των αγροτών.
Ο κυκεώνας, λοιπόν, ήταν φτιαγμένος κυρίως από χοντροαλεσμένο κριθάρι, νερό και διάφορα βότανα (κυρίως μέντα), ενώ αναφορές γίνονται και σε κάποια μυρωδικά, όπως το κύμινο.
Το συγκεκριμένο ποτό αναφέρεται και στα ομηρικά κείμενα, όπως η Ηλιάδα, όπου περιγράφεται ως ένα ποτό αποτελούμενο από νερό, κριθάρι, βότανα και τριμμένο τυρί αιγών, ενώ στην Οδύσσεια η Κίρκη προσθέτει και λίγο μέλι για να το προσφέρει στον Όμηρο και τους άνδρες τους και να τους μετατρέψει σε γουρούνια.
Στα χαρακτηριστικά του κυκεώνα συμπεριλαμβάνονται και οι χωνευτικές ιδιότητες, με τον Ερμή να το συστήνει στην Ειρήνη του Αριστοφάνη στον ήρωα που έφαγε πάρα πολλά καρύδια και ξηρά φρούτα.
Αυτό, ωστόσο, που απασχολούσε για πολύ καιρό τους ερευνητές είναι το πώς τόσοι αμέτρητοι άνθρωποι στο πέρας περίπου δύο χιλιετιών κατά την διάρκεια των Ελευσίνιων Μυστηρίων φτάνανε στην ίδια έκσταση έχοντας διάφορα οράματα πίνοντας μόνο τον κυκεώνα. Εικάζεται, λοιπόν, ότι οι έντονες εμπειρίες που βίωναν όσοι συμμετείχαν σε αυτά οφείλονταν σε κάποιες ψυχοενεργές ιδιότητες του παρασιτικού μύκητα Ερυσίβη, ο οποίος μόλυνε το κριθάρι που χρησιμοποιούνταν για την δημιουργία του Κυκεώνα.