Μια οικογένεια που έδειχνε ιδανική, αλλά στην πραγματικότητα κρυβόταν ένα δράμα. Και στις δύο περιπτώσεις, το κίνητρο που επικαλέστηκαν οι νεαροί δράστες, αδέλφια στην ίδια ακριβώς ηλικία,  ήταν η σεξουαλική, σωματική και συναισθηματική κακοποίηση από τα θύματά τους.

Όπως περιέγραψαν στους αστυνομικούς τα αδέλφια στην Κυψέλη, έτσι και οι αδελφοί Μενέντεζ τότε, είχαν περιγράψει ότι παρ’ ότι η ζωή τους φαίνονταν παραμυθένια, στην πραγματικότητα ζούσαν έναν εφιάλτη, μ’ έναν πατέρα τύραννο και κακοποιητή και μια μητέρα βυθισμένη στα χάπια και το αλκοόλ.

Στην περίπτωση της Κυψέλης, ο κακοποιητής ήταν ο 28χρονος ξάδελφος.

«Άρχισε να με παρενοχλεί σεξουαλικά και όσο περνούσε ο καιρός γινόταν ακόμα πιο βίαιος. Ήμουν μικρός και δεν καταλάβαινα, αλλά σιγά – σιγά ένιωθα ότι κάτι δεν ήταν φυσιολογικό. Πάντα ένιωθα ότι αυτά τα γεγονότα με είχαν τραυματίσει και ήμουν πολύ κλειστός χαρακτήρας. Δεν είχα μιλήσει σε κανέναν γι’ αυτό. Στο μεταξύ όμως, έβλεπα ότι και ο αδελφός μου ήταν πολύ κλειστός τύπος και σκεφτόμουν ότι ίσως ο ξάδελφός μας είχε κάνει τα ίδια και σε εκείνον. Πριν δυο χρόνια μιλήσαμε ανοιχτά και μου το επιβεβαίωσε», δήλωσε ο κατηγορούμενος.

Ο μεγαλύτερος αδελφός ισχυρίζεται ότι είχαν εκμυστηρευτεί τον εφιάλτη που τους βασάνιζε στους γονείς τους εδώ και ένα χρόνο.

«Στους γονείς μας το είπαμε πέρυσι και έπαθαν σοκ. Νιώθαμε και οι δύο ότι μας είχε καταστρέψει τη ζωή. Ο πατέρας μας κάποια στιγμή είχε επικοινωνήσει μαζί του κι εκείνος τα είχε παραδεχτεί, αλλά είχε πει ότι «ήταν λάθη που κάναμε παιδιά». Ύστερα μου έστειλε μήνυμα στο messenger και μας ζητούσε συγγνώμη για όσα έγιναν παλιά».

«Τον σιχαινόμασταν»

Ο μεγαλύτερος αδελφός περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια όσα τραγικά συνέβησαν το βράδυ της Δευτέρας στην Κυψέλη.

«Την Κυριακή το βράδυ ο 28χρονος μου έστειλε στο Instagram να βρεθούμε όλοι μαζί στη Φωκίωνος. Εκείνος ήρθε κατευθείαν από το αεροδρόμιο. Μας έλεγε ότι ήταν λάθη που έκανε μικρός. Τον σιχαινόμασταν. Πιαστήκαμε στα χέρια και βγάλαμε κι εγώ κι ο αδελφός μου σουγιάδες που είχα αγοράσει εγώ το πρωί από το Μοναστηράκι και τον μαχαιρώσαμε. Έπειτα τρέξαμε και τους πετάξαμε στα σκουπίδια. Δεν αντέχαμε άλλο όλο αυτό. Δεν άντεχα να μας μιλάει και να τον βλέπω».

Ο 17χρονος, με δάκρυα στα μάτια, προσπάθησε και εκείνος να περιγράψει τί είχε συμβεί και τι ήταν εκείνο που θόλωσε το μυαλό του.

«Όταν ήμασταν μικροί και μέναμε στην Αλβανία,  ο ξάδελφός μου μας παρενοχλούσε – τόσο εμένα όσο και τον αδελφό μου – σεξουαλικά χωρίς τη θέλησή μας. Από τότε δεν τον είχα ξαναδεί, αλλά περιστασιακά μου έστελνε μηνύματα στο Instagram και με ρωτούσε τι κάνω. Το βράδυ της Δευτέρας μας ζήτησε να βρεθούμε όλοι μαζί στην Κυψέλη. Εγώ είχα μαζί μου ένα μαχαίρι για ασφάλεια. Δεν θυμάμαι πολλά. Θυμάμαι όμως, ότι κρατούσα το μαχαίρι και του επιτέθηκα».

Μία ώρα μετά, οι γονείς μαζί με τους γιους τους έφταναν στο Τμήμα Ασφαλείας και λίγη ώρα αργότερα, οι αστυνομικοί συνέλεγαν τις φρικτές μαρτυρίες των αυτοπτών.


Πηγή