Οι κινήσεις του ΟΔΔΗΧ, που προγραμματίζει νέα έξοδο στις αγορές ομολόγων εντός του φθινοπώρου, έχουν ως βασικό στόχο να κρατήσουν τα ταμειακά διαθέσιμα της χώρας σε υψηλά επίπεδα.

Ραντεβού τον Σεπτέμβριο – Οκτώβριο κλείνει το ελληνικό Δημόσιο με τις αγορές για την επόμενη έξοδο της Ελλάδας, μετά τις τρεις επιτυχημένες εκδόσεις του 15ετούς, του 7ετούς και το 10ετούς ομολόγου στο α΄ εξάμηνο του έτους, με τις δύο από αυτές μάλιστα να γίνονται εν μέσω της κρίσης της πανδημίας.

Ο ΟΔΔΗΧ έχει αντλήσει έως τώρα 7,5 δισ. ευρώ και κινείται εντός του στόχου που έχει τεθεί από τον Δεκέμβριο του 2019 για το εκδοτικό πρόγραμμα της Ελλάδας φέτος (4-8 δισ. ευρώ), η οποία παραμένει η μόνη χώρα που δεν έχει αυξήσει τις εκδοτικές ανάγκες της, τη στιγμή που οι περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης έχουν διπλασιάσει τα προγράμματα δανεισμού για φέτος, έτσι ώστε να χρηματοδοτήσουν τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης των οικονομιών τους.

Αν και η Ελλάδα θα μπορούσε θεωρητικά να μην ξαναβγεί στις αγορές φέτος, καθώς σε συνδυασμό με τις εκδόσεις εντόκων, οι οποίες έχουν αυξηθεί σε μέγεθος, η χώρα διαθέτει υπεραρκετά ταμειακά διαθέσιμα για τη χρηματοδότηση των μέτρων στήριξης της οικονομίας, στόχος παραμένει η συχνή παρουσία στις αγορές και η επαφή με την επενδυτική κοινότητα.

Είναι ακόμη πολύ νωρίς για οριστικές αποφάσεις, δεδομένης και της αβεβαιότητας που υπάρχει για τους επόμενους μήνες γύρω από την εξέλιξη της πανδημίας, ωστόσο στα σχέδια του ΟΔΔΗΧ είναι μία ή δύο εκδόσεις από το φθινόπωρο και μετά, ύψους έως 1,5-2 δισ. ευρώ συνολικά. Αυτό θα φέρει τη συνολική εκδοτική δραστηριότητα της Ελλάδας στα 9,5 δισ. ευρώ το πολύ, κάτι που αναμένουν άλλωστε και οι περισσότεροι αναλυτές (στα 10 δισ. την τοποθετούν), με τη Citigroup μάλιστα να εκτιμά πως τον Σεπτέμβριο η Ελλάδα θα προχωρήσει στην έκδοση νέου 15ετoύς ή στην επανέκδοση του 15ετούς περασμένου Ιανουαρίου, για την άντληση έως 2,5 δισ. ευρώ.

Σε κάθε περίπτωση, η συμμετοχή της Ελλάδας στο έκτακτο QE της ΕΚΤ, PEPP, διασφαλίζει ότι η κεντρική τράπεζα θα αγοράσει ουσιαστικά όλες τις ελληνικές εκδόσεις, καθώς μετά και την αύξηση του μεγέθους του προγράμματος στο 1,35 τρισ. ευρώ οι αγορές ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ υπολογίζονται στα 27 δισ. ευρώ συνολικά.

Αυτές οι κινήσεις διαχείρισης από τον ΟΔΔΗΧ έχουν ως στόχο να κρατήσουν τα ταμειακά διαθέσιμα της χώρας σε υψηλά επίπεδα στα τέλη του έτους, και συγκεκριμένα στα 30 δισ. ευρώ, έτσι ώστε η Ελλάδα να έχει ένα ισχυρό δίχτυ ασφαλείας για την επόμενη μέρα της κρίσης, κάτι που αναμένεται να αναγνωρίσουν και να ανταμείψουν τόσο οι αγορές όσο και οι οίκοι αξιολόγησης.

Μάλιστα, θα είναι η μόνη χώρα που θα βγει από αυτή την κρίση με τόσο μεγάλο «μαξιλάρι» ρευστότητας και, σύμφωνα με πηγές της αγοράς, αυτό είναι κάτι που έχει ανάγκη ως «όπλο», καθώς δεν έχει αξιολόγηση «επενδυτικής βαθμίδας» και δεν αναμένεται να την αποκτήσει πριν από το 2022 τουλάχιστον.

Μετά και την έκδοση του 10ετούς την περασμένη εβδομάδα, από την οποία αντλήθηκαν 3 δισ. ευρώ, καθώς και τη δημοπρασία εντόκων 52 εβδομάδων, τα ταμειακά διαθέσιμα του ελληνικού Δημοσίου διαμορφώνονται στα 35 δισ. ευρώ, ενώ στις 18 Ιουνίου θα εισρεύσουν άλλα 3 δισ. ευρώ, οπότε το «μαξιλάρι» θα διαμορφωθεί στα 38 δισ. ευρώ. Αξίζει να σημειωθεί πως στις 20 Μαρτίου, πριν από τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης που ανακοίνωσε η κυβέρνηση, τα ταμειακά διαθέσιμα της χώρας ήταν στα 36,6 δισ. ευρώ, με τα 22 δισ. ευρώ από αυτά να παραμένουν και τώρα «στην άκρη», καθώς τα 16 δισ. ευρώ αφορούν το δάνειο του ESM και περίπου 6 δισ. ευρώ είναι τα διαθέσιμα των φορέων της κυβέρνησης, τα οποία δεν θα πειραχτούν.

Τον Μάρτιο είχε υπολογιστεί πως η κυβέρνηση θα χρειαστεί να χρησιμοποιήσει 14-17 δισ. ευρώ από αυτό το «μαξιλάρι» για τη χρηματοδότηση των μέτρων στήριξης της οικονομίας. Ο στόχος αυτός παραμένει και από αυτά έχουν ήδη αντληθεί περίπου 8,5 δισ. ευρώ, ωστόσο δεν έχει φανεί στο «μαξιλάρι», κυρίως χάρη στις κινήσεις του ΟΔΔΗΧ, που με εκδόσεις ομολόγων και εντόκων αναπληρώνει τα κεφάλαια που χρησιμοποιεί η κυβέρνηση.

Εως το τέλος του έτους, συνεπώς, θα χρησιμοποιηθούν άλλα 8,5 δισ. ευρώ από το «μαξιλάρι», έτσι ώστε το 2020 να κλείσει στα 30 δισ. ευρώ.

kathimerini.gr