Το ράλι που καταγράφουν τα ελληνικά κρατικά ομόλογα επηρέασε θετικά και τους εταιρικούς τίτλους, οι αποδόσεις των οποίων έχουν καταγράψει «βουτιά» από τον Μάρτιο.
Πτώση η οποία ξεπερνάει το 70% έχει σημειώσει το κόστος δανεισμού των ελληνικών εισηγμένων από το ξέσπασμα της κρίσης που προκάλεσε η πανδημία, όπως αυτό αποτυπώνεται στις αποδόσεις των ομολόγων τους που διαπραγματεύονται στο Χρηματιστήριο Αθηνών και στις διεθνείς αγορές. Μέσα σε περίπου τρεισήμισι μήνες και από την κορυφή της κρίσης στα μέσα Μαρτίου, οι εταιρικοί τίτλοι έχουν καταφέρει να περιορίσουν σημαντικά τη ζημία που προκάλεσε το διεθνές sell-off, το οποίο εκτόξευσε τις αποδόσεις τους στα ύψη και «γονάτισε» τις τιμές τους.
Νέες εκδόσεις
Το ράλι που καταγράφουν τα ελληνικά κρατικά ομόλογα, από το 4% που είχε αγγίξει η απόδοση του 10ετούς στις 18 Μαρτίου και πριν από τις ανακοινώσεις της ΕΚΤ, έως το 1,19% που διαμορφώθηκε χθες, περιορίζοντας το κόστος δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου κατά 70%, σε συνδυασμό με τις νέες εκδόσεις ελληνικού χρέους στις οποίες προχώρησε ο ΟΔΔΗΧ εν μέσω πανδημίας τον Απρίλιο (7ετές) και τον Ιούνιο (10ετές), λειτούργησε θετικά για τα εταιρικά ομόλογα περιορίζοντας αποφασιστικά τις πιέσεις που είχαν δεχθεί και ενισχύοντας το επενδυτικό ενδιαφέρον, ενώ άνοιξε την όρεξη για νέες εταιρικές εκδόσεις, όπως αυτές των ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, «Τιτάν» και Lamda Development, με τις εισηγμένες να «διεκδικούν» και πάλι χαμηλά επιτόκια.
Οι αναλυτές τονίζουν ότι η συμμετοχή της χώρας στο νέο QE της ΕΚΤ (PEPP) και η πτώση των επιτοκίων επηρεάζουν σημαντικά τις αποτιμήσεις των εταιρειών. Οπως σχολιάζει ο Ηλίας Ζαχαράκης από τη Fast Finance, αν αναλογιστεί κάποιος ότι το 2015-2016 η χώρα δεν είχε πρόσβαση στις αγορές, ενώ το 2017 που άρχισαν οι εταιρικές εκδόσεις στις μεγάλες εταιρείες τα επιτόκια ήταν 4,5%-5,50%, μπορούμε να καταλάβουμε τη διαφορά με το σήμερα. Οι εκδόσεις των μεγάλων εταιρειών φαίνεται να έχουν κερδίσει 2-3 μονάδες τα τελευταία χρόνια, έχοντας την πολυτέλεια να αποπληρώνουν τα παλαιά ομόλογά τους και να εκδίδουν καινούργια με χαμηλότερο επιτόκιο, όπως έκαναν πρόσφατα οι ΟΠΑΠ, Μυτιληναίος και Γερμανός (Sunlight).
Τα εταιρικά ομόλογα που διαπραγματεύονται στο Χ.Α. έχουν σημειώσει από τον Μάρτιο σημαντική βελτίωση, με τις αποδόσεις τους να καταγράφουν βουτιά (με εξαίρεση τον τίτλο της MLS). Για παράδειγμα, το ομόλογο της Housemarket είχε απόδοση 7,8% στην κορυφή του sell-off και διαπραγματευόταν στο 94% της ονομαστικής του αξίας, ενώ σήμερα η απόδοσή του έχει υποχωρήσει κατά 66%, στο 2,63%, και ο τίτλος κινείται στο 102,05% της ονομαστικής του αξίας. Πτώση 52% σημειώνει η απόδοση του ομολόγου της Attica Holding, στο 7,13%, από 14,96%, ενώ διαπραγματεύεται στο 87,1% της ονομαστικής του αξίας, από 62% τον Μάρτιο. Ο τίτλος της B&F έχει δει την απόδοσή του να υποχωρεί κατά 45%, στο 7,7%, από 13,9%, ενώ διαπραγματεύεται στο 91,2% της ονομαστικής του αξίας, από 68,5% πριν. Ισχυρή πτώση 43% έχει σημειώσει η απόδοση του ομολόγου της Aegean, στο 5,54%, από 9,74% τον Μάρτιο, ενώ κινείται στο 90% της ονομαστικής του αξίας, από 66%. Το ομόλογο της «Τέρνα Ενεργειακή» έχει επίσης σημειώσει ισχυρή ζήτηση, αφού η απόδοσή του έχει υποχωρήσει κατά 36% και στο 2,6%, από 4,08%, ενώ πτώση κατά 42% σημειώνει η απόδοση του ομολόγου της ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ (λήξης 2025) και φτάνει το 3,12% (από 5,42%).
Στις διεθνείς αγορές
Ανάλογα θετικές είναι και οι επιδόσεις των ελληνικών εταιρικών ομολόγων που διαπραγματεύονται στις διεθνείς αγορές (με εξαίρεση τον τίτλο της Intralot). Για παράδειγμα, το ομόλογο της «Τιτάν» (λήξης 2024) έχει δει την απόδοσή του να βυθίζεται κατά 73% και στο 1,99%, από 7,5% τον Μάρτιο, και πλέον διαπραγματεύεται στο 100,52% της ονομαστικής του αξίας (από 78%). Πτώση της τάξεως του 68% σημειώνουν οι αποδόσεις των τίτλων του ΟΤΕ (λήξης 2026, στο 1,08%, από 3,37% πριν), των ΕΛΠΕ (λήξης 2024, στο 2,02%, από 6,06%) και της «Μυτιληναίος» (λήξης 2024, στο 2,25%, από 6,72%). Στο μισό έχει υποχωρήσει το επιτόκιο στο ομόλογο της Coca-Cola (λήξης 2029) και στο 0,82%, από 1,62%, ενώ περισσότερο από 20% υποχωρεί η απόδοση του πράσινου ομολόγου υψηλής απόδοσης της «Ελλάκτωρ», στο 10,7%, από 13,7%.