Το σενάριο απλό: Ο φτωχός, πλην τίμιος, νέος ερωτεύεται μια πλούσια νέα. Εκείνη τον θέλει αλλά οι γονείς της δεν θέλουν να ακούσουν ούτε λέξη για εκείνον. Πόσες και πόσες ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου δεν είχαν ως κεντρική ιδέα τους το παραπάνω σενάριο;

Η κατάληξη είχε να κάνει με τα… κέφια του σκηνοθέτη αλλά στη συντριπτική πλειονότητα δικαιωνόταν το κοινό περί δικαίου αίσθημα, όπου η αγάπη και ο έρωτας κέρδιζαν κατά κράτος τους ταξικούς διαχωρισμούς που ορθώνονταν ανάμεσα στο ζευγάρι.

Ακούγονται ξεπερασμένα, πλέον, σήμερα όλα αυτά; Πιθανότατα ναι. Πριν από αρκετές δεκαετίες, ωστόσο, δεν ήταν απλά το σενάριο μιας ταινίας αλλά πηγή έμπνευσης για πολλούς σεναριογράφους.

Λένε πως η ζωή είναι ο καλύτερος σκηνοθέτης και αυτό το βίωσε στο πετσί του ο Νίκος Ξυλούρης. Ο «αρχάγγελος της Κρήτης» ήταν πρωταγωνιστής μιας τέτοιας ιστορίας αγάπης και είχε σαν συμπρωταγωνίστρια την αγάπη της ζωής του. Την Ουρανία Μελαμπιανάκη.

Ένας αρχάγγελος ανοίγει τα φτερά του

Στις 13 Αυγούστου του 1941 οι Γερμανοί κατακτητές, εξοργισμένοι από τα διαδοχικά σαμποτάζ των Κρητών που είχαν βγει στα βουνά, μπαίνουν στ’ Ανώγεια και τα καίνε. Οι κάτοικοι του ιστορικού χωριού αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και να μεταναστεύσουν στην κοντινή κοιλάδα του Μυλοποτάμου, μέχρι να περάσει η «μπόρα».

Ανάμεσα σε αυτούς και ένα μικρό αγοράκι που μόλις είχε συμπληρώσει τα πέντε χρόνια ζωής. Είναι ο Νίκος Ξυλούρης ο οποίος από τα πρώτα χρόνια της ζωής του, γνώρισε τις δυσκολίες, τη φτώχεια και την ανέχεια.

Όταν η «μπόρα» του πολέμου πέρασε, οι Ανωγειανοί, ανάμεσα σε αυτούς και οι Ξυλούρηδες, επιστρέφουν στο κατεστραμμένο χωριό τους και προσπαθούν από τις στάχτες του να το αναγεννήσουν. Όσοι μπόρεσαν έστειλαν τα παιδιά τους σε συγγενείς στο Ηράκλειο, στο Ρέθυμνο ή στα Χανιά. Στις μεγάλες πόλεις τα πράγματα ήταν λίγο καλύτερα.

Ο μικρός Νίκος Ξυλούρης πηγαίνει στο Ηράκλειο για να μάθει γράμματα. Το σχολείο, όμως, μοιάζει με αγγαρεία και ο 10χρονος τότε Νίκος «μαγεύεται» από τον ήχο της λύρας.

Εγκαταλείπει το σχολείο μόλις στην Γ δημοτικού και αρχίζει τις σπουδές στη μουσική δίπλα στον σπουδαίο Λεωνίδα Κλάδο. Ο πατέρας του Νίκου, αρχικά είχε τις ενστάσεις του, ωστόσο, ο δάσκαλος του μικρού, Μενέλαος Δραμουντάνης, που τον είχε ακούσει να παίζει, τον έπεισε να του αγοράσει μια λύρα και να τον αφήσει να ακολουθήσει αυτό που αγαπά.

Έτσι και έγινε. Σταδιακά αρχίζει και παίζει λύρα σε γάμους, βαπτίσεις και τοπικά γλέντια. Σε ηλικία 17 χρονών πιάνει δουλειά στο νυχτερινό κέντρο «Κάστρο» και βγάζει τα πρώτα του λεφτά τα οποία, ωστόσο, αρκούν μόνο για να… επιβιώνει.

Όταν ο Ψαρονίκος ρίσκαρε τα πάντα για την αγάπη του

Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ο Νίκος Ξυλούρης είχε καταφέρει να φτιάξει ένα όνομα που του επέτρεπε να παίζει σε όλο και περισσότερα γλέντια. Ένα από αυτά έγινε στο χωριό Βενεράτο του Ηρακλείου. Ήταν οι αποκριές του 1956 και ο Νίκος ήταν πλέον 20 ετών.

Κάποια στιγμή και ενώ το γλέντι έχει ανάψει ο Ξυλούρης εντοπίζει μέσα στο πλήθος μια όμορφη κοπέλα. Οι ματιές τους διασταυρώνονται και ο έρωτας είναι κεραυνοβόλος. Τα ήθη της εποχής, ωστόσο, δεν επιτρέπουν στους δυο νέους να έρθουν σε επαφή. Όλο το «παιχνίδι» γίνεται με τα μάτια. Το γλέντι τελειώνει αλλά ο Ξυλούρης δεν έχει καμία διάθεση να εγκαταλείψει τη μάχη τόσο εύκολα.

Μαθαίνει ποιο είναι το σπίτι της κοπελιάς και σχεδόν κάθε βράδυ πηγαίνει κάτω από το παράθυρό της και με τη λύρα του, της κάνει καντάδες, σκαρφίζοντας μαντινάδες αγάπης και έρωτα.

Αυτό κράτησε για σχεδόν δυο ολόκληρα χρόνια! Όταν κάποια στιγμή οι δυο τους κατάφεραν να συναντηθούν τυχαία στο δρόμο αποφάσισαν πως θέλουν να παντρευτούν. Υπήρχε, ωστόσο, ένα μεγάλο πρόβλημα. Ο Νίκος ήταν ένας φτωχός και άσημος λυράρης, ενώ η Ουρανία κόρη μιας πλούσιας οικογένειας. Εμπόδιο ανυπέρβλητο στα μάτια πολλών.

Όχι όμως και του Ξυλούρη ο οποίος στις 21 Μάη του 1958 κάνει αυτό που εκείνη την εποχή στην Κρήτη έμοιαζε με… παράδοση. Αν θέλει η νύφη και ο γαμπρός τότε ο γαμπρός «κλέβει» τη νύφη! Ο Νίκος παίρνει την όμορφη κοπέλα στ’ Ανώγεια και όλοι περιμένουν την αντίδραση της οικογένειας της Ουρανίας.

Την επόμενη ημέρα κιόλας, ο Ξυλούρης πηγαίνει στον παπά του χωριού  και του ζητάει να τους παντρέψει. Εκείνος, ωστόσο, τηρώντας τα αυστηρά ήθη της εποχής αλλά κυρίως φοβούμενος μην ξεσπάσει βεντέτα, αρνείται να τους παντρέψει και πηγαίνει τα χαρτιά του γάμου στον πατέρα της Ουρανίας.

Όχι μόνο η οικογένεια της Ουρανίας αλλά και ολόκληρο το Βενεράτο «βράζουν» από οργή. Οι δυο νέοι με την… απερισκεψία τους είχαν προσβάλει μια ολόκληρη τοπική κοινωνία. Παρ’ όλα αυτά προς γενική κατάπληξη ο πατέρας της 18χρονης Ουρανίας, υπογράφει τα χαρτιά που του πήγε ο ιερέας δίνοντας έτσι την τυπική συγκατάθεση που χρειαζόταν για να γίνει ο γάμος.

Είναι ενδεικτικό, πάντως, πως παρά το γεγονός ότι υπέγραψε τα χαρτιά, έκανε πολλά χρόνια προκειμένου να της μιλήσει και ν’ αποκατασταθούν οι σχέσεις τους!

Μαζί μέχρι το τέλος

Λίγο μετά το γάμο τους, το Νοέμβριο του ’58, το ζευγάρι φεύγει από την Κρήτη και μετακομίζει στην Αθήνα προκειμένου ο Ξυλούρης να κυνηγήσει όσες πιθανότητες είχε για μια καριέρα.

Ηχογραφεί τον πρώτο του δίσκο 78 στροφών με τα τραγούδια «Μια μαυροφόρα που περνά» και το «Δεν κλαιν οι δυνατές καρδιές». Λεφτά δεν υπήρχαν για να πάρει τραγουδίστρια που θα έκανε δεύτερη φωνή και έτσι τον ρόλο αυτό αναλαμβάνει η Ουρανία.

Ήταν η αρχή μιας ξέφρενης πορείας που οδήγησε το Νίκο Ξυλούρη στον Ψηλορείτη του ελληνικού τραγουδιού.  Ακολούθησαν οι δίσκοι «Ανυφαντού», «Χρονικό», «Ριζίτικα», «Διάλειμμα», «Ιθαγένεια», «Ο Στρατής Θαλασσινός ανάμεσα στους Αγάπανθους», «Το μεγάλο μας τσίρκο», «Καπνισμένο τσουκάλι», «Κύκλος Σεφέρη», «Ερωτόκριτος», «Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι», «Διόνυσε καλοκαίρι μας», «Συλλογή», «Κομέντια», «Συμφωνία της Γιάλτας και της πικρής αγάπης τα τραγούδια»  και πολλοί άλλοι, που περιελάμβαναν τραγούδια παραδοσιακά, έντεχνα και λαϊκά.

Έβαλε την Κρητική μουσική σε κάθε σπίτι από τη μια γωνιά της Ελλάδας μέχρι την άλλη. Εμφανιζόταν με την ίδια ευκολία σε μπουάτ, σε κρητικά γλέντια αλλά και σε μεγάλους χώρους στο εξωτερικό. Χαρακτηρίστηκε ο «τραγουδιστής των ποιητών», αφού ερμήνευσε έργα των  Ρίτσου, Σολωμού, Καρυωτάκη, Παλαμά, Βάρναλη, Αλεξάνδρου, Σεφέρη, Χριστοδούλου, Κορνάρου, Ελύτη. Συνεργάστηκε με τους Μαρκόπουλο, Ξαρχάκο, Χατζιδάκι, Χάλαρη, Γκάτσο, Βαμβακάρη, Λεοντή και πολλούς άλλους.

Αδάμαστη ψυχή, με συγκλονιστική φωνή, γίνεται σύμβολο αντίστασης την περίοδο της χούντας και στην εξέγερση του Πολυτεχνείου βρίσκεται δίπλα στους φοιτητές και τραγουδάνε όλοι μαζί το «πότε θα κάνει ξαστεριά».

Στη μεταπολίτευση πια ο Ψαρονίκος είναι η φωνή της Ελλάδας, της Κρήτης. Ένα ζωντανό σύμβολο. Μέσα σε όλη αυτή την ξέφρενη πορεία με τις δύσκολες αλλά και τις εύκολες στιγμές, ο Νίκος και η Ουρανία ζουν ευτυχισμένοι και αποκτούν δύο παιδιά. Τον Γιώργη (το 1960) και τη Ρηνιώ (το 1966).

Τον Μάιο του 1979, ωστόσο, ο Θεός βάζει σημάδι το παλικάρι…  Ο Νίκος Ξυλούρης μαθαίνει ότι έχει καρκίνο. Παλεύει με τον χάροντα, όσο μπορεί. Η μάχη είναι άνιση και τελικά την χάνει σε ηλικία 44 ετών. Στις 8 Φεβρουαρίου 1980. Τελευταίο τραγούδι που μπόρεσε να ηχογραφήσει ήταν το «χαμένη αγάπη» σε στίχους του Σταύρου Ξαρχάκου.


Πηγή