Η Ελλάδα κατέγραψε, για πρώτη φορά, αποκλιμάκωση του 10ετούς κόστους του ελληνικού ομολόγου κάτω από το 1%. Ταυτόχρονα «πιέζει» για μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος ως ποσοστού του ΑΕΠ, από το 3,5% που είχε συμφωνηθεί έως και το 2022 (και για 2% από το 2023 μέχρι και… το 2060), σε χαμηλότερα επίπεδα, έτσι ώστε να ανασάνει η οικονομία μας.
Ενώ η ελληνική «πίεση» έχει λογική, καθώς φαίνεται ότι ξεφεύγουμε από τις μίζερες πρακτικές του παρελθόντος, οι οποίες οδήγησαν σε οικονομική αλλά και πολιτική χρεοκοπία τη χώρα μας, καλό θα ήταν να προτείνουμε στους εταίρους μας έναν λειτουργικό κανόνα για τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Αντί λοιπόν η Ελλάδα να στοχεύει σε ένα «ανελαστικό» πρωτογενές πλεόνασμα (όπως το 3,5%), θα μπορούσε ο στόχος, για παράδειγμα, να αναθεωρείται ανάλογα με τις εξελίξεις στην ελληνική οικονομία αλλά και τη διάθεση της (όποιας) κυβέρνησης να εφαρμόζει μεταρρυθμίσεις. Πράγματι, ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος θα μπορούσε να αυξάνεται στον βαθμό που ενισχύεται η ελληνική ανάπτυξη (και συνεπώς μπορούμε να δεσμευόμαστε για υψηλότερα πλεονάσματα), την ίδια στιγμή κατά την οποία ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος θα μπορούσε να μειώνεται στον βαθμό κατά τον οποίο η χώρα μας προωθεί μεταρρυθμίσεις. Με άλλα λόγια, αυξάνουμε το πλεόνασμα όταν έχουμε την οικονομική δυνατότητα και ταυτόχρονα μειώνουμε το πλεόνασμα ως επιβράβευση των προσπαθειών μας για τη δημιουργία και εφαρμογή πολιτικών οι οποίες παροτρύνουν την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα.
Πιο συγκεκριμένα, ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος θα μπορούσε να τεθεί ως εξής: Πρωτογενές πλεόνασμα = 2,0 + 0,25* (ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης) -0,75* (δείκτης ποιότητας θεσμών και κανονισμών).
Στον παραπάνω κανόνα, ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης έχει «ειδικό βάρος» ίσο με το 0,25. Ο δε δείκτης ποιότητας θεσμών και κανονισμών έχει «ειδικό βάρος» ίσο με το -0,75. Εξηγούμαι άμεσα με παραδείγματα: Εάν υποθέσουμε ότι η Ελλάδα αναπτυχθεί το 2020 κατά 2,4% (όπως εκτιμά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή) και με δεδομένο ότι, σύμφωνα με τη World Bank, ο δείκτης ποιότητας θεσμών και κανονισμών κατατάσσει (στοιχεία του 2018) τη χώρα μας στο 64,4 εκατοστιαίο σημείο (ήτοι στην 76η θέση μεταξύ 214 κρατών), το πρωτογενές πλεόνασμα για το 2020 θα μπορούσε να έχει ως στόχο το 2,1% (το οποίο ισούται με 2,0+0,25*2,4-0,75*0,644). Εάν στο μέλλον η Ελλάδα παρουσιάσει μηδενική ανάπτυξη, αλλά ταυτόχρονα βελτιώσει τη θέση της στο 79 εκατοστιαίο σημείο (στο οποίο βρίσκεται η Πορτογαλία), τότε οι δυσχερείς οικονομικές συνθήκες αλλά και η βελτίωσή μας στον τομέα των μεταρρυθμίσεων θα μειώσουν ραγδαία τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 1,4% (ήτοι 2,0+0,25*0-0,75*0,79).
Τι σημαίνει ο παραπάνω κανόνας για την «επιστροφή στην κανονικότητα» σε μακροχρόνιο ορίζοντα; Εάν καταφέρουμε να «επιστρέψουμε» στον ιστορικό (της τελευταίας εκατονταετίας) μέσο ρυθμό ανάπτυξης του 3% και παράλληλα διατηρήσουμε τη βελτιωμένη θέση μας στο 79 εκατοστιαίο σημείο όσον αφορά τις μεταρρυθμίσεις, τότε ο μέσος στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος θα βρεθεί στο 2,2%. Ο συγκεκριμένος μέσος στόχος μπορεί να επιτευχθεί πολύ ευκολότερα από τον συμφωνημένο (της περιόδου 2023-2060) ανελαστικό στόχο του 2% στον βαθμό που η Ελλάδα επιστρέψει σε «κανονικούς» (τουλάχιστον από ιστορική άποψη) ρυθμούς ανάπτυξης του 3% και διατηρήσει τη βελτιωμένη θέση της στην επίτευξη διαρθρωτικών αλλαγών.
Βέβαια, οι Ελληνες τεχνοκράτες θα μπορούσαν να καταλήξουν με τους εταίρους μας σε διαφορετικά «ειδικά βάρη» στον παραπάνω κανόνα. Σε κάθε περίπτωση, εκτιμώ ότι μια παραλλαγή του παραπάνω κανόνα πρωτογενών πλεονασμάτων θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή και τούτο επειδή τόσο ο κ. Μητσοτάκης όσο και ο κάθε μελλοντικός πρωθυπουργός μας θα πίεζαν (αντί να πιέζονται από τους εταίρους μας) οι ίδιοι τους υπουργούς της κυβέρνησής τους στην ταχεία εφαρμογή των διαρθρωτικών αλλαγών.
* Ο κ. Κώστας Μήλας είναι καθηγητής στο Τμήμα Χρηματοοικονομικών και Λογιστικής, University of Liverpool.