Σχεδόν δώδεκα χρόνια μετά τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση και δέκα μετά την κρίση χρέους στην Ευρωζώνη, στην οποία πρωτοστάτησε η χώρα μας, βιώνουμε μια διεθνή υγειονομική κρίση με σημαντικές οικονομικές συνέπειες και χωρίς καθαρό ορίζοντα για το μέγεθος της έντασής της αλλά και τη διάρκειά της. Η έλλειψη μάλιστα ενός τέτοιου καθαρού ορίζοντα είναι υπεύθυνη για την κατάρρευση των αγορών τελευταία, ιδιαιτέρως δε των χρηματιστηρίων. Πιστεύουμε όμως πως οι υγειονομικές συνέπειες αυτής της κρίσης θα περιοριστούν στο 2020.

Η θεραπεία αυτής της υγειονομικής κρίσης απαιτεί κοινωνική απομάκρυνση (social distancing), η οποία οδηγεί σε ύφεση. Κατά κάποιον τρόπο, η ύφεση αποτελεί «προϋπόθεση» για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης. Το ζητούμενο από πλευράς οικονομικής πολιτικής είναι αυτή η ύφεση να περιοριστεί όσο το δυνατόν κοντύτερα στα χρονικά όρια της υγειονομικής κρίσης, να έχει μικρότερο βάθος και, το πιο σημαντικό, όταν η υγειονομική κρίση τελειώσει, η οικονομία να επανέλθει το συντομότερο δυνατόν στην κανονικότητα.

Η συνταγή οικονομικής πολιτικής σε αυτή την περίπτωση διαφέρει από τις συνήθεις, λογικής οικονομικού κύκλου, συνταγές με επεκτατική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική, που μέσω στήριξης της ζήτησης αυξάνουν την παραγωγή. Αυτό το οποίο χρειάζεται αυτή τη στιγμή η οικονομία είναι μια χρηματοδότηση-γέφυρα (bridge financing) ώστε να αποφευχθεί η κατάρρευση των συστημάτων υγείας, να αποζημιωθούν οι εργαζόμενοι που σταματούν προσωρινά, να μπορέσουν να συντηρήσουν οι επιχειρήσεις τη δυναμικότητά τους και γενικά να διατηρήσει η οικονομία την επιχειρησιακή της ετοιμότητα. Ετσι, θα αποφευχθεί το κλείσιμο επιχειρήσεων το οποίο θα έχει και μακροχρόνιες συνέπειες, θα περιοριστεί σε κάποιο βαθμό η ύφεση, αλλά, κυρίως, όταν τελειώσει η υγειονομική κρίση, θα μπορούμε να έχουμε μια γρήγορη επανεκκίνηση της οικονομίας, με ταχύτερους ρυθμούς, και μια γρήγορη επιστροφή στην κανονικότητα, ένα «jump start».

Ενώ οι τράπεζες πρέπει να κρατήσουν ανοικτές τις πιστωτικές γραμμές προς τις επιχειρήσεις και να στηρίξουν την οικονομία γενικότερα, δεν μπορούν να αναλάβουν εξ ολοκλήρου το κόστος της απαιτούμενης χρηματοδότησης-γέφυρας και τα ρίσκα που αυτό συνεπάγεται, γιατί τότε μπορεί να μην είναι σε θέση να χρηματοδοτήσουν με τους ρυθμούς που θα απαιτηθούν την ανάπτυξη όταν η κρίση τελειώσει. Γι’ αυτό πρέπει το κράτος να ξοδέψει αρκετά και να πάρει επάνω του σημαντικό μερίδιο από τα ρίσκα των εργαζομένων και των επιχειρήσεων. Αυτά όλα πρέπει να γίνουν με προσωρινά (one-offs) και όχι μόνιμα μέτρα, ώστε δημοσιονομικά να μετρήσουν, όσο το δυνατόν περισσότερο, μόνο στο έλλειμμα του 2020 και όχι μεταγενέστερων ετών.

Ηδη η ελληνική κυβέρνηση βαδίζει προς αυτή την κατεύθυνση ενώ η κατάσταση συνεχώς αξιολογείται και λαμβάνονται νέα μέτρα. Πρέπει όμως να γίνει κατανοητό πως τα ποσά τα οποία θα απαιτηθούν μπορεί να φτάσουν και σε διψήφιο ποσοστό του ΑΕΠ. Δεν πρέπει όμως να το φοβηθούμε. Γιατί οι δύο φόβοι που ενυπάρχουν σε αυτό μπορούν να αντιμετωπιστούν.

Ο πρώτος φόβος αφορά την αύξηση του ήδη υψηλού δημοσίου χρέους, λόγω μείωσης του ΑΕΠ για φέτος και αύξησης του χρέους προκειμένου να χρηματοδοτηθούν οι παραπάνω δαπάνες. Εχει όμως γίνει κατανοητό και ευρύτερα πως αυτό που έχει σημασία σήμερα δεν είναι τόσο το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ αλλά να εξυπηρετηθούν οι δαπάνες. Ηδη οι δαπάνες αυτές είναι λιγότερες από τις μισές των ετών 2009 ή 2010, ενώ η εποχή των χαμηλών επιτοκίων, ιδιαιτέρως μάλιστα έπειτα και από αυτή την κρίση, αναμένεται να κρατήσει για αρκετά χρόνια ακόμη.

Ενα δεύτερο ζήτημα αφορά την εξεύρεση ρευστότητας για τη χρηματοδότηση δαπανών τέτοιου ύψους. Πέραν του σχετικά ικανοποιητικού επιπέδου ρευστότητας, το οποίο ήδη υπάρχει στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, υπάρχει και ένα σημαντικό buffer, ενώ στην ανάγκη μπορεί να υπάρξει και επιπλέον δανεισμός σε κόστος που η ΕΚΤ θα κρατάει χαμηλά.

Βέβαια, το ιδανικό είναι η δημιουργία μιας χαμηλότοκης COVID-πιστωτικής γραμμής από τον ESM καθώς και η έκδοση ενός COVID-ευρωομολόγου. Δυστυχώς, στην περίπτωση του ευρωομολόγου επικράτησε η συνήθης διαμάχη Βορρά – Νότου στο τελευταίο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.

Η σημερινή κρίση όμως αποτελεί μια μοναδική ευκαιρία για μια κίνηση υψηλού συμβολισμού ευρωπαϊκής ενότητας για λόγους ηθικούς (πρόκειται για τη χρηματοδότηση μιας υγειονομικής απειλής), αλλά και καθαρά οικονομικούς/πολιτικούς: πρόκειται για ένα συμμετρικό σοκ (που αφορά όλες τις χώρες της Ευρωζώνης), δεν υπάρχει ηθικός κίνδυνος (πρόκειται για φυσική καταστροφή και όχι για κυβερνητικές επιλογές) και δεν υπάρχει κίνδυνος πληθωριστικών πιέσεων σε αυτή τη φάση.

* Ο κ. Γιώργος Π. Ζανιάς είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρόεδρος της Eurobank.

kathimerini.gr