Τον «γόρδιο δεσμό» του υπέρογκου ιδιωτικού χρέους ύψους 234 δισ. ευρώ, που οφείλουν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις σε τράπεζες, funds και Δημόσιο, επιδιώκει να λύσει το υπουργείο Οικονομικών, ανοίγοντας τη διαδικασία της πτώχευσης και της εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών όχι μόνο για τα νομικά πρόσωπα αλλά και για τα φυσικά πρόσωπα.
Μέχρι σήμερα η ρύθμιση των οφειλών των φυσικών προσώπων και η απαλλαγή τους από τα χρέη επιτυγχάνονταν μέσω του νόμου Κατσέλη και συμπληρωματικά μέσω των αποσπασματικών πρωτοβουλιών που λάμβαναν οι εκάστοτε κυβερνήσεις για την προστασία της πρώτης κατοικίας. Ο νόμος Κατσέλη, παρότι μέχρι σήμερα αποτέλεσε ένα εργαλείο για την αντιμετώπιση της υπερχρέωσης των νοικοκυριών, λειτούργησε σε μεγάλο βαθμό αναποτελεσματικά, καθώς απαιτούσε χρονοβόρους διαδικασίες, με αποτέλεσμα να αποτελέσει καταφύγιο για στρατηγικούς κακοπληρωτές. Επιπλέον, παρότι ο νόμος το προβλέπει ρητά, ουδέποτε οδήγησε σε ρευστοποίηση της περιουσίας του οφειλέτη, με συνέπεια να αποτελεί ακόμη και σήμερα διελκυστίνδα μεταξύ τραπεζών και οφειλετών, αποτρέποντας την αποτελεσματική ρύθμιση των δανείων προς τις τράπεζες. Ο νόμος Κατσέλη καταργείται με την έναρξη ισχύος του Κώδικα Διευθέτησης Οφειλών και Παροχής Δεύτερης Ευκαιρίας, όπως ονομάζεται το νέο πτωχευτικό πλαίσιο που τίθεται σε εφαρμογή την 1η Ιανουαρίου 2021.
Βασική καινοτομία του νέου νόμου είναι το γεγονός ότι εισάγει οργανωμένα τη διαδικασία της εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών και για τα νοικοκυριά. Μέχρι σήμερα αυτή τη δυνατότητα την είχαν μόνο οι επιχειρήσεις και οι ελεύθεροι επαγγελματίες μέσω της πλατφόρμας που λειτουργεί στην Ειδική Γραμματεία Ιδιωτικού Χρέους. Η πλατφόρμα ανοίγει πλέον και για φυσικά πρόσωπα με συγκεκριμένες και ταχείες διαδικασίες, με στόχο να προσφέρει λύσεις πριν το φυσικό πρόσωπο οδηγηθεί σε πτώχευση μέσω του δικαστηρίου. Ουσιαστική διευκόλυνση για την προώθηση του μηχανισμού της εξωδικαστικής ρύθμισης αποτελεί το γεγονός ότι το Δημόσιο αποδέχεται να διαγράψει μέρος των χρεών του οφειλέτη, διευρύνοντας επιπλέον τον χρόνο αποπληρωμής των διεκδικήσεων που έχει στα 20 χρόνια, θεσμοθετώντας δηλαδή τη δυνατότητα εξόφλησης σε 240 δόσεις αντί των 120 που ισχύουν σήμερα.
Ο νόμος αφήνει το περιθώριο στις τράπεζες να υιοθετήσουν την αυτοματοποιημένη διαδικασία που θα προβλεφθεί για την εξωδικαστική διευθέτηση και ως εκ τούτου η επιτυχία της θα κριθεί στην πράξη. Οπως προβλέπει το σχετικό άρθρο, η διαδικασία διαρκεί για μέγιστο χρονικό διάστημα δύο μηνών, εντός των οποίων είτε επιτυγχάνεται ρύθμιση είτε τερματίζεται η διαδικασία με την τυχόν άρνηση των τραπεζών να προτείνουν ρύθμιση ή την άρνηση του οφειλέτη να αποδεχθεί τη ρύθμιση.
Εφόσον η εξωδικαστική διευθέτηση αποτύχει, ο οφειλέτης δεν έχει παρά να καταφύγει στην πτώχευση, την οποία εκτός από τον ίδιο μπορεί να επισπεύσουν και οι πιστωτές, δηλαδή οι τράπεζες, τα funds ή και το ίδιο το Δημόσιο. Στην περίπτωση αυτή, η περιουσία του οφειλέτη αναλαμβάνεται από πιστοποιημένο διαχειριστή αφερεγγυότητας, ο οποίος προχωρεί στη ρευστοποίησή της, αναλαμβάνοντας και τη συγκέντρωση των απαιτήσεων των πιστωτών και τη διανομή των ποσών που προκύπτουν από τη ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων του φυσικού προσώπου. Στην πτωχευτική περιουσία θα ανήκει πλέον και η πρώτη κατοικία του οφειλέτη. Την προστασία της μπορεί να ζητήσει ο οφειλέτης εφόσον ανήκει στην κατηγορία των ευάλωτων νοικοκυριών και, στον βαθμό που πληροί τα κριτήρια, μπορεί να λάβει στεγαστικό επίδομα από το κράτος, προκειμένου να καλύπτει μέρος της δόσης που οφείλει στην τράπεζα ή στο fund. Εάν δεν πληροί τα συγκεκριμένα εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια, η πρώτη κατοικία είναι στη διακριτική ευχέρεια των πιστωτών εάν θα την κατάσχουν ή όχι.
Η απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη επέρχεται εντός τριετίας από την κήρυξη της πτώχευσης. Στην περίπτωση που τα φυσικά πρόσωπα που πτωχεύουν εισφέρουν στην πτωχευτική περιουσία στοιχεία σημαντικής αξίας, όπως λ.χ. την κύρια κατοικία τους, η απαλλαγή επέρχεται μετά την πάροδο ενός έτους από την κήρυξη της πτώχευσης.
Ασφαλιστική δικλίδα για τη μη καταστρατήγηση του νόμου είναι η υποχρέωση του οφειλέτη που έχει κάνει αίτηση για πτώχευση να δίνει στην πτωχευτική περιουσία το μέρος του ετήσιου εισοδήματός του που υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης. Αυτό σημαίνει ότι, για όσο διάστημα διαρκεί η πτώχευση, συντάσσεται σχέδιο περιοδικών πληρωμών και ο οφειλέτης θα πρέπει να καταβάλλει το υπερβάλλον ποσό που διαθέτει π.χ. από την εργασία του, από αυτό που ορίζουν οι εύλογες δαπάνες διαβίωσης. Τα ετήσια εισοδήματα εξαιρούνται όταν η πτωχευτική περιουσία υπερβαίνει το 10% των χρεών του οφειλέτη, είναι αξίας άνω των 100.000 ευρώ και εφόσον δεν έχει αποκτηθεί στη διάρκεια των 12 μηνών προ της υποβολής της αίτησης πτώχευσης.