Στην Ελλάδα, τη  χώρα με το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό αυτοαπασχόλησης μεταξύ όλων των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ –η Ελλάδα καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση με ποσοστό 33,5% πίσω μόνο από την Κολομβία–, λαμβάνονται πρόσθετα μέτρα ενίσχυσης της μη εξαρτημένης σχέσης εργασίας. Με την ψήφιση του ασφαλιστικού νομοσχεδίου αλλά και την ενεργοποίηση της νέας φορολογικής κλίμακας, η αυτοαπασχόληση γίνεται πολύ πιο ελκυστική κυρίως για τους εργοδότες, οι οποίοι αποκτούν την ευκαιρία, με συνολικό μισθολογικό κόστος μειωμένο ακόμη και άνω του 20%, να προσφέρουν τις ίδιες καθαρές αποδοχές στον υποψήφιο συνεργάτη τους. Για την καταβολή 18.000 ευρώ καθαρά τον χρόνο σε έναν συνεργάτη (περίπου 1.500 ευρώ τον μήνα), ο εργοδότης πρέπει να πληρώνει 31.080 ευρώ αν επιλέξει τη λύση της εξαρτημένης εργασίας και 25.000 ευρώ αν επιλέξει την πιο «χαλαρή» λύση του συνεργάτη με μπλοκάκι. Ηδη στα λογιστικά γραφεία καταγράφεται αυξημένο ενδιαφέρον για την ίδρυση ατομικών επιχειρήσεων μετά και την αποσύνδεση του υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών από το δηλωθέν εισόδημα.

Η ιδέα της αυτοαπασχόλησης έγινε ακόμη ελκυστικότερη από τις αρχές του χρόνου για τους ακόλουθους δύο λόγους:

1. Μειώθηκε η ψαλίδα της φορολογικής επιβάρυνσης που ίσχυε μέχρι και το τέλος του 2019. Για φορολογητέο εισόδημα 20.000 ευρώ, ο μισθωτός πληρώνει φόρο 2.658 ευρώ και ο αυτοαπασχολούμενος 3.276 ευρώ. Δηλαδή, σήμερα υπάρχει μια διαφορά της τάξεως των 617 ευρώ. Μέχρι και το 2019, η διαφορά αυτή ήταν 1.900 ευρώ καθώς η επιβάρυνση για τον μισθωτό έφτανε στις 2.675 ευρώ και για τον αυτοαπασχολούμενο στις 4.400 ευρώ. Αρα, η νέα φορολογική κλίμακα έκλεισε αισθητά την ψαλίδα και το φορολογικό κίνητρο του να είναι κάποιος μισθωτός.

2.  Διευρύνθηκε το όφελος υπέρ του αυτοαπασχολουμένου όσον αφορά τις ασφαλιστικές εισφορές. Ούτως ή άλλως, η μισθωτή απασχόληση ήταν και πριν πιο ακριβή ως λύση καθώς το άθροισμα ασφαλιστικών εισφορών για εργοδότη και εργαζόμενο ξεπερνούσε το 40%, όταν για τον αυτοαπασχολούμενο ήταν 20,28% (δηλαδή το μισό). Πλέον, για τον αυτοαπασχολούμενο (ειδικά αυτόν με υψηλές αποδοχές) οι εισφορές μπορούν να μειωθούν ακόμη περισσότερο, καθώς δίνεται η επιλογή του να καταβάλλει κάποιος ακόμη και 220 ευρώ τον μήνα ή 2.640 ευρώ τον χρόνο, ανεξαρτήτως εισοδήματος.

Με το νέο σύστημα που τίθεται πλέον σε ισχύ, δημιουργούνται διάφορες ανισορροπίες. Για παράδειγμα, ο μισθωτός (ειδικά αυτός με υψηλές αποδοχές άνω των 1.500-2.000 ευρώ τον μήνα) θα πληρώνει πολύ ακριβότερα την υγειονομική περίθαλψη, τη στιγμή που θα λαμβάνει την ίδια ακριβώς υπηρεσία με τον αυτοαπασχολούμενο. Με τις νέες ασφαλιστικές κατηγορίες που θα ισχύσουν για τους επαγγελματίες, η μέγιστη εισφορά υγειονομικής περίθαλψης «κλειδώνει» στα 66 ευρώ ανά μήνα. Για έναν μεικτό μισθό 2.000 ευρώ, το κόστος της υγειονομικής περίθαλψης για τις ίδιες ακριβώς υπηρεσίες μπορεί να φτάσει στα 140 ευρώ, δηλαδή να είναι υπερδιπλάσιο.

Ακόμη και μετά την προγραμματισμένη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών που θα γίνει από τον Ιούνιο αλλά και την εφαρμογή της νέας φορολογικής κλίμακας που ισχύει ήδη από τις αρχές του χρόνου, το ετήσιο εργοδοτικό κόστος για μεικτές ετήσιες αποδοχές της τάξεως των 25.000 ευρώ ανεβαίνει στις 31.082 ευρώ ακόμη και αν οι εργοδοτικές εισφορές υπολογιστούν με βάση τον μειωμένο συντελεστή που θα ισχύει από τον προσεχή Ιούνιο. Οσο για τις καθαρές αποδοχές που θα εισπράττει ο εργαζόμενος, αυτές διαμορφώνονται στις 18.105 ευρώ μετά την αφαίρεση του φόρου εισοδήματος (2.829 ευρώ), της εισφοράς αλληλεγγύης (234 ευρώ) και φυσικά των ασφαλιστικών εισφορών του εργαζομένου οι οποίες ανέρχονται στις 3.832,5 ευρώ.

Τι θα γινόταν αν ο εργοδότης προσέφερε στον συνεργάτη του τις ίδιες μεικτές αποδοχές αλλά με δελτίο παροχής υπηρεσιών (δηλαδή με σχέση ελεύθερου επαγγελματία) και όχι με σχέση εξαρτημένης εργασίας; Ο ενδιαφερόμενος θα μπορούσε να επιλέξει την κατώτερη ασφαλιστική κατηγορία και να πληρώνει ασφαλιστικές εισφορές 2.640 ευρώ τον χρόνο.

Ο φόρος εισοδήματος θα ήταν μεγαλύτερος (3.760 ευρώ αντί για 2.829 ευρώ που επιβάλλεται στον μισθωτό λόγω του αφορολογήτου). Ετσι, οι καθαρές αποδοχές θα διαμορφώνονταν στις 18.306 ευρώ, αντί για τις 18.105 ευρώ που θα εισέπραττε ο ενδιαφερόμενος ως μισθωτός. Πόσα θα πλήρωνε ο εργοδότης; Το ποσό των 25.000 ευρώ, δηλαδή 6.000 ευρώ λιγότερα σε σχέση με την εξαρτημένη σχέση εργασίας. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο αυτοαπασχολούμενος επιβαρύνεται και με το τέλος επιτηδεύματος ύψους περίπου 650 ευρώ.

kathimerini.gr