Το ύψος της μείωσης της προκαταβολής φόρου θα αποφασισθεί μετά τον έλεγχο των δηλώσεων που θα υποβάλουν οι επιχειρήσεις και κυρίως από τα οικονομικά στοιχεία των επόμενων μηνών.

Το οικονομικό επιτελείο εξετάζει τη μείωση της προκαταβολής φόρου για το 2020 που ανέρχεται στο 100% του φόρου, λαμβάνοντας ωστόσο υπόψη την πορεία των επιχειρήσεων το δεύτερο εξάμηνο. Ουσιαστικά, η κυβέρνηση σχεδιάζει τη μείωση της προκαταβολής φόρου για τις φορολογικές δηλώσεις των οποίων έχει ήδη ξεκινήσει η διαδικασία υποβολής.

Οπως ανέφερε ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, μιλώντας στον τηλεοπτικό σταθμό ΑNT1, το θέμα δεν είναι ανακοινώσιμο, επισημαίνοντας ταυτόχρονα ότι δεν έχει συζητηθεί με τους θεσμούς και τους εταίρους. Ωστόσο, τόσο η μείωση της προκαταβολής φόρου όσο και άλλα μέτρα υπάρχουν στον σχεδιασμό της κυβέρνησης, αφού προηγουμένως διαπιστωθούν τα προβλήματα σε κάθε κλάδο όπως για παράδειγμα στον τουρισμό, στην ακτοπλοΐα, στις αερομεταφορές κ.λπ.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, η προκαταβολή φόρου ανέρχεται ετησίως στο ποσό των περίπου 3 δισ. ευρώ.

Το ύψος της μείωσης θα αποφασισθεί μετά τον έλεγχο των δηλώσεων που θα υποβάλουν οι επιχειρήσεις και κυρίως από τα οικονομικά στοιχεία των επόμενων μηνών. Είναι εξαιρετικά πιθανό η εκκαθάριση να γίνει κανονικά και στο τέλος του έτους να πιστωθεί το ποσό στον λογαριασμό της επιχείρησης ή να συμψηφιστεί, η έκπτωση στην προκαταβολή φόρου, με άλλες φορολογικές υποχρεώσεις.

Τι ισχύει σήμερα

Πάντως και σήμερα οι επιχειρήσεις μπορούν να ζητήσουν τη μείωση της προκαταβολής φόρου αλλά υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, ενώ η διαδικασία είναι αρκετά χρονοβόρος. Οπως προκύπτει από τη νομοθεσία, στην περίπτωση που μειωθεί το εισόδημα σε ποσοστό άνω του 25%, μπορεί να ζητήσει με αίτησή της τη μείωση της προκαταβολής. Προκειμένου οι φορολογικές αρχές να εκτιμήσουν τη μείωση του εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα λαμβάνουν ενδεικτικά υπόψη:

α) Το ποσό των ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης στο τρέχον φορολογικό έτος, συγκρινόμενο με τα ακαθάριστα έσοδα της αντίστοιχης περιόδου του προηγούμενου φορολογικού έτους.

β) Το ποσοστό των δαπανών και εξόδων διαχείρισης συγκριτικά με το προηγούμενο έτος.

γ) Τις μεταβολές που τυχόν επήλθαν στους παράγοντες διαμόρφωσης του μεικτού κέρδους της επιχείρησης κατά το τρέχον φορολογικό έτος σε σχέση με το προηγούμενο.

δ) Κάθε άλλο στοιχείο από το οποίο πιθανολογείται μείωση του κέρδους του τρέχοντος φορολογικού έτους.

Προς παράταση υποβολής

Στο μεταξύ, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΑΔΕ μόλις το 1,5% των φορολογικών δηλώσεων έχει υποβληθεί μέχρι στιγμής και συγκεκριμένα 95.231 δηλώσεις, όταν το αντίστοιχο περυσινό διάστημα είχαν υποβληθεί 475.000. Η εξέλιξη αυτή αναμένεται να οδηγήσει στην παράταση της υποβολής των δηλώσεων πέραν της 30ής Ιουνίου, κάτι που σημαίνει ότι θα παραταθεί και η ημερομηνία καταβολής της πρώτης δόσης. Οι 95.283 δηλώσεις αντιστοιχούν σε 126.276 εκκαθαριστικά σημειώματα. Η διαφορά αυτή (στις υποβληθείσες δηλώσεις και στα εκκαθαριστικά) οφείλεται στο ότι τα ζευγάρια έχουν ξεχωριστά εκκαθαριστικά σημειώματα. Από την επεξεργασία των λιγοστών εκκαθαριστικών προκύπτουν τα εξής στοιχεία:

• Το 23,31 των φορολογουμένων καλείται να πληρώσει επιπλέον φόρο για τα εισοδήματα που απέκτησε το προηγούμενο έτος. Για 29.438 φορολογουμένους το αποτέλεσμα της εκκαθάρισης είναι χρεωστικό, με το συνολικό ποσό του φόρου να ανέρχεται σε 12,69 εκατ. ευρώ. Ο μέσος φόρος για τους ανωτέρω φθάνει στα 431 ευρώ. Εκτός από τον φόρο εισοδήματος στα εκκαθαριστικά ενσωματώνονται η ειδική εισφορά αλληλεγγύης, η προκαταβολή φόρου για το επόμενο έτος και το τέλος επιτηδεύματος.

• Το 60,4% των φορολογουμένων δεν πληρώνει επιπλέον φόρο στο ελληνικό Δημόσιο. Σε σύνολο 126.276 εκκαθαριστικών σημειωμάτων τα 76.276 είναι μηδενικά.

• Για το 16,28% των φορολογουμένων ή 20.563 φυσικά πρόσωπα προέκυψε επιστροφή φόρου που κατά μέσον όρο φθάνει τα 316 ευρώ.

• Το Δημόσιο από τη μέχρι σήμερα εκκαθάριση αναμένεται να βάλει στα ταμεία του 6,18 εκατ. ευρώ.

Η έκπτωση 25% στις φορολογικές υποχρεώσεις

Στον συμψηφισμό του υπερβάλλοντος ποσού που καταβλήθηκε τον Μάρτιο από τους φορολογουμένους που δικαιούνται την έκπτωση 25% με τις υποχρεώσεις του Απριλίου προχωρεί η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ).  Συγκεκριμένα, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, για τις υποχρεώσεις Μαρτίου που υπόκεινται στην έκπτωση 25%, οι φορολογούμενοι κατέβαλαν, από τις 30 Μαρτίου και μετά, εμπρόθεσμα, ποσό μεγαλύτερο του 75% της οφειλής, το υπερβάλλον ποσό πιστώνεται αυτόματα στη δόση Απριλίου. Για να επωφεληθούν της έκπτωσης 25% της δόσης Απριλίου, αρκεί να πληρώσουν εμπρόθεσμα το ποσό που θα δουν στην προσωποποιημένη πληροφόρηση στο myTAXISnet, μειωμένο κατά το 25% της αρχικής οφειλής (δηλ. πριν από την πίστωση του υπερβάλλοντος ποσού που καταβλήθηκε για τη δόση Μαρτίου 2020). Μαζί με την πίστωση του ποσού του Μαρτίου στη δόση του Απριλίου θα έχουν επιπλέον μείωση 25% υπό την προϋπόθεση να καταβληθούν εμπρόθεσμα οι φορολογικές υποχρεώσεις.

Παράδειγμα: Φορολογούμενος με δόσεις ρυθμίσεων ποσού 1.000 ευρώ, μηνών Μαρτίου και Απριλίου 2020, στις 31/03/2020 πλήρωσε 1.000 ευρώ για τη δόση Μαρτίου. Με το ποσό αυτό, εξοφλείται η δόση Μαρτίου και το υπερβάλλον ποσό των 250 ευρώ (= 1.000 ευρώ x 0,25) πιστώνεται στη δόση Απριλίου, δεδομένου ότι για την εξόφληση του Μαρτίου αρκούσε η καταβολή του 75%, ποσού δηλαδή 750 ευρώ (1.000 ευρώ x 0,75).

Ως προς τη δόση Απριλίου 2020, στην προσωποποιημένη πληροφόρηση στο myTAXISnet εμφανίζεται ποσό 750 ευρώ (= 1.000 – 250 ευρώ), καθότι το υπερβάλλον ποσό (250 ευρώ), που καταβλήθηκε για τη δόση Μαρτίου, πιστώθηκε στη δόση Απριλίου.

Για την εξόφληση της δόσης Απριλίου πρέπει να καταβληθεί δηλαδή το ποσό 500 ευρώ, η διαφορά μεταξύ της αρχικής οφειλής Μαρτίου (1.000 ευρώ) μείον το υπερβάλλον της δόσης Μαρτίου (250 ευρώ), μείον την έκπτωση του 25% στη δόση Απριλίου (= 1.000 x 0,25).

kathimerini.gr