Μόλις το 3% των εδαφών στον πλανήτη παραμένει οικολογικά ανέπαφο, με υγιείς τους αρχικούς πληθυσμούς ζώων και παρθένο περιβάλλον.
Πρόκειται κυρίως για περιοχές στα τροπικά δάση του Αμαζονίου και του Κονγκό, στα δάση και στην τούνδρα της ανατολικής Σιβηρίας και του βορρά στον Καναδά, καθώς και στη Σαχάρα.
Αυτό καταδεικνύει νέα μελέτη ειδικών, που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Frontiers in Forests and Global Change και έρχεται να ανατρέψει πλήρως τη μέχρι σήμερα εικόνα για τα παρθένα οικοσυστήματα που έχουν απομείνει.
Βασισμένες σε μεγάλο βαθμό σε δορυφορικές εικόνες, οι προηγούμενες σχετικές αναλύσεις υπολόγιζαν ότι το 20-40% της γήινης χερσαίας επιφάνειας έχει επηρεάζεται ελάχιστα από τους ανθρώπους.
Οι συντάκτες της νέας μελέτης εκτιμούν ότι μπορεί τα δάση, οι σαβάνες και οι τούνδρες να φαίνονται από ψηλά ανέπαφες, η πραγματική ωστόσο εικόνα από εδάφους καταδεικνύει σημαντικές ελλείψεις σε ζωικά είδη.
Αλλαγή δεδομένων
Στην έρευνά τους, οι επιστήμονες συνδύασαν και συνέκριναν χάρτες που καταγράφουν αφενός την έκταση της καταστροφικής επίδρασης της ανθρώπινης δραστηριότητας σε βιότοπουςμ αφετέρου την εξαφάνιση ειδών ζώων ή τη δραματική μείωση των πληθυσμών τους στα αρχικά οικοσυστήματά τους.
Τα περισσότερα δεδομένα αφορούν θηλαστικά, ωστόσο καλύπτουν και αρκετά είδη πτηνών, ψαριών, αμφίβιων και ερπετών. Στην έρευνα δεν συμπεριλήφθηκε η Ανταρκτική.
Πολλές από τις οικολογικά ανέπαφες περιοχές που εντοπίστηκαν ήταν σε εδάφη που διαχειρίζονται κοινότητες αυτοχθόνων.
«Σε πολλούς από όσους θεωρούσαμε άθικτους βιότοπους λείπουν είδη ζώων, εξαιτίας της δράσης κυνηγών [και λαθρεμπόρων], κατόπιν εισβολής άλλων ειδών ή ακόμη και λόγω ασθενειών», εξηγεί ο Δρ. Άντριου Πλαμπτρ, επικεφαλής της επιστημονικής ομάδας που συνέταξε τη νέα μελέτη.
Έτεροι επιστήμονες, γράφει η βρετανική εφημερίδα Guardian, εκτιμούν ότι τα συμπεράσματα της νέα έρευνας είναι εν μέρει λανθασμένα, λόγω έλλειψης επαρκών συγκριτικών στοιχείων για τα ζωικά είδη, σε βάθος αιώνων, αλλά και επειδή στους νέους χάρτες δεν έχουν συνυπολογιστεί οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
Σε κάθε περίπτωση, «είναι ευρέως αποδεκτό ότι ο κόσμος βρίσκεται σε κρίση βιοποικιλότητας, με πολλούς πληθυσμούς ζώων της άγριας φύσης -από λιοντάρια, μέχρι έντομα- να μειώνονται δραστικά, κυρίως λόγω της καταστροφής των βιότοπων για αγροτικές καλλιέργειες και κατασκευές», σχολιάζει η εφημερίδα.
«Ορισμένοι επιστήμονες», προσθέτει, «θεωρούν ότι βρισκόμαστε στην αρχή μιας έκτης μαζικής εξαφάνισης ειδών στη Γη, με σοβαρές συνέπειες για τα τρόφιμα, το πόσιμο νερό και τον αέρα, από τα οποία εξαρτάται το ανθρώπινο είδος».
Υπάρχει ακόμη ελπίδα…
Οι συντάκτες της έκθεσης διατηρούν πάντως έναν τόνο αισιοδοξίας.
Ως λύση, προτείνουν την ενίσχυση του πληθυσμού σημαντικών ειδών ζώων σε ορισμένες πληγείσες περιοχές, όπως π.χ. ελεφάντων και λύκων. Με αυτόν τον τρόπο, εκτιμούν, θα μπορούσε να αποκατασταθούν τα οικοσυστήματα έως και στο 20% των εδαφών.
Θα μπορούσε να γίνει «σε περιοχές, όπου οι επιπτώσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας είναι ακόμη περιορισμένες και υπό την προϋπόθεση ότι είναι δυνατή η αντιμετώπιση των απειλών για την επιβίωση» όσων ειδών ενισχυθούν αριθμητικά, τονίζει ο Δρ. Πλαμπτρ.
Ως ενθαρρυντικό παράδειγμα, άλλωστε, ανέφερε την επιτυχία του προγράμματος αποκατάστασης του πληθυσμού των λύκων στο εθνικό πάρκο Γιέλοουστοουν στις ΗΠΑ.
Επόμενο βήμα της επιστημονικής ομάδας του, ανέφερε, θα είναι να επικεντρωθεί σε συγκεκριμένες περιοχές και να χρησιμοποιήσει πιο λεπτομερή δεδομένα.