Ο Φρανσουά Οζόν βάζει στο στόχαστρο την Εκκλησία και δημιουργεί μια επιδραστική ταινία που διαδραματίζει σημαντικό ρόλο σε κοινωνικό επίπεδο.
Το εμβληματικό και ανορθόγραφο «Νεκρωταφίο ζώων» του Στίβεν Κινγκ επιστρέφει, o Tζιμ Κάμινγκς εξελίσσει τη μικρού μήκους ταινία που τον έκανε διάσημο και δύο ελληνικές παραγωγές η «Επαφή» και ο «Σερβιτόρος» πρωταγωνιστούν στις επιλογές της εβδομάδας.
Θέλημα Θεού (Grâce à Dieu/ By the Grace of God)
Σκηνοθεσία: Φρανσουά Οζόν
Παίζουν: Μελβίλ Πουπό, Ντενίς Μενοσέ, Σουάν Αρλό, Ζοσιάν Μπαλασκό, Ερίκ Καραβακά
Ο Αλεξάντρ ζει στη Λυών με τη ν οικογένειά του. Μια ημέρα μαθαίνει τυχαία ότι ο ιερέας που τον κακοποίησε, όταν ήταν πρόσκοπος, εξακολουθεί να δουλεύει με παιδιά. Αποφασίζει να αναλάβει δράση και τον ίδιο δρόμο ακολουθούν άλλα δύο θύματα του ιερέα, ο Φρανσουά και ο Εμμανουέλ. Οι τρεις τους ενώνονται για να «σηκώσουν το πέπλο της σιωπής», αλλά οι επιπτώσεις και οι συνέπειες δεν θα αφήσουν κανέναν ανεπηρέαστο.
Ο Φρανσουά Οζόν κερδίζει την Αργυρή Άρκτο στο 69ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου και συνταράσσει τη Γαλλία, μεταφέροντας στη μεγάλη οθόνη την αληθινή ιστορία παιδεραστίας στη Λυών.
Ένας επιτυχημένος άνδρας, πιστός καθολικός και πατέρας πέντε παιδιών, ο Αλεξάντρ, συγκλονισμένος ανακαλύπτει πως ο ιερέας που τον κακοποιούσε όταν ήταν μικρός, εξακολουθεί να ασχολείται με παιδιά. Έτσι ξεκινάει τον δικό του αγώνα για δικαίωση, κρατώντας χαμηλούς τόνους. Στην πορεία θα συναντηθεί με τον Φρανσουά, ακόμα ένα θύμα του παιδεραστή ιερέα, ο οποίος με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα θα δώσει δημοσιότητα στο θέμα. Στο πλευρό τους θα ενωθούν πολλά ακόμα κακοποιημένα θύματα, που θα ανακαλύψουν πως τελικά η Εκκλησία γνώριζε την περίπτωση του πατέρα Πρεϊνά, αλλά εθελοτυφλούσε προκειμένου να μην θίγει το γόητρό της.
Ο Μπερνάρ Πρεϊνά κατηγορήθηκε τον Ιανουάριο του 2016 για σεξουαλική επίθεση και τέθηκε υπό δικαστική εποπτεία. Περισσότερα από 70 άτομα εμφανίστηκαν, δηλώνοντας ότι είναι θύματά του. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων έχει επέλθει παραγραφή λόγω του χρόνου που έχει παρέλθει από το αδίκημα. Η θύελλα όμως αντιδράσεων που ξεσήκωσε η ταινία οδήγησε τελικά στη καταδίκη του καρδινάλιου Μπαρμπαρέν, ο οποίος κρίθηκε ένοχος για την συγκάλυψη σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων, αλλά και της ψυχολόγου της Επισκοπής,
Κι αυτό συνέβη κυρίως επειδή ο Γάλλος δημιουργός εξετάζει την υπόθεση όχι μόνο μέσα από τα μάτια των θυμάτων αλλά κυρίως μέσα από μια κονωνικο-πολιτική οπτική, μένοντας πιστός στα γεγονότα και βάζοντας εμφανώς στο στόχαστρο όχι το πρόσωπο- τον Πρεϊνά, δηλαδή που εδώ παρουσιάζετε περισσότερο ως ένας άρρωστος άνθρωπος , έτοιμος να παραδεχτεί τις πράξεις του- αλλά τον θεσμό της Εκκλησιάς και τον ρόλο που διαδραμάτισε στην όλη ιστορία.
Οι χειριστικές μέθοδοι του καρδινάλιου, η παραπλάνηση που δέχτηκαν τα θύματα και οι ψευδείς υποσχέσεις ότι ο ιερέας θα απομακρυνθεί από το αξίωμά του, πράγμα που τελικά δεν έγινε, καθώς και η υποκριτική συμπεριφορά των υπευθύνων αποτελούν τον βασικό άξονα του Οζόν, που με ντοκιμαντερίστικη διάθεση ακολουθεί λεπτό προς λεπτό μια συγκλονιστική υπόθεση. Ταυτόχρονα όμως εστιάζει στις συνέπειες της κακοποίησης που βιώνουν οι κεντρικοί του ήρωες, δημιουργώντας ενδιαφέροντες κινηματογραφικά χαρακτήρες, οι οποίοι όμως δεν καταφέρνουν να ολοκληρωθούν.
Ξεκινώντας την ταινία ως μια μορφή ανοιχτής επιστολής- συνεχώς ακούμε σε voice over την αλληλογραφία που αντάλλασσαν οι εμπλεκόμενοι- και αποσπασματικές σκηνές της καθημερινότητας του Αλεξάντερ, ο Οζόν σταδιακά περνάει σε μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση, που διακόπτεται με σκληρά φλας μπακ από το παρελθόν, που όμως περιγράφουν κάπως σχηματικά την αρρωστημένη ατμόσφαιρα που επικρατούσε στην ενορία του Πρεϊνά.
Παρόλα αυτά το μαύρο χιούμορ του Οζόν σε ό,τι αφορά στις τακτικές της Εκκλησίας και στον τρόπο που αντιμετωπίζεται μια τόσο σοβαρή υπόθεση προσθέτουν ένα σατιρικό στοιχείο στην ταινία, ελαφραίνοντας τη βαριά ατμόσφαιρα, κι έτσι τελικά καταφέρνει για δυόμιση ώρες να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή. Το πιο σημαντικό όμως είναι πως ο Γάλλος δημιουργός καταφέρνει με ένα καλλιτεχνικό έργο να επηρεάσει την κοινή γνώμη και τελικά να επιφέρει ουσιαστικές αλλαγές, επαναπροσδιορίζοντας επί του πρακτέου τον ρόλο της τέχνης μέσα στην κοινωνία, υπογράφοντας έτσι την καλύτερη ταινία της καριέρας του.
Ο δρόμος του κεραυνού (Thunder Road)
Σκηνοθεσία: Τζιμ Κάμινγκς
Παίζουν: Τζιμ Κάμινγκς, Νίκαν Ρόμπινσον, Κένταλ Φαρ
Ο Τζιμ, ένας τριαντάρης αστυνομικός, προσπαθεί να συμφιλιωθεί με τον θάνατο της μητέρας του και να αποκτήσει μια ουσιαστική σχέση με την κόρη του.
Με αφετηρία το πολυβραβευμένο μικρού μήκους φιλμ του κι ένα από τα πιο αγαπητά τραγούδια του Μπρους Σπρίνγκστιν, ο Τζιμ Κάμινγκς υπογράφει τον ανεξάρτητο θρίαμβο της χρονιάς και κερδίζει το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο SXSW.
Ένας ευάλωτος ψυχολογικά αστυνομικός με παλαιομοδίτικο μουστάκι και πολύ οργή συσσωρευμένη μέσα του, προσπαθεί να ξεπεράσει την απώλεια της μητέρας του ,αλλά και να βάλει σε τάξη την προσωπική του ζωή και τη σχέση του με την κόρη του μετά από το διαζύγιό του.
Ο Τζιμ Κάμινγκς, που αναλαμβάνει τον τετραπλό ρόλο του σκηνοθέτη, σεναριογράφου, μοντέρ και πρωταγωνιστή, ξεκινάει την ταινία με μια δεκάλεπτη σεκάνς σε μονοπλάνο, όπου ο κεντρικός ήρωας ο Τζιμ προσπαθεί να βγάλει έναν αποχαιρετιστήριο λόγο στην κηδεία της μητέρας του και να χορέψει το αγαπημένο της τραγούδι το «Τhunder Road» του Μπρους Σπρίνγκστιν, πράγμα που δεν καταφέρνει .
Αυτή ήταν και η μικρού μήκους του δημιουργού που ξεχώρισε στο φεστιβάλ του Sundance και τον ενέπνευσε να την αναπτύξει. Κι ενώ συχνά ανάλογες προσπάθειες πέφτουν στο κενό με τους σκηνοθέτες τελικά να μην μπορούν να διαχειριστούν τη διάρκεια μιας μεγάλου μήκους, ο Κάμινγκς φαίνεται πως κατανοεί βαθιά τον ήρωά του, οπότε ισορροπώντας εξαιρετικά ανάμεσα στο κωμικό και το τραγικό, αποτυπώνει την πορεία ενός loser που μαθαίνει τη ζωή, καταγράφοντας ταυτόχρονα το εσωτερικό τραύμα μιας ολόκληρης χώρας.
Ο Τζιμ είναι ένας χαρακτήρας που άλλοτε γίνεται συμπαθητικός, άλλοτε μοιάζει τρομερά αφελής έως και ενοχλητικός, με τον ίδιο τρόπο που η ταινία άλλοτε φέρνει δάκρυα στα μάτια και άλλοτε προκαλεί αβίαστα το γέλιο μας. Με λιτή κινηματογράφηση και χωρίς εντυπωσιασμούς, ο Κάμινγκς, που αν και δεν είναι ηθοποιός ενσαρκώνει τον Τζιμ με τρομερές εναλλαγές και ποικιλίες, συμπυκνώνει με ευαισθησία και τρυφερότητα φέτες ζωής με μια σοφία και μια αφέλεια που τελικά ταιριάζει σε όλους μας.
Νεκρωταφίο Ζώων (Pet Sematary)
Σκηνοθεσία: Κέβιν Κολς, Ντένις Βιντμάιερ
Παίζουν: Τζέισον Κλαρκ, Έιμι Σέιμετζ, Τζον Λίθγκοου
Ο Δρ. Λούις Κρίντ, μετά τη μετακόμισή του με τη σύζυγό του Ρέιτσελ και τα δύο μικρά παιδιά τους από τη Βοστώνη στο Μέιν, ανακαλύπτει έναν μυστηριώδη τόπο ταφής κρυμμένο βαθιά μέσα στο δάσος που βρίσκεται δίπλα στο νέο σπίτι της οικογένειας. Όταν μια τραγωδία τον χτυπά, ο Λούις στρέφεται στον ασυνήθιστο γείτονά του Τζαντ Κράνταλ , ξεκινώντας μια επικίνδυνη αλυσιδωτή αντίδραση που απελευθερώνει το κακό με τρομακτικές συνέπειες.
Remake ενός πασίγνωστου φιλμ τρόμου της Μέρι Λάμπερτ, που το 1989 μετέφερε στη μεγάλη οθόνη το εμβληματικό μυθιστόρημα του Στίβεν Κινγκ.
Ο γιατρός Λούις Ριντ αποφασίζει να μετακομίσει στην εξοχή με την οικογένειά του και να εργαστεί στο τοπικό νοσοκομείο, για να έχει περισσότερο ελεύθερο χρόνο με τη γυναίκα και τα δυο του παιδιά. Εκεί θα γνωρίσει τον μυστηριώδη γείτονά του, τον Τζαντ Κράταλ που θα τους ενημερώσει ότι κοντά στο σπίτι τους υπάρχει ένα νεκροταφείο ζώων. Όταν όμως η γάτα της οικογένειας σκοτωθεί, ο Λούις με την βοήθεια του Τζαντ θα βρεθεί στην καρδιά τους δάσους σε έναν τόπο μεταφυσικό, που μπορεί να επαναφέρει στη ζωή ό,τι έχει πεθάνει, όχι όμως χωρίς συνέπειες.
Στην πρώτη ταινία , ήταν το μωρό της οικογένειας που πέθαινε και η τρομερή του απώλεια οδηγούσε τον πατέρα σε μια μοιραία απόφαση. Τότε ως μωρό ζόμπι είχε χρησιμοποιηθεί μια κούκλα, γι’ αυτό και οι παραγωγοί σε αυτή την εκδοχή αποφάσισαν να απομακρυνθούν κάπως από το πρωτότυπο υλικό, προκειμένου να πετύχουν ένα πιο αληθοφανές και τρομαχτικό αποτέλεσμα. Αυτή η αγωνία του τρόμου διαπέρνα ολόκληρη την ταινία, όχι πάντα όμως με καλά αποτελέσματα.
Οι Κέβιν Κολς και Ντένις Βιντμάιερ που έχουν αναλάβει τη σκηνοθεσία ενώ στο πρώτο μέρος εστιάζουν στην απώλεια και τον φόβο του ανθρώπου μπροστά στο άγνωστο του θανάτου, εξισορροπώντας τη φιλοσοφική αυτή διάσταση με στοιχεία ενός οικογενειακού δράματος, σταδιακά οδηγούνται σε μια κατάχρηση των horror στοιχείων, καταλήγοντας σε ένα υπερβολικό φινάλε με τους ήρωες να φτάνουν στα όρια της καρικατούρας.
Η επαφή (The approach)
Σκηνοθεσία: Τώνης Λυκουρέση
Παίζουν: Νένα Μεντή, Άκης Σακελλαρίου, Χρήστος Λούλης, Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Βασίλης Κουκαλάνι, Γιώργος Χριστοδούλου, Δομνίκη Μητροπούλου, Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος, Ναταλία Σουίφτ
Καλοκαίρι στη σύγχρονη Αθήνα. Με αφορμή την αιφνίδια διακοπή ρεύματος, πέντε διαφορετικά ζευγάρια καθημερινών ανθρώπων εγκλωβίζονται σε πέντε ακινητοποιημένους θαλάμους ασανσέρ. Η αναγκαστική συνύπαρξη του ενός με τον άλλον βγάζει στην επιφάνεια εσωτερικές φοβίες κι αληθινά συναισθήματα, καλά κρυμμένα έως τότε.
Μία δεκαετία σχεδόν μετά από τους «Σκλάβους στα δεσμά τους», ο Τώνης Λυκουρέσης επιστρέφει στη μυθοπλασία με μια σπονδυλωτή ταινία κι ένα καστ καταξιωμένων ηθοποιών.
Μια ηλικιωμένη γυναίκα που θέλει να δει το Βόρειο Σέλλας, ένα νεαρό ζευγάρι, δυο ακτιβιστές, ένας τραυματιοφορέας με ένα πτώμα και δυο μετανάστες, βρίσκονται εγκλωβισμένοι μέσα σε διαφορετικά ασανσέρ, μια μέρα που το ρεύμα πέφτει σε όλη την πόλη. Τα ελάχιστα τετραγωνικά και η ασφυκτική πίεση του χρόνου πυροδοτούν μια σειρά από συγκρούσεις αποκαλύπτοντας τη βαθύτερη αλήθεια τους.
Ο Τώνης Λυκουρέσης αυτή τη φορά εγκαταλείπει το ιστορικό δράμα και μας μεταφέρει στη σύγχρονη Αθήνα, διαλέγοντας προσεκτικά διαφορετικούς χαρακτήρες που αν και οι ιστορίες τους δεν συνδέονται μεταξύ τους, συνθέτουν το πορτρέτο μιας κοινωνίας σε κρίση.
Η ιδέα του εγκλωβισμού στο ασανσέρ αν και δεν είναι πρωτότυπη εδώ αποδεικνύεται λειτουργική, καθώς αυτή η συνθήκη βοηθάει τον σκηνοθέτη να αναδείξει μικρές στιγμές της καθημερινότητας, αποδίδοντάς τους μια ιδιαίτερη σημασία. Από τη συγκινητική ιστορία του τραυματιοφορέα που εξοικειωμένος με τον θάνατο συνειδητοποιεί ότι όλα αυτά τα νεκρά σώματα που μεταφέρει κουβαλούν μια ολόκληρη ζωή, μέχρι την ηλικιωμένη μητέρα που παρά τη βίαιη αντίδραση της κόρης της έχει αποφασίσει να ξοδέψει όλες τις οικονομίες της για ένα ταξίδι ζωής, μέχρι την πιο πολιτική ιστορία των δυο μεταναστών που παλεύουν για ένα καλύτερο αύριο, ή τους μοντέρνους ακτιβιστές, και τους νεαρούς ερωτευμένους που θέλουν να ανέβουν στον Λυκαβηττό, ο Λυκουρέσης οδηγεί με προσοχή τα πρόσωπά του σε κορυφώσεις κι εντάσεις, που υποστηρίζουν με ενέργεια οι ηθοποιοί του.
Ίσως σε κάποια σημεία -ιδίως στην ιστορία των ακτιβιστών- το σενάριο χρειαζόταν μια μικρή ενίσχυση, παρόλα αυτά η «Επαφή» παραμένει μια ενδιαφέρουσα προσπάθεια, που απεικονίζει με ευαισθησία, χωρίς μιζέρια και αυτολύπηση, το δικό μας σήμερα.
Shazam!
Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Φ. Σάντμπεργκ
Παίζουν: Ζάκαρι Λίβαϊ, Μαρκ Στρονγκ, Άσερ Έιντζελ, Τζακ Ντίλαν Γκρέιζερ, Ντζιμόν Χουνσού, Λοβίνα Γιάβαρι, Μισέλ Μπορθ, Άνταμ Μπρόντι, Μάρτα Μίλανς
Ο Μπίλι Μπάτσον, χάρη στην ευγενική «χορηγία» ενός αρχαίου μάγου, κάθε φορά που φωνάζει τη λέξη «Shazam!» μεταμορφώνεται από δεκατετράχρονο έφηβο στον ενήλικα ομώνυμο υπερήρωα. Ωστόσο, παρά το θεόρατο και γεροδεμένο σώμα του, παραμένει μέσα του ένα παιδί που, όπως είναι φυσικό, διασκεδάζει με την ενήλικη έκδοση του εαυτού του, κάνοντας ό,τι θα έκανε κάθε έφηβος που θα αποκτούσε υπερδυνάμεις: κάνει την πλάκα του! Με τη βοήθεια του ειδήμονα σε υπερηρωικά ζητήματα φίλου του Φρέντι, ο Shazam δοκιμάζει τα όρια των ικανοτήτων του με την ανεμελιά του παιδιού που κρύβει μέσα του, αλλά θα χρειαστεί να μάθει να ελέγχει τις ικανότητές του για να κατατροπώσει τις φονικές δυνάμεις του κακού που βρίσκονται υπό τον απόλυτο έλεγχο του Δρ. Σιβάνα, ο οποίος έχει βάλει στο μάτι τον Shazam.
Μετά την εμπορική επιτυχία του «Aquaman», η DC μας συστήνει έναν έφηβο υπερήρωα που ακούει στο όνομα Shazam, γνωστό ήδη από τη δεκαετία του ‘40.
Ο Μπιλ Μπάτσον είναι ένας δεκατετράχρονος ορφανός έφηβος που μεγαλώνει σε μια θετή οικογένεια μαζί με πολλά αδέρφια διαφορετικών εθνικοτήτων και φυλών. Ο ίδιος είναι ένα φοβισμένο πλην όμως καλόψυχο παιδί, που γίνεται ο εκλεκτός ενός μάγου, ο οποίος του χαρίζει τρομερές υπερδυνάμεις, αρκεί να φωνάζει το όνομα Shazam – ακρωνύμιο των Σολομώντα, Ηρακλή, Άτλαντα, Δία, Αχιλλέα και Ερμή (Solomon, Hercules, Atlas, Zeus, Achilles, Mercury). Τότε ο Μπίλι μεταμορφώνεται σε έναν ενήλικα υπερήρωα που μπορεί να κάνει τα πάντα, ενώ μέσα του παραμένει πάντα παιδί.
Με τη βοήθεια του θετού του αδερφού και γνώστη των ταινιών με υπερήρωες, ο Shazam ανακαλύπτει τις δυνατότητές του και ως έφηβος ενθουσιάζεται. Έτσι περνάει τον καιρό του δοκιμάζοντας τα « μαγικά » του, βγάζοντας selfies και φιγουράροντας στις ειδήσεις. Όταν όμως ο σατανικός Δρ. Σιβάνα απειλήσει την οικογένειά του, τότε ο Shazam θα αναλάβει δράση.
Οι περιπέτειες του Shazam, του πρώτου έφηβου υπερήρωα, λειτουργούν περισσότερο ως μια ξεκαρδιστική buddy movie , παρά ως ταινία δράσης, ενώ δεν λείπουν και οι πιο τρυφερές στιγμές, όπως για παράδειγμα οι σκηνές με τη θετή οικογένεια του Μπιλ
Κυρίως όμως ο Shazam θέλει να είναι μια ταινία ενηλικίωσης όπου ένα μικρό παιδί αναγνωρίζει τον πραγματικό εαυτό του και καλείται να αναλάβει τις ευθύνες του απέναντι στον κόσμο που τον περιβάλλει, αλλά και να φανεί χρήσιμος στους δικούς του και στην κοινωνία.
Ο Ντέιβιντ Φ. Σάντμπεργκ («Lights Out» και «Annabelle: Creation») με ποπ αναφορές στις δεκαετίες του 80 και ΄90, ανάλαφρη διάθεση και χιούμορ επενδύει κυρίως στο κωμικό στοιχείο της ταινίας- το κομμάτι του action, ιδίως οι σκηνές με τα εφτά θανάσιμα αμαρτήματα που συνδράμουν τον δόκτορα Σιβάνα παραείναι απλοϊκές, όπως άλλωστε και η υπόλοιπη πλοκή- και φτιάχνει μια διασκεδαστική περιπέτεια για το νεανικό κοινό, χωρίς όμως να μπορεί να ενσωματώσει σε αυτήν τη μυθολογία των υπερηρωικών ταινιών.
The Waiter
Σενάριο / Σκηνοθεσία / Παραγωγή: Στηβ Κρικρής
Παίζουν: Άρης Σερβετάλης, Γιάννης Στάνκογλου, Chiara Gensini, Αλέξανδρος Μαυρόπουλος, Mαρία Καλλιμάνη, Αντώνης Μυριαγκός, Γιώργος Γλάστρας, Ελεάνα Φινοκαλιώτη
Μια ιστορία μυστηρίου βασισμένη σε αληθινά γεγονότα, που εξερευνά την ιδέα του «πώς και αν» ο άνθρωπος είναι διατεθειμένος να αλλάξει τον τρόπο ζωής του, θυσιάζοντας την ασφάλεια της συνήθειας, όταν έρχεται αντιμέτωπος με ακραία γεγονότα που σχετίζονται με μια δολοφονία και ένα εγκεφαλικό έρωτα.
Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Ελληνοαμερικανού Στηβ Κρικρή, που έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο 59o Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Θεσσαλονίκης, αποσπώντας δυο βραβεία από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου (του πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη καθώς και αυτό για τα καλύτερα Locations).
Ο Ρένος είναι ένας επαγγελματίας σερβιτόρος που κάνει μια απλή και ήσυχη ζωή, μοναχικός και σχολαστικός παρατηρητής με ιδιαίτερη αδυναμία στα φυτά. Η ζωή του όμως θα διαταραχθεί όταν θα βρεθεί αντιμέτωπος με την εξαφάνιση του γείτονά του, Μίλαν. Δύο σκοτεινοί χαρακτήρες, ο «Ξανθός» και η Τζίνα, μπλεγμένοι με τον Μίλαν, θα παρασύρουν τον Ρένο σε μια σειρά ακραίων γεγονότων. Αυτός με τη σειρά του, αμφισβητώντας την ιερή καθημερινή του ρουτίνα, θα δοκιμάσει την ικανότητά του και την προθυμία του να αλλάξει τη ζωή του.
Εμπνευσμένο από αληθινά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στη Νέα Υόρκη στα τέλη της δεκαετίας του ’80, και τοποθετημένο στην Αθήνα του σήμερα, το «TheWaite» είναι μία σπουδή πάνω στην ανθρώπινη φύση. Ένα υπαρξιακό neo noir και μία ιστορία δολοφονίας δοσμένη μέσα από τα μάτια του (εκ)κεντρικού χαρακτήρα, του Ρένου, που θα μπορούσε να είναι ένας (αντι)ήρωας του Αλπέρτ Καμύ.
Τα δάκρυα του βουνού
Σκηνοθεσία / σενάριο: Στέλιος Χαραλαμπόπουλος
Παίζουν: Νίκος Γεωργόπουλος, Σπύρος Ζαμπέλης, Αργύρης Κόγκας, Σπύρος Φωτίου, Γιάννης Ζαφειρόπουλος, Πάνος Κοψιδάς
Ένα μπουλούκι μαστόρων πέτρας περιπλανιέται όπου υπάρχει δουλειά, χτίζοντας σπίτια, γεφύρια, σχολεία, εκκλησίες. Τους ίδιους, αν και ορεσίβιοι, ο τόπος τους φτωχός, τους οδηγεί να ξενιτευτούν για να ζήσουν. Όχι πολύ μακριά τους, μαίνεται ο πόλεμος. Εξαιτίας του είναι αποκομμένοι απ’ τα χωριά τους σχεδόν δέκα χρόνια. Η προσπάθεια του πρωτομάστορα Μάρκου και των τεχνιτών να επιστρέψουν σπίτι τους εξελίσσεται σε μια σκληρή και εξοντωτική Οδύσσεια.
Ο Στέλιος Χαραλαμπόπουλος («Ημερολόγια Καταστρώματος – Γιώργος Σεφέρης», «Ι. Μόραλης», «Τη νύχτα που ο Φερνάντο Πεσόα συνάντησε τον Κωνσταντίνο Καβάφη», «Υπογραφή», «Γρηγόρης Λαμπράκης: Μαραθώνιος μιας ημιτελούς άνοιξης», «Της πατρίδας μου η σημαία…») μεταγράφει μέσα από μια ιστορία της νεώτερης Ελλάδας ελεύθερα την «Οδύσσεια».
Μια συντροφιά μαστόρων πέτρας, αποκομμένη από τα χωριά της εξαιτίας ενός πολέμου, περιπλανιέται αναζητώντας δουλειά. Υλικά τους οι πέτρες, τα δάκρυα του βουνού, όπως τα λένε. Οι μάστορες, ολιγαρκείς, λιγόλογοι, σκληροί, όπως και το σκληρό υλικό που δουλεύουν, προσπαθούν να επιβιώσουν εν μέσω ενός καταστροφικού πολέμου και αλλαγών που αδυνατούν να καταλάβουν, για να καταλήξουν τελικά υποχείρια της Ιστορίας. Μόνον ο Μάρκος, σημαδεμένος από την πληγή μιας απώλειας συνεπάγεται θα πορευτεί ως το τέλος, όχι του ταξιδιού, αλλά μιας πορείας αυτογνωσίας με γνώμονα το καλό.
Πηγή