Αυτή  την εβδομάδα η βιογραφία του πιο αγαπημένου κινηματογραφικού διδύμου όλων των εποχών, του  «Χοντρού και του Λιγνού», που έκανε  εντυπωσιακό άνοιγμα στο λονδρέζικο box office, συναγωνίζεται δύο ταινίες.

Την τραγική ιστορία της Μαρίας Στιούαρτ, αλλά και τη «Γυναίκα σε πόλεμο», που έρχεται να ζεστάνει την καρδιά μας από την παγωμένη Ισλανδία.

Χοντρός και Λιγνός (Stan & Ollie)

Σκηνοθεσία: Τζον Σ. Μπέιρντ
Παίζουν: Τζον Σ. Ράιλι, Στιβ Κούγκαν, Σίρλεϊ Χέντερσον, Νίνα Αριάντα, Ντάνι
 

Με τη χρυσή εποχή τους ως  «βασιλιάδες της κωμωδίας» στο Χόλιγουντ να ανήκει στο παρελθόν, οι εμβληματικοί Σταν και Όλι περιοδεύουν στη Μεγάλη Βρετανία σε μία απεγνωσμένη απόπειρα να δώσουν νέα πνοή στην καριέρα τους. Μετά από μία συγκρατημένη αρχή,  η κωμική τους  δύναμη συγκεντρώνει ορδές θαυμαστών, καινούριων και παλιών, που γοητεύονται από τις ξεκαρδιστικές ερμηνείες των δύο θρύλων. Όμως, καθώς η περιοδεία πλησιάζει στο μεγάλο φινάλε, το δίδυμο αντιμετωπίζει απειλητικά φαντάσματα του κοινού παρελθόντος τους. Οι δύο άντρες, που νιώθουν ότι το κύκνειο άσμα πλησιάζει, έχουν την ευκαιρία να ανακαλύψουν ξανά  αγαπούν ο ένας για τον άλλον.

Ο Τζον Σ. Ράιλι («Chicago») και ο Στιβ Κούγκαν («Philomena») μεταμορφώνονται αριστοτεχνικά στο εμβληματικό κωμικό δίδυμο,  που έγραψε ιστορία από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 μέχρι τα τέλη του 1940.

Ο Σταν Λόρελ και ο Όλιβερ Χάρντι είναι ίσως από τους ελάχιστους κωμικούς  του βωβού κινηματογράφου, που   κατάφεραν  όχι μόνο να επιβιώσουν αλλά και να θριαμβεύσουν  και στον ομιλούντα,  προσθέτοντας στα κωμικά τους γκανγκ , λογοπαίγνια και  ξεκαρδιστικές ατάκες.   Σε αυτή τη γλυκόπικρη βιογραφία του « Χοντρού και του Λιγνού», όπως  έμειναν στη συνείδηση του κοινού,  ο  Τζον Σ. Μπέιρντ («Filth»)  και ο σεναριογράφος Τζεφ Πόουπ («Philomena»),  επιλέγουν να ασχοληθούν με την τελευταία τους περίοδο, όταν πια έχουν χάσει τη παλιά τους αίγλη, ενώ η συνεργασία τους έχει περάσει μια δύσκολη   καμπή με τον Χάρντι να επιχειρεί   μόνος μια ταινία χωρίς τον  Σταν.
Ελπίζοντας ότι θα καταφέρουν να επιστρέψουν δυναμικά στη μεγάλη οθόνη, ενώνουν τις δυνάμεις τους  και ξεκινούν μια περιοδεία στη Μεγάλη Βρετανία  κάτω από δύσκολες  συνθήκες. Στην αρχή η προσέλευση του κόσμου είναι   μικρή, σταδιακά όμως το   αχτύπητο δίδυμο,   υπακούοντας τελικά στους νόμους της διαφήμισης,  γεμίζει ασφυκτικά τα θέατρα. Όμως ο παραγωγός   της επικείμενης ταινίας δεν εμφανίζεται, ενώ το παρελθόν επιστρέφει, δοκιμάζοντας τη σχέση τους.

Περισσότερο ως ένα αφιέρωμα στα τελευταία τους χρόνια,  αντιμετωπίζει  ο Μπέιρντ αυτή την συμπαθητική πλην όμως   άνευρη ταινία για δυο ανθρώπους που ήθελαν   να κάνουν τους άλλους να γελούν. Με σεβασμό και νοσταλγική διάθεση, δανείζεται την αισθητική αλλά και πολλά γνωστά αστεία του διδύμου,  μεταφέροντάς τα στην καθημερινή τους ζωή, προσπαθώντας να φωτίσει το ανθρώπινό  πρόσωπό τους,  αλλά και το πόσο ο «Χοντρός και ο Λιγνός» , οι χαρακτήρες που έφτιαξαν,  υπήρξαν αναπόσπαστο κομμάτι της προσωπικότητάς τους .
Τελικά όμως  δεν καταφέρνει να κάνει την υπέρβαση και  παρά  τις χαριτωμένες στιγμές και κυρίως τις εκπληκτικές ερμηνείες του Κούγκαν και του Ράιλι, οι οποίοι όχι μόνο μοιάζουν τρομερά με τον Σταν και τον Χάρντι, αλλά και δεξιοτεχνικά υιοθετούν το υποκριτικό τους στυλ, ο Μπέιρντ φαίνεται πως δυσκολεύεται να ξεπεράσει τα πλαίσια μιας συμβατικής βιογραφίας, που όμως έρχεται να μας θυμίσει  την αγνότητα και την αθωότητά μιας άλλης εποχής.

Μαίρη, η βασίλισσα  της Σκοτίας (Mary, Queen of Scots)

Σκηνοθεσία Τζόσι Ρουρκ
Παίζουν: Σίρσα Ρόναν, Μάργκοτ Ρόμπι, Τζακ Λόουντεν, Τζο Άλγουιν, Γκάι Πιρς

H νεαρή Μαίρη, στην ηλικία των δεκαπέντε  ετών, παντρεύτηκε για να κληρονομήσει τον θρόνο της καθολικής Γαλλίας. Στα δεκαοχτώ  της όμως έμεινε χήρα και αψήφησε τις πιέσεις να ξαναπαντρευτεί. Αντ’ αυτού, επέστρεψε στην πατρίδα  της, τη  Σκοτία , για να διεκδικήσει τον θρόνο που της ανήκε δικαιωματικά. Στο μεταξύ, η Σκοτία και η Αγγλία βρίσκονται κάτω από την εξουσία της επιβλητικής Ελισάβετ Ι. Οι προτεστάντες έχουν ξανά τον έλεγχο και ο ετεροθαλής αδελφός της Μαίρη κινεί τα νήματα ερήμην της. Οι δυνάμεις εξουσίας στη  χώρα  θεωρούν ότι μια γυναίκα στον θρόνο είναι μια πράξη ενάντια στη φύση και στο θέλημα του Θεού.

Η πρωτοπόρος θεατρική σκηνοθέτης Τζόσι Ρουρκ, στο  κινηματογραφικό  της ντεμπούτο  εξερευνά την ταραχώδη ζωή της  Μαίρη Στιούαρτ . εμπνευσμένη από το  βιβλίο  «Queen of Scots: The True Life of Mary Stuart» του Τζον Γκάι.

Η  Μαρία Στιούαρτ,  η νόμιμη   διάδοχος του  στέμματος, σε  νεαρή ηλικία βρίσκεται στο θρόνο, έχοντας να αντιμετωπίσει  τις πιέσεις των προτεσταντών αλλά και της  ξαδέρφη της, της   τρομερής  Ελισάβετ της Αγγλίας, .
Έχοντας μείνει  χήρα από τον πρώτο της άντρα,   η Μαίρη επιστρέφει στην πατρίδα της από τη Γαλλία, όπου η αυλή της την πιέζει να αποδεχτεί την πρόταση της Ελισάβετ και να παντρευτεί τον προστατευόμενο και εραστή της. Όμως  εκείνη,   ακολουθώντας την καρδιά της    επιλέγει   τον Λόρδο Ντάρνλεϊ,  που στο μέλλον έμελλε να  αποδειχτεί όχι  μόνο άπιστος αλλά και προδότης.  Τελικά όμως η νεαρή βασίλισσα  καταλαβαίνει την προδοσία που εξυφαίνεται , ενώ ταυτόχρονα πρέπει να αντιμετωπίζει συνεχώς την αμφισβήτηση  της αξίας    της επειδή  είναι γυναίκα . Την ίδια όμως μοίρα  με  έναν τρόπο   έχει και η αντίζηλος της  Ελισάβετ.      Παρά τα κοινά   που δένουν αυτές τις δυο γυναίκες, η πολιτική και τα παιχνίδια  εξουσίας τις φέρνουν στο αντίπαλο στρατόπεδο,  με την Μαίρη  να πληρώνει ακριβά το τίμημα.

Έχοντας του ίδιους παραγωγούς με τις ταινίες «Ελισάβετ» (1998)  και «Ελίζαμπεθ – Η χρυσή εποχή»,  όπου πρωταγωνιστούσε  η Κέιτ Μπλάνσετ, η Ρουρκ βλέπει την ιστορία από  την αντίθετη πλευρά,   αυτή της Μαίρη Στιούαρτ. Με μια διάθεση   δικαίωσης της      τραγικής βασίλισσας,  που  εδώ δεν παρουσιάζεται τόσο επιπόλαιη κι έρμαιο των ερωτικών της  επιθυμιών,- μάλλον το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει, αφού η Στιούαρτ  της ταινίας  στην ουσία  ελάχιστα έζησε τον έρωτα-  η σκηνοθέτης  εστιάζει στη θέση των γυναικών και το πώς οι παραδοσιακές συμβάσεις και προκαταλήψεις καταστρέφουν τη ζωή των ανθρώπων.  Ενδυματολογικά και σκηνογραφικά  η Ρουρκ   κρατάει το πνεύμα της εποχής, και με μια   εύρυθμη αφήγηση φροντίζει   να απαλύνει  τη βία   και τον σκοταδισμό της περιόδου, προσδίδοντας στην ιστορία   μια  πιο ρομαντική διάθεση,.  Αν και  θα μπορούσε να επιμείνει περισσότερο στο  σκοτεινό κομμάτι της ιστορίας και στη γενικότερη  πολιτική κατάσταση, η   Ρουρκ   εστιάζει σε μια πιο φεμινιστική  προσέγγιση   που κορυφώνεται στη σεκάνς της συνάντησης των δυο βασιλισσών. Εκεί  με επιδεξιότητα κινεί τις ηρωίδες πίσω από πέπλα, κάνοντας ένα σαφές σχόλιο για τον ρόλο της γυναίκας,  που υποχρεούται   να δρα πίσω από το παραπέτασμα, αν θέλει να επιβιώσει.

Η Σίρσα Ρόναν, που  τη γνωρίσαμε από τον ρόλο της στο  «Ladybird»  κινείται σε μια συμβατική προσέγγιση της Στιούαρτ, στερώντας της όμως την εκπληκτική της γοητεία για την οποία τη φθονούσε τόσο η ξαδέρφη της, ενώ  η Μάργκοτ Ρόμπι  («Εγώ, η Τόνια»), με μια εντυπωσιακή μεταμόρφωση, αν και  εδώ η Ελισάβετ είναι σε δεύτερη μοίρα, δίνει μια εύθραυστη ερμηνεία.

Γυναίκα σε πόλεμο (Kona fer í stríð/ Woman at War)
Σκηνοθεσία: Μπένεντικτ Έρλινγκσον
Πρωταγωνιστεί η  Χαλντόρα Γκεϊρχασντότιρ

 
Στο Ρέικιαβικ, η πενηντάχρονη Χάλα ζει μια διπλή ζωή: ο κόσμος την γνωρίζει ως μια διευθύντρια χορωδίας, ενώ ταυτόχρονα εκείνη είναι μια παθιασμένη ακτιβίστρια που έχει κηρύξει πόλεμο ενάντια στην τοπική βιομηχανία αλουμινίου,  προκειμένου να διασώσει τη φύση της χώρας της και κατ’ επέκταση τους συνανθρώπους της. Ξεκινώντας από μικρούς βανδαλισμούς, καταφέρνει να προκαλέσει ένα βιομηχανικό σαμποτάζ, τόσο μεγάλο, που προκαλεί προβλήματα στα επιχειρηματικά σχέδια της ισλανδικής κυβέρνησης. Και ενώ   η Χάλα  σχεδιάζει την πιο παράτολμη ακτιβιστική της ενέργεια, λαμβάνει ένα απρόσμενο γράμμα που ανατρέπει όλα όσα είχε προγραμματίσει, καθώς θα κληθεί να πάρει τη σημαντικότερη απόφαση της  ζωής της.

Η πολυβραβευμένη σε διεθνή φεστιβάλ, ταινία του Μπένεντικτ Έρλιγκστον, που απέσπασε και το κινηματογραφικό βραβείο LUX για το 2018, έρχεται από την παγωμένη Ισλανδία για να μας ζεστάνει την καρδιά.
Η Χάλα μια μεσήλικη δασκάλα  έχει ένα μεγάλο μυστικό,  που δεν γνωρίζει κανείς:   κάτω από το  αστικό της προσωπείο, κρύβει μια  θαρραλέα  οικολόγο ακτιβίστρια που  σαν ένας  σύχρονος  Robin hood, καταστρέφει τους πυλώνες μιας  βιομηχανίας αλουμινίου που απειλεί  το περιβάλλον.  Κι ενώ   ετοιμάζεται για τη  μεγαλύτερη και πιο τολμηρή της επιχείρηση, η   δίδυμη αδερφή της την ενημερώνει ότι  έχει  γίνει δεκτή σε ένα άσραμ  στην  Ινδία, ενώ  παράλληλα μαθαίνει πως η αίτηση που έχει κάνει για να υιοθετήσει ένα παιδί επιτέλους εγκρίθηκε. Οπότε η Χάλα πρέπει να αποφασίσει αν θα κάνει το μεγάλο βήμα προς τη μητρότητα, ή θα  φέρει εις πέρας το  σχέδιό της.

Ένα μείζον  πολιτικό θέμα, χρησιμοποιεί ο έμπειρος θεατρικός σκηνοθέτης Μπένεντικτ Έρλινγκσον   δημιουργώντας  ένα ιδιαίτερο πολιτικό παραμύθι,  με ήρωες και δράκους, εξισορροπώντας θαυμάσια  το χιούμορ με τα δραματικά στοιχεία.  Σε αυτή τη διαδρομή, η Χάλα θα  συναντήσει   ανθρώπους που τη στηρίζουν και τη βοηθούν,    ενώ  σε κάθε της   βήμα την ακολουθεί μια μπάντα από μουσικούς, που   με έναν  τρόπο συμβολίζει τον εσωτερικό της κόσμο , αλλά και την ιδεολογία της. Άλλοτε ερμηνεύοντας ορχηστρικά  κομμάτια κι άλλοτε  τραγουδώντας παραδοσιακά  τραγούδια,   το σουρεαλιστικό αυτό  στοιχείο,  πέραν του ότι χαρίζει σε μια καθαρά ρεαλιστική ταινία μια  ενδιαφέρουσα εικαστικότητα, αποκαλύπτει ότι η Χάλα είναι μια αγωνίστρια, μια γυναίκα που αγαπά την χώρα της, και τους συνανθρώπους της,   μια  δυνάμει μητέρα που φροντίζει και   παλεύει για το καλό όλων των παιδιών αυτού του κόσμου.

Ο Έρλινγκσον  είναι ένας σοβαρός εκπρόσωπος του ισλανδικού σινεμά, που   αποδεικνύει ότι μια πολιτική ταινία δεν χρειάζεται να κραυγάζει και να   κουνάει το δάχτυλο, αλλά να εφορμάται από  την πίστη σε μια ιδέα, όπως αυτή της Χάλα. Η υπέροχη Χαλντόρα Γκεϊρχασντότιρ ερμηνεύει με μπρίο και ζωντάνια μια γυναίκα που εύκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί  σκληροπυρηνική,  και με κάθε της κύτταρο φωνάζει ότι οι  αληθινοί ήρωες είναι   αισιόδοξοι και ιδεαλιστές.


Εγώ, η Όλγα (Já, Olga Hepnarová/  Εγώ, η Όλγα)
Σκηνοθεσία:  Πετρ Κάζντα, Τόμας Βάινρεμπ
Παίζουν: Μιχαλίνα Ολσζάνσκα, Όντρεϊ Μάλι, Μάρτα Μάζουρεκ

Η αληθινή ιστορία της Όλγκα Χεπνάροβα,  που το 1973 διέπραξε  μαζική δολοφονία αθώων ανθρώπων στην Τσεχία, οδηγώντας ένα λεωφορείο. Η ιδιάζουσα περίπτωση της Όλγκα Χεπνάροβα, που ως θύμα  κακοποίησης επέλεξε τον δρόμο της εκδίκησης, εμπνέει τους Τσέχους δημιουργούς Πετρ Κάζντα και Τόμας Βάινρεμπ.

Μεγαλωμένη στην κομμουνιστική Πράγα του ’50 και του ’60,  η Όλγκα  είναι  ένα δειλό και προβληματικό παιδί , που έπεφτε συχνά θύμα εκφοβισμού από τους συμμαθητές της.   Ούτε όμως μέσα στην αυστηρή της οικογένεια , η νεαρή κοπέλα βρίσκει  την αγάπη που ζητάει κι έτσι σταδιακά  απομονώνεται και παρουσιάζει αντικοινωνική συμπεριφορά: δεν μπορεί να στεριώσει σε καμία δουλειά,της είναι δύσκολο να συνάψει  οποιαδήποτε σχέση κι επαφή, κι έτσι βιώνοντας την απόρριψη σχεδιάζει να εκδικηθεί την κοινωνία.
Το  καλοκαίρι του 1973  τη βρίσκει να εργάζεται ως οδηγός λεωφορείου, που αποφασίζει, όπως δηλώνει στο  τελευταίο  της γράμμα, να το ρίξει πάνω σε αθώους περαστικούς για να τιμωρήσει όσους την καταδίκασαν  να ζει μέσα στο μίσος.  Η  Χεπνάροβα ζήτησε τηνθανατική της καταδίκη και ήταν η τελευταία  γυναίκα που  Οι δυο σκηνοθέτεw  γοητευμένοι από την   προσωπικότητα της Όλγκα,  επιλέγουν  ασπρόμαυρα πλάνα για να αφηγηθούν την ιστορία της, προσπαθώντας στην ουσία να φωτίσουν τις αληθινές αιτίες  και τα κίνητρα της πράξης της, αλλά και να καταδείξουν τη  σκληρότητα  που βίωσε αυτή η τραγική   κοπέλα.
Ίσως γι’ αυτό  μάλιστα την πιο βίαιη  σκηνή της ταινίας, όταν δηλαδή η Όλγκα προβαίνει  στην αποτρόπαια πράξη της, την κινηματογραφούν χωρίς εντάσεις, σχεδόν άηχα, υπογραμμίζοντας τη μοναξιά της. Την ίδια όμως λογική ακολουθούν  στο μεγαλύτερο μέρος, πράγμα που  αποκαλύπτει μεν τον εσωτερικό της κόσμο,  όμως τα  ακίνητα  πλάνα τους  περισσότερο δημιουργούν μια μελαγχολική ατμόσφαιρα,  παρά αποκαλύπτουν  τη γενεσιουργό αιτία του μίσους της. Επίσης η εμμονή τους στη σεξουαλική της  ζωή,    γίνεται   μερικές φορές ηδονοβλεπτική, αποπροσανατολίζοντας  τον θεατή από τον βασικό τους σκηνοθετικό άξονα.
Η νεαρή Μιχαλίνα Ολσζάνσκα, που θυμίζει αρκετά την Άννα Καρίνα, με  έντονο βλέμμα  κι εσωτερικότητα  ερμηνεύει την Χεπνάροβα,  αν και  μερικές φορές η στυλιζαρισμένη σωματικότητα που έχει επιλέξει  μοιάζει   κάπως αφύσικη.

Πιστό Αντίγραφο (Replicas)
Σκηνοθεσία: Τζέφρι Ναχμάνοφ
Παίζουν: Κιάνου Ριβς, Αλις Ιβ, Τζον Ορτίζ

 
Ένας νευροεπιστήμονας χάνει ξαφνικά την οικογένειά του σε ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Αποφασίζει να κάνει τα πάντα για να τους φέρει πίσω,  ακόμα και αν αυτό σημαίνει ότι πρέπει  να παραβιάσει ένα υπερσύγχρονο κυβερνητικό εργαστήριο ερευνών, να έρθει αντιμέτωπος με την αστυνομία, αλλά και με τους νόμους της φυσικής επιστήμης.

O Κιάνου Ριβς υποδύεται έναν ευαίσθητο   νευροεπιστήμονα που προσπαθεί να  κλωνοποιήσει την  οικογένειά του σε ένα θρίλερ  επιστημονικής φαντασίας, που  οι καλές του ιδέες τελειώνουν στο πρώτο μισάωρο.
O Γούιλιαμ Φόστερ εργάζεται σε μια  σκοτεινή εταιρεία,  η οποία όμως χρηματοδοτεί μια   μεγάλη έρευνά του, που έχει να κάνει με το πώς μπορεί να επαναφέρει νεκρούς στη ζωή.  Όταν λοιπόν χάνει την οικογένειά του σε  δυστύχημα , συντετριμμένος από τον πόνο, ο Γουίλιαμ αποφασίζει να χρησιμοποιήσει τους πόρους  του εργοδότη του και να ξαναφέρει κοντά του  τους αγαπημένους του.  Όμως πρέπει να επιλέξει ποιον θα αφήσει  πίσω.
Ο Τζέφρι Ναχμάνοφ βάζει στο μπλέντερ ηθικά  διλλήματα περί κλωνοποίησης, που εδώ αντιμετωπίζονται  με απλοϊκό τρόπο,  δηλώνοντας εν πολλοίς ότι άμα θέλει κάποιος το καλό όλα επιτρέπονται, scifi  στοιχεία  και ρομπότ με ανθρώπινη συνείδηση, αλλά και κακοσχεδιασμενές σκηνές δράσης, προσπαθώντας να αξιοποιήσει  ένα σενάριο, που  όσο προχωράει η ώρα  μπερδεύεται ολοένα και περισσότερο,  χωρίς όμως να καταλήγει πουθενά.  
Με ανύπαρκτους χαρακτήρες, οι ηθοποιοί  δεν  καταφέρνουν  να χτίσουν ενδιαφέροντες ρόλους- ούτως η άλλως ο Κιάνου Ριβς ακόμα κι όταν έχει ένα δυνατό  σενάριο στα χέρια του αδυνατεί  ξεφύγει από τον  εαυτό του- , κι έτσι εγκλωβίζονται σε σοβαροφανείς διαλόγους και σε Μέσα σε αυτό τον κυκεώνα, ο Ναχμάνοφ  αδυνατεί να βρει ένα ξεκάθαρο στίγμα για την ταινία του και περιορίζεται σε κλισέ και   γραφικότητες,  αντιγράφοντας μεν,  αλλά όχι και τόσο πιστά,    
διάφορες ταινίες, προκειμένου να  γεμίσει τον χρόνο.

Το Νησί της Αποπλάνησης (Serenity)
Σκηνοθεσία:  Στίβεν Νάιτ
Παίζουν: Μάθιου ΜακΚόναχεϊ, Αν Χάθαγουεϊ, Ντάιαν Λέιν

Ένας καπετάνιος αλιευτικού, που έχει αποσυρθεί σε ένα μικρό νησί της Καραϊβικής,  θα έρθει αντιμέτωπος με το σκοτεινό παρελθόν του  και  θα εγκλωβιστεί  σε μια νέα πραγματικότητα που δεν είναι αυτό που δείχνει.

Ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης Στίβεν Νάιτ («Επικίνδυνες Υποσχέσεις», «Peaky Blinders») σκηνοθετεί τους Μάθιου ΜακΚόναχεϊ και Αν Χάθαγουεϊ σε ένα  νεο-νουάρ θρίλερ γεμάτο ανατροπές.
Ένας  άνδρας αφήνει πίσω του το σκοτεινό παρελθόν του και  ξεκινάει μια νέα ζωή ως καπετάνιος ψαράδικου αναψυχής σε κάποιο  μαγευτικό νησί της Καραϊβικής. Τα πάντα όμως ανατρέπονται, όταν η πρώην γυναίκα του επιστρέφει  και του προτείνει να δολοφονήσει τον νέο, βαθύπλουτο κι αυταρχικό σύζυγό της.

Η ιδέα για την ταινία γεννήθηκε  μια μέρα που ο Νάιτ ψάρευε και  άρχισε  να παρατηρεί  τον καπετάνιο του σκάφους. « Ήταν μια πολύ ξεχωριστή φυσιογνωμία. Όλοι οι ψαράδες έχουν εμμονή με κάποιο συγκεκριμένο ψάρι που θέλουν να πιάσουν. Η ιδέα ότι κάποιος είναι τόσο εμμονικός με κάτι,  εμφανίστηκε στο μυαλό μου και ξεκίνησα να εξερευνώ τον χαρακτήρα αυτού του ανθρώπου:  ποιος είναι, πού ήταν, γιατί ήταν εκεί. Από την άλλη, με  ιντριγκάρει πάντα η ιδέα ότι καλοί άνθρωποι κάνουν άσχημα πράγματα για καλό λόγο,  πράγμα που συμβαίνει  και στην ταινία. Με ενδιαφέρει η ιδέα της ελεύθερης βούλησης. Ήθελα να πάρω έναν χαρακτήρα και να τον βάλω σε έναν κόσμο που κάνει τις δικές του επιλογές αλλά  σιγά σιγά αρχίζει να αναρωτιέται αν είναι δικές του οι επιλογές ή αν του επιβάλλονται με κάποιον τρόπο», εξηγεί ο σκηνοθέτης.

Αν και δεν πρόκειται για ένα κλασικό νουάρ θρίλερ,  η ταινία είναι ένας  φόρος τιμής σε κλασικά φιλμ του είδους , αλλά και συγγραφείς όπως ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ και ο  Γκράχαμ Γκριν, ενώ τα γυρίσματά της πραγματοποιήθηκαν στον εξωτικό  Άγιο Μαυρίκιο.


Η Dilili στο  Παρίσι (Dilili à Paris )

Σκηνοθεσία: Μισέλ Οσελό
Με τις φωνές των (στα ελληνικά): Aναστασίας Γουλιάμου, Bαγγέλη Ευαγγέλου, Άννας Κουτσαφτίκη, Φώτη Πετρίδη, Τζίνης Παπαδοπούλου

Τα νέο «χειροποίητο» κινούμενο σχέδιο του Μισέλ Οσελό  με φόντο το μαγικό  Παρίσι. Ένα από τα πλέον μεγάλα ονόματα του ευρωπαϊκού, και όχι μόνο, animation, ο Μισέλ Οσελό( «Ο Κιρικού και η Μάγισσα» και «Αζούρ και Ασμάρ», επιστρέφει με μια ακόμη  χειροποίητη ταινία γεμάτη, ποίηση και φαντασία.

Βρισκόμαστε στην εποχή της Μπελ Επόκ, σε ένα Παρίσι που σφύζει από ζωή και τέχνη. Με τη βοήθεια ενός φίλου της, η μικρή Ντιλιλί αποφασίζει να εξιχνιάσει τις μυστηριώδεις εξαφανίσεις κοριτσιών, που  μαστίζουν τη μεγαλούπολη. Όσο προχωρά την έρευνά της, στον  δρόμο της βρίσκει μία σειρά από απίθανους χαρακτήρες  και επιφανείς φιγούρες της επιστήμης, της κοινωνίας και της τέχνης: συναντά τον Μονέ και τον Προυστ, τον Παστέρ και τον Ντεμπισί, γίνεται φίλη με την Μαρί Κιουρί, επισκέπτεται το γραφείο του Γουστάβου Άιφελ στην κορυφή του πύργου και ο Φερδινάνδος φον Ζέπελιν τής δανείζει το αερόπλοιό του. Ο καθένας από αυτούς τής δίνει στοιχεί, που θα  τη  βοηθήσουν στην αποστολή της.  
Συνδυάζοντας 3D και 2D animation σχέδια με φωτορεαλιστικό φόντο, στην περίπτωση αυτή φωτογραφίες του Παρισιού που τράβηξε ο ίδιος,  ο Οσελό, αφηγείται μια συναρπαστική   περιπέτεια, παντρεύοντας αρμονικά  το παραμύθι με την Ιστορία και πραγματεύεται ένα δύσκολο θέμα, αυτό της καταπίεσης και της βίας, με τον πιο ευαίσθητο τρόπο.
 

Χίτλερ εναντίον Πικάσσο και των Άλλων (Hitler Versus Picasso and the Others)
Σκηνοθεσία: Κλαούντιο Πόλι

 
 

Ογδόντα  χρόνια αφότου ο Χίτλερ κήρυξε τον πόλεμο στην «εκφυλισμένη» τέχνη,  η ταινία αποκαλύπτει έργα τέχνης κρυμμένα  και καταδικασμένα από τους Ναζί,  που έρχονται επιτέλους στο φως και αποκαλύπτουν τη ναζιστική εμμονή για τέχνη.

Έχουν περάσει ογδόντα  χρόνια από τότε που το Ναζιστικό καθεστώς είχε απαγορεύσει οριστικά την επονομαζόμενη «εκφυλισμένη  τέχνη», διοργανώνοντας το 1937 μια μεγάλη έκθεση για τον δημόσιο διασυρμό της. Την ίδια περίοδο, υπό τις διαταγές του Χίτλερ και του Γκέρινγκ, ξεκινούσε η λεηλασία κλασσικών έργων τέχνης, που αργότερα θα καταλάμβαναν τους χώρους ενός μουσείου στο Λιντζ της Αυστρίας, το οποίο ο Χίτλερ φαντασιωνόταν ως ένα καινούργιο Λούβρο (το έργο δεν προχώρησε ποτέ), ή θα κατέληγαν στην κατοικία του Γκέρινγκ  στο Carinhall κοντά στο Βερολίνο. Αντιθέτως, τα έργα της «εκφυλισμένης» τέχνης θα δημοπρατούνταν και τα έσοδα θα κατέληγαν στα κρατικά ταμεία, ώστε να χρησιμοποιηθούν αργότερα για την αγορά των έργων τέχνης,   που  τύγχαναν της έγκρισης του καθεστώτος.  Αυτά τα έργα είτε κατάσχονταν από μουσεία των κατεχόμενων περιοχών, είτε αρπάζονταν από  κατοικίες συλλεκτών, ειδικά Εβραίων. Η λεηλασία συνεχίστηκε μέχρι το τέλος του πολέμου.

Με αφετηρία τη  διοργάνωση τριών νέων εκθέσεων, το 2017, ο Τόνυ Σερβίλο αφηγείται τίι συνέβη στους κλεμμένους θησαυρούς των Ναζί, αλλά και στους ανθρώπους που ενεπλάκησαν στα γεγονότα. Στην ταινία παρουσιάζεται υλικό από ιστορικό αρχείο,  χρησιμοποιώντας  σύγχρονο κινηματογραφικό υλικό και  ξεκινώντας από την περίπτωση Gurlitt και τη μεγαλειώδη συλλογή του.


Πηγή