Αυτή την εβδομάδα, έρχεται το ποιητικό «Roma»  του  Αλφόνσο Κουαρόν που όπως όλα δείχνουν βάζει πλώρη για τα Όσκαρ.

Από κοντά και η Ρόζαμουντ Πάικ που ερμηνεύει την πολεμική ανταποκρίτρια Μαρί Κόλβιν, ο Aquaman βουτάει στα βαθιά και ο  Σταυρός Τσιώλης κλείνει την τριλογία των «Γυναικών» του.

Ρόμα (Roma)
Σκηνοθεσία: Αλφόνσο Κουαρόν
Παίζουν: Γιαλίτζα Απαρίθιο, Μαρίνα ντε Ταβίρα
 

Σ’ ένα μεσοαστικό σπίτι στην περιοχή Ρόμα του Μεξικό, τη νέα δεκαετία του ’70, η ζωή κυλά με τη φούρια της καθημερινότητας. Ο μπαμπάς και η  νοικοκυρά μαμά βιώνουν το χωρισμό τους, αλλά συγκαλυμμένα, μυστικά από τα τέσσερα παιδιά  τους, ενώ όλα περνούν από τα χέρια κι από τα μάτια της Κλέο, της μιας από τις δυο υπηρέτριες του σπιτιού.

Έχοντας  ήδη κερδίσει τον Χρυσό Λέοντα στη Βενετία και τα  βραβεία της Ένωσης Κριτικών της Νέας Υόρκης και του Λος Άντζελες, ο Αλφόνσο Κουαρόν θέτει σοβαρή υποψηφιότητα για την οσκαρική κούρσα, αν και η ταινία του ανήκει στην  πλατφόρμα της Netflix.

Στέλνοντας στην ουσία μια επιστολή αγάπης  στις γυναίκες που τον μεγάλωσαν και  στα παιδικά του χρόνια, ο Μεξικανός δημιουργός  μετά το «Gravity»  δοκιμάζεται σε μια καθημερινή ιστορία δυο γυναικών  εν μέσω μιας ταραγμένης πολιτικής κατάστασης, δίνοντας μια   νέα διάσταση  στον νεορεαλισμό.
Στη συνοικία Ρόμα λοιπόν του Μέξικο Σίτι, τη δεκαετία του ’70 παρακολουθούμε  πώς κυλάει η ζωή σε ένα αστικό σπίτι. Ο πατέρας  γιατρός, η μητέρα δεν εργάζεται  αν κι έχει σπουδάσει, μια   υποστηρικτική γιαγιά και τέσσερα παιδιά από τη μια, κι από την άλλη  μια νεαρή υπηρέτρια, η Κλέο,  που  αρχίζει  να  βγαίνει με  έναν νεαρό. Η  ευτυχισμένη  καθημερινότητά  όμως   αναστατώνεται,  όταν ο πατέρας εγκαταλείπει την οικογενειακή εστία και η   Κλέο   μένει έγκυος.

Με ασπρόμαυρα κάδρα και κινηματογραφώντας σε σινεμασκόπ  65mm,   ο Κουαρόν στο πρώτο μέρος της ταινίας φωτίζει ποιητικά τις  ασήμαντες λεπτομέρειες   μιας καθημερινής ρουτίνας- ένας κουβάς που χύνεται στα πλακάκια της αυλής,  το γάλα που βράζει,  ένα τρυφερό άγγιγμα στα παιδιά πριν κοιμηθούν  –      που  μέσα  από την κάμερά του μεγεθύνονται.

Με αυτό τον τρόπο και χωρίς καταγγελτική διάθεση, προκύπτει η κοινωνική  ανισότητα της χώρας του , αλλά  και τα βιώματα που τον καθόρισαν  ως κινηματογραφιστή. -γι’ αυτό άλλωστε χρησιμοποιεί τα ισπανικά ως γλώσσα  των  πλουσίων και την  ντόπια διάλεκτο για τις υπηρέτριές του. Ταυτόχρονα  έμμεσα  και χωρίς φανφάρες αναφέρεται στο ιστορικό περιβάλλον και τις πολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν εκείνη την περίοδο, όχι μόνο στο Μεξικό αλλά σε όλο τον κόσμο, καταγράφοντας με λυρισμό την πραγματικότητα.   

Στο δεύτερο μέρος όμως  εστιάζει   ακόμα περισσότερο στα πρόσωπα των γυναικείων χαρακτήρων και στο δράμα τους,  υπογραμμίζοντας ότι ο πόνος δεν έχει   τάξη ούτε χρώμα,   αποτυπώνοντας  έτσι με έναν βαθύ και  συγκινητικό τρόπο τη μοναξιά  του ανθρώπου μέσα στο πλήθος.

Ο Δικός της Πόλεμος (A Private War)
Σκηνοθεσία:  Μάθιου Χάινεμαν
Παίζουν: Ρόζαμουντ Πάικ, Τζέιμι Ντόρναν,  Τομ Χολάντερ. Στανλεϊ  Τούτσι

Η Μαρί Κόλβιν είναι μία από τις πιο αναγνωρισμένες πολεμικές ανταποκρίτριες της εποχής μας. Το επαναστατικό και ατρόμητο πνεύμα της την τοποθετεί πάντα στην πρώτη γραμμή της μάχης με σκοπό να δώσει φωνή στους αδύναμους, θυσιάζοντας την προσωπική της ζωή. Η αποστολή της να δείξει με κάθε κόστος την πραγματική φρίκη του πολέμου μαζί με τον διάσημο φωτογράφο Πολ Κονρόι τούς οδηγεί στην πιο επικίνδυνη αποστολή της ζωής τους, στην πολιορκούμενη πόλη Χομς της Συρίας.

Η αληθινή ιστορία της  πολεμική ανταποκρίτριας των «Sunday Times» Μαρί Κόλβιν, με την υποψήφια για Χρυσή Σφαίρα ερμηνείας Ρόζαμουντ Πάικ (η ταινία έχει ακόμα μία υποψηφιότητα καλύτερου τραγουδιού που ερμηνεύει αισθαντικά η  Άνι Λένοξ).

Η γυναίκα που συνεντευξίασε  επαναστάτες και δικτάτορες και έτρεχε στην πρώτη γραμμή του πυρός για να μεταφέρει τις ιστορίες των θυμάτων κάθε πολέμου γίνεται πηγή έμπνευσης για τον έμπειρο στα ντοκιμαντέρ  Μάθιου Χάινεμαν.

Η Κόλβιν  έχασε τη ζωή της σε βομβαρδισμό στο Χολμς της Συρίας το 2012 και ο Χάινεμαν  αφηγείται εν είδει αντίστροφης μέτρησης τις περιπέτειες σε μέτωπα ανά τον κόσμο,  τις σχέσεις της με τον εκδότη της και την αντιπαράθεσή τους που στην ουσία αφορά το ζήτημα της μαχόμενης δημοσιογραφίας,  αλλά και στοιχεία της προσωπικής της ζωής μέσα από τα οποία αναδεικνύεται όχι μόνο η γενναιότητα και το θάρρος αλλά και ο εθισμός της στο να καλύπτει τις τραγωδίες της ανθρωπότητας.
Ο Χάινεμαν αντιμετωπίζει μεν  σφαιρικά  τη βιογραφία αυτής της γενναίας γυναίκας που πάντα αναζητούσε την αλήθεια , αλλά δεν κάνει ακριβώς το ίδιο για τα θέματα που εκείνη κάλυπτε. Οι πόλεμοι στους οποίους βρέθηκε η Κόλβιν ήταν θηριώδεις,   πράγμα που από τη μία  μεν ο Χάινεμαν φροντίζει να υπογραμμίζει με πλάνα πτωμάτων,  χωρίς όμως ποτέ να προχωράει σε βαθιές αναλύσεις σχετικά με τα αίτιά τους. Αντίθετα μάλλον παρουσιάζει μόνο μία πλευρά των γεγονότων- για παράδειγμα, ο πόλεμος της Συρίας και η εξόντωση αμάχων για τον  σκηνοθέτη   φαίνεται πως ήταν έργο του Άσαντ και μόνο,  γι’  αυτό  και  δεν αγγίζει θέματα που αφορούν στον ρόλο που έπαιξαν οι Μεγάλες Δυνάμεις.  
Παρ’ όλα αυτά η Ρόζαμουντ Πάικ κάνει ίσως την καλύτερη ερμηνεία  της καριέρας της, που πιθανόν θα την οδηγήσει και στα Όσκαρ, αποδίδοντας  με δεξιοτεχνία  τον δυναμισμό και την ευαισθησία της Κόλβιν, τους εφιάλτες που τη στοίχειωναν αλλά και τη θηλυκή της πλευρά, αυτή που δεν φαινόταν μέσα από τις ανταποκρίσεις της στο ευρύ κοινό.

Aquaman
Σκηνοθεσία: Τζέιμς Γουάν
Παίζουν: Τζέισον Μομόα, Άμπερ Χερντ, Γουίλιαμ Νταφό, Πάτρικ Γουίλσον, Ντολφ Λούντγκρεν, Γιάια Αμπντούλ Ματίν ΙΙ, Νικόλ Κίντμαν, Λούντι Λιν, Τεμουέρα Μόρισον
 

Η  ιστορία του μισού-ανθρώπου, μισού- Ατλάντειου Αρθουρ Κάρι και το  ταξίδι της ζωής του – ένα ταξίδι που δεν θα τον αναγκάσει απλώς να αντικρίσει τον πραγματικό του εαυτό, αλλά να ανακαλύψει αν  τελικά είναι άξιος να γίνει αυτός που γεννήθηκε:   δηλαδή βασιλιάς του βυθού.

Ο θαλάσσιος υπερήρωας  παίρνει την τρίαινά του και βουτάει σε μια ψηφιακή  περιπέτεια, που απευθύνεται κυρίως στo νεανικό κοινό.    
Η  Warner Bros. Pictures και ο σκηνοθέτης  Τζέιμς Γουάν ( «Saw», «Παγιδευμένη Ψυχή»,  «Το Κάλεσμα», «Fast & Furious 7»)    μας μεταφέρουν   στον οπτικά εκπληκτικό υποβρύχιο κόσμο των επτά θαλασσών που αποτελεί τη μισή πατρίδα του Aquaman.   
Γιος της βασίλισσας Ατλάνας και ενός κοινού θνητού, ο Άρθουρ μένει στη στεριά καθώς κατηγορεί  τους θαλάσσιους για τον θάνατο της μητέρας του , όμως αισθάνεται πάντα μία ακατανίκητη έλξη για το νερό. Έτσι συχνά βουτάει στις παγωμένες θάλασσες και σώζει όσους κινδυνεύουν.  Όταν  όμως γλιτώσει από τα χέρια των πειρατών ένα πλοίο, θα αποκτήσει έναν θανάσιμο εχθρό. Ταυτόχρονα ο αδελφός του,  που ονειρεύεται να γίνει ο απόλυτος άρχοντας των ωκεανών,  θέλει να κηρύξει τον πόλεμο στους στεριανούς. Έτσι ο Αquaman δεν έχει άλλη επιλογή από το να ακολουθήσει τη μοίρα του.
Η  συνηθισμένη ιστορία ενός υπερήρωα που καλείται να σώσει τον κόσμο και ταυτόχρονα να αντιμετωπίσει τις δικές του πληγές αποτελεί εγγύηση επιτυχίας και οι δημιουργοί του «Aquaman»  δεν έχουν κανέναν απολύτως λόγο να μην την ακολουθήσουν. Η  διαφορά εδώ είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος της δράσης εκτυλίσσεται στον  βυθό.  
Εντυπωσιακά εφέ και sci-fi αισθητική που ενίοτε θυμίζει παιδική σειρά , δημιουργούν μία φαντασμαγορική περιπέτεια για τους μικρούς τους φίλους,  που δύσκολα όμως θα μπορέσει να κατακτήσει τις μεγαλύτερες ηλικίες , παρά τις σωστές και μετρημένες δόσεις χιούμορ που επιδεικνύουν οι σεναριογράφοι,  ακολουθώντας την τελευταία τάση των υπερηρωικών ταινιών, που θέλουν τους πρωταγωνιστές τους πιο  διασκεδαστικούς  και λιγότερο επικούς.
Ο Τζέισον Μόρουα με την επιβλητική του εμφάνιση και την εφηβική του αφέλεια αποτελεί ιδανική επιλογή,  ενώ ένα επιτελείο πολύ καλών ηθοποιών βουτούν στα βαθιά και χαρίζουν τη λάμψη τους στα πλάσματα της θάλασσας.


 

Γυναίκες που περάσατε από εδώ
Σκηνοθεσία:  Σταύρος Τσιώλης
Παίζουν: Κωνσταντίνος Τζούμας, Ερρίκος Λίτσης, Ελένη Ουζουνίδου, Κωνσταντία Τάκαλου, Ελλη Τρίγγου, Ρόζα Προδρόμου, Μιχάλης Σαράντης, Γιώργος Μελισσάρης, Μπάμπης Σαρηγιαννίδης, Σταμάτης Τζελέπης, Τάκης Χρυσικάκος, Αινείας Τσαμάτης
 

Δύο άνδρες αναλαμβάνουν μια παράξενη υποχρέωση: να φυλάξουν τσίλιες έξω από ένα παλιό σπίτι Αθηναϊκής συνοικίας, στο οποίο γίνονται παράνομες εργασίες ώστε να προστεθεί ένα δωμάτιο. Μπροστά από τους δυο στωικούς ήρωες, θα περάσουν διαφορετικές προσωπικότητες, που κοντοστέκονται και κουβαλάνε μαζί τους αφηγήσεις.
Μετά το  «Παρακαλώ Γυναίκες Μη Κλαίτε» (1992) και  το   «Ας Περιμένουν οι Γυναίκες» (1998),  ο Σταύρος Τσιώλης   κλείνει την  cult τριλογία των  « Γυναικών » μετά από δεκατρία χρόνια κινηματογραφικής απουσίας με ένα ακίνητο road movie,  αποχαιρετώντας,  όπως έχει δηλώσει,  τη μεγάλη οθόνη.
Αυτή τη φορά η ιστορία του λαμβάνει χώρα στην καρδιά της πόλης, σε ένα καθαρά αστικό τοπίο,  όπου δύο  σχεδόν μπεκετικοί  ήρωες φυλούν τσίλιες  σε ένα σπίτι,   όπου γίνονται παράνομες εργασίες Και ενώ περιμένουν την πολεοδομία, από το αυτοσχέδιο μαγαζί τους θα περάσουν    πολλοί διαφορετικοί χαρακτήρες γυναικών,  διαδηλωτές που ζητούν να βγουν  στη σύνταξη στα 35,  αλλά και χαρακτηριστικοί τύποι μιας κοινωνίας που ζει στη σκιά της κρίσης.   
Με μόνο όχημα τους διαλόγους και ένα σουρεαλιστικό χιούμορ , οι ήρωες του Τσιώλη μετρούν τον χρόνο αμπελοφιλοσοφώντας χωρίς κεντρικό άξονα,  επί παντός επιστητού,  και έτσι μέσα από αποσπασματικές σκέψεις συμπεραίνουμε τις ιστορίες τους.  
Ο Κωνσταντίνος Τζούμας και ο Ερρίκος Λίτσης αναλαμβάνουν τους ρόλους των φυλάκων,  γίνονται παρατηρητές αυτής της παρέλασης, κερνάνε καφέδες και ακούνε τον πόνο των περαστικών, θυμίζοντας στους θεατές μία συνήθεια της παλιάς γειτονιάς,  που έκανε την πόλη πιο ανθρώπινη.
Η κινηματογράφηση του Τσιώλη διατηρεί τη χειροποίητη στόφα της και τον αυθορμητισμό της, που  εδώ εμπλουτίζεται από εμβόλιμα πλάνα παλαιότερων ταινιών του- άλλωστε αυτή η ταινία αποτελεί και το κινηματογραφικό του αποχαιρετισμό, οπότε η νοσταλγική του διάθεση είναι αξιαγάπητη.   Όμως αυτή τη φορά το παράλογο στοιχείο που χαρακτηρίζει τα έργα του δεν πετυχαίνει επακριβώς τον στόχο του και έτσι συχνά οι σκηνές μοιάζουν κατακερματισμένες,  χωρίς ειρμό,  γεγονός που δημιουργεί προβλήματα στον ρυθμό της ταινίας, ενώ και οι περισσότερες ερμηνείες χαρακτηρίζονται από μία στυλιζαρισμένη θεατρικότητα που ίσως στόχο έχει να αναδείξει την ποίηση  της καθημερινότητας,  όμως τελικά δημιουργεί απόσταση από τον θεατή.


O Ασπροδόντης (White Fang)
Σκηνοθεσία: Αλεξάντρ Εσπιγκάρες
Με τις φωνές των ( στα ελληνικά): Γιάννη Στεφόπουλου, Νέστoρα Κοψιδά, Φώτη Πετρίδη, Σοφίας Παναηλίδου

Ένα συγκινητικό και τρυφερό παραμύθι για τη ζωή ενός μικρού λυκόσκυλου,  που σιγά σιγά εγκαταλείπει την άγρια φύση και γνωρίζει τον κόσμο των ανθρώπων, σε μια συναρπαστική περιπέτεια με φόντο την παγωμένη Αλάσκα.

Ο βραβευμένος με Οσκαρ Ταινίας Μικρού Μήκους Κινουμένων Σχεδίων Αλεξάντρ Εσπιγκάρες  μεταφέρει  για πρώτη φορά σε κινούμενα σχέδια  το κλασικό μυθιστόρημα του Τζακ Λόντον.
Περήφανος και γενναίος, ο Ασπροδόντης είναι ένα λυκόσκυλο που μεγαλώνει στις εχθρικές πλαγιές του Βορρά,  μέχρι να υιοθετηθεί από τον ιθαγεν ή Γκρέι Μπίβερ και τη φυλή του. Ο μοχθηρός Μπίβερ όμως θα πουλήσει τον Ασπροδόντη σε έναν άκαρδο και βάρβαρο άντρα. Για καλή του τύχη,   εκείνος  σώζεται από ένα ευγενικό αγαθό ζευγάρι,  που του μαθαίνουν πώς να δαμάσει τα άγρια ένστικτά του,  και   γνωρίζει την πραγματική φιλία. Έτσι εγκαταλείπει σιγά σιγά τον κόσμο της άγριας φύσης και υποτάσσεται στους ανθρώπους.
Η αισθητική της ταινίας θυμίζει ντοκιμαντέρ, με την   κάμερα να  είναι συνήθως πιο χαμηλά, σαν να βλέπουμε την ιστορία  μέσα από τα μάτια του Ασπροδόντη.  Ταυτόχρονα, η   τεχνική του σινεμασκόπ   και το motion capture με πραγματικούς ηθοποιούς και σκύλους  βοηθάει στο να αποδοθεί  ρεαλιστικά  η αίσθηση του περιβάλλοντος.   
Η ατμόσφαιρα ολοκληρώνεται από τη φωτογραφία,   που  δημιουργεί έντονο κοντράστ στις σκηνές μάχης στα πλάνα της φύσης, παίζοντας  με  τα γήινα και θερμά χρώματα.


Spider-Man: Μέσα στο αραχνο-σύμπαν (Spiderman, into the spider verse)
Σκηνοθεσία: Πίτερ Ράμσεϊ
Με τις φωνές των ( στα ελληνικά): Γιάννη Στεφόπουλου, Φοίβου Ριμένα, Αφροδίτης Αντωνάκη, Φώτη Πετρίδη
 

Ο μισός Αφροαμερικανός μισός Πορτορικανός έφηβος Mάιλς Μοράλες ζει στο Μπρούκλιν και προσπαθεί να προσαρμοστεί στο καινούριο ιδιωτικό σχολείο του Μανχάταν. Η ζωή του δυσκολεύει ακόμα περισσότερο, όταν τον δαγκώνει μια ραδιενεργή αράχνη και αποκτά υπερδυνάμεις.
Oι Φι Λορντ και Κρις Μίλερ, τα δημιουργικά μυαλά πίσω από την «Ταινία Lego» και το «21 Jump Street», ανανεώνουν δυναμικά το σύμπαν του Spider-Man,  συστήνοντάς  μας τον έφηβο Mάιλς Μοράλες από το Μπρούκλιν, έναν  υπερήρωα  νέας γενιάς, που  έρχεται να μας αποκαλύψει τις απεριόριστες ικανότητές του Αραχνο-σύμπαντος.
Με  καινούριους χαρακτήρες και  αισθητική  που τιμά το κλασικό ύφος της Χρυσής Εποχής των κόμικς, αυτή η  κινηματογραφική εκδοχή του αγαπημένου χαρακτήρα δεν μοιάζει με καμία άλλη.
Ο Mάιλς – ο πρώτος Αφροαμερικανός/Λατίνος Spider-Man –  είναι  ένα έξυπνο παιδί,  που ξεκινάει να φοιτάει  σε καινούριο σχολείο και δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στο  απαιτητικό ακαδημαϊκό περιβάλλον. Αλλά θα τα βρει ακόμα πιο σκούρα,  όταν χρειαστεί να προσαρμοστεί στην απρόσμενη ζωή του ως Spider-Man. Με τη βοήθεια  όμως μερικών καινούριων φίλων, θα μάθει να ξεκλειδώνει τον σούπερ ήρωα μέσα του κι έτσι με έναν αντισυμβατικό  τρόπο  ενηλικιώνεται.
Εν τω μεταξύ, ο δαιμόνιος Kίνγκπιν έχει κατασκευάσει έναν πυρηνικό επιταχυντή  που ανοίγει την πύλη σε άλλα παράλληλα σύμπαντα, έλκοντας διαφορετικές εκδοχές του Spider-Man  στον κόσμο του Μάιλς. Ο νεαρός θα μάθει να αποδέχεται τις προκλήσεις και τις ευθύνες ενός υπερήρωα, ενώ θα καταλάβει ότι οποιοσδήποτε μπορεί να φορέσει τη μάσκα του ήρωα και να αναλάβει δράση για καλό σκοπό.

Η ταινία προβάλλεται με υπότιτλους, μεταγλωττισμένη αλλά και τρισδιάστατη.


Η Ιστορία Μιας Πρεμιέρας (Relève)
 
Σκηνοθεσία: Τιερί Ντεμεζιέρ και Αλμπάν Τερλέ 

H επίσημη πρώτη του Μπέντζαμιν Μιλπιέ ως Διευθυντή της Σχολής Χορού της Όπερας του Παρισιού σε ένα ντοκιμαντέρ για την ακαταμάχητη γοητεία της τέχνης.

H πρώτη παραγωγή του Μπέντζαμιν Μιλπιέ ως Καλλιτεχνικού Διευθυντή της Σχολής Χορού της Όπερας του Παρισιού, του παλαιότερου θιάσου μπαλέτου στον κόσμο. Η τοποθέτηση του Μιλπιέ, ευρύτερα γνωστού από τη χορογραφία που έκανε για την ταινία «Μαύρος Κύκνος, ήταν μια αντισυμβατική επιλογή και η πρώτη παράσταση μπαλέτου που θα παρουσίαζε αναμενόταν με ανυπομονησία.

Η ταινία παρουσιάζει ένα έργο υψηλής τέχνης όπως είναι ο χορός, αλλά και την ομορφιά της δημιουργίας, από τις πρώτες πρόβες μέχρι την πρεμιέρα, εστιάζοντας στη  δημιουργικότητα και την αφοσίωσή του Μιλπιέ, στοιχεία που τον οδήγησαν να αναμετρηθεί με τη θέση του Καλλιτεχνικού Διευθυντή Μπαλέτου της Όπερας των Παρισίων.


Ταξίδι πνοής- Γιώργος Μεσσάλας (Ντοκιμαντέρ)

Σκηνοθεσία: Χρήστος Καρακάσης

Ένα ντοκιμαντέρ για τη διαδρομή του ηθοποιού και σκηνοθέτη Γιώργου Μεσσάλα.
Το «Ταξίδι Πνοής» είναι μια ανθρωποκεντρική προσέγγιση του σκηνοθέτη και ηθοποιού Γιώργου Μεσσάλα,  που  βασίζεται σε προσωπικές εξομολογήσεις του  ίδιου,  αλλά και μαρτυρίες συνεργατών, συγγενών και φίλων.
Ο  Γιώργος  Μεσσάλας  εργάστηκε   σε διάφορους θιάσους στο  «Προσκήνιο» του Αλέξη Σολωμού. Ερμήνευσε πρωταγωνιστικούς ρόλους στα  έργα «Ο αρχοντοχωριάτης» του Μολιέρου (1969), «Ο κοριός» του Μαγιακόφσκυ  (1969), «Σαν περάσουν πέντε χρόνια» του Λόρκα (1970), «Ο καλός άνθρωπος  του Σε Τσουάν» του Μπρεχτ κ.α.
Το 1973 ίδρυσε το «Μοντέρνο  Θέατρο» και σκηνοθέτησε τη σάτιρα του Α. Ουέσκερ «Τα πατατάκια», ενώ το  1974 σκηνοθέτησε και πρωταγωνίστησε στο έργο «Νύχτα δολοφόνων».
Από το 1992 έως το 2012 στεγάστηκε επαγγελματικά στο θέατρο «Αλκυονίδα»,  τσο οποίο διατηρούσε και παιδική σκηνή. Η δραστηριότητα του θεάτρου  όμως έπαυσε για οικονομικούς λόγους.
Υπήρξε  επίσης βοηθός και προσωπικός  φίλος του  Αλέξη Μινωτή, όταν ο τελευταίος ανέλαβε γενικός  διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου επί μία δεκαετία (1974-1984).


Πηγή