Το δεύτερο μέρος της βιογραφίας του Τσε Γκεβάρα κάνει πρεμιέρα αυτή την εβδομάδα.

Στους κινηματογράφους μια ανατρεπτική ρομαντική κομεντί με τον Ίθαν Χοκ και ένα αυστραλέζικο νέο- γουέστερν.

Τσε, ο Επαναστάτης (Che: Part Two)
Σκηνοθεσία: Στίβεν Σόντερμπεργκ
Παίζουν: Μπενίσιο Ντελ Τόρο, Κάρλος Μπαρδέμ, Ντεμιάν Μπισίρ, Φράνκα Ποτέντε

Αμέσως μετά την Κουβανική Επανάσταση, ο Τσε είναι πιο διάσημος και πιο ισχυρός από ποτέ. Ξαφνικά όμως τα ίχνη του χάνονται, μέχρι που εμφανίζεται στη Βολιβία. Εκεί θα οργανώσει μια μικρή ομάδα από Κουβανούς συντρόφους και Βολιβιανούς νεοσύλλεκτους, με σκοπό να ξεκινήσουν τη μεγάλη επανάσταση της Λατινικής Αμερικής. Η Βολιβιανή επιχείρηση είναι μια ιστορία θυσίας και ιδεαλισμού, ένας ανταρτοπόλεμος που καταλήγει σε αποτυχία και οδηγεί τον Τσε στον θάνατο.
To δεύτερο μέρος της επικής βιογραφίας του Τσε Γκεβάρα από τον Στίβεν Σόντερμπεργκ, που μπορείτε να παρακολουθήσετε ακόμα κι αν δεν έχετε δει την πρώτη ταινία.
Παραλείποντας την περίοδο που ο Τσε βρέθηκε στον Κονγκό, το δεύτερο μέρος της βιογραφίας του Τσε επικεντρώνεται στη δράση του στη Βολίβία. Εκεί, μεταμφιεσμένος και κάτω από άκρα μυστικότητα ενώ όλοι τον αναζητούν, προσπαθεί να οργανώσει το αντάρτικο εναντίον του καθεστώτος του προέδρου Μπαριέντος, γεγονός που υποσκάπτουν τόσο οι αμερικανικές δυνάμεις, όσο και μέρος του πληθυσμού. Τελικά ο Τσε συλλαμβάνεται και δολοφονείται από τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες και τον βολιβιανό στρατό.
Αυτή τη φορά ο Σόντερμπεργκ αφήνει κατά μέρους τη διπλή αφήγηση του πρώτου μέρους και κυρίως παρακολουθεί την πορεία του Τσε στη ζούγκλα της Βολιβίας, αφήνοντας λίγο χώρο για τα όσα συνέβαιναν στο πολιτικό προσκήνιο. Άλλωστε η πρόθεση του αμερικανού σκηνοθέτη δεν είναι να τοποθετηθεί απέναντι στην Ιστορία, αλλά να περιγράψει την πορεία ενός ήρωα επαναστάτη. Παρόλα αυτά σε αυτό το δεύτερο μέρος η τάση αγιοποίησης του Τσε είναι λιγότερη, μιας κι αποφασίζει να εστιάσει περισσότερο στα γεγονότα, ακολουθώντας τη λογική ενός στιβαρού και δεξιοτεχνικά σκηνοθετημένου πολεμικού δράματος, που καταλήγει με την πικρή διαπίστωση ότι ο αγώνας για την ελευθερία από όποια πλευρά κι αν τον κοιτάξει, κανείς απαιτεί πάντα μια τεράστια θυσία.
Κι εδώ ο Μπενίσιο ντελ Τόρο στον υποκριτικό του άθλο, αλλάζει μορφή για τις ανάγκες του ρόλου στο πρώτο μισό και στη συνέχεια με εσωτερική ένταση κι υπόκωφη οδύνη αντιμετωπίζει τη συντριβή και τις τελευταίες στιγμές του Τσε με αξιοπρέπεια , καταδεικνύοντας κυρίως τη μοναξιά ενός συμβόλου.

Η Τζούλιετ, Γυμνή (Juliet, Naked)
Σκηνοθεσία: Τζέσι Πέρεζ
Παίζουν: Ρόουζ Μπερν, Ίθαν Χοκ, Κρις Ο’Ντάουντ

Η Άννι έχει μακροχρόνια σχέση με τον Ντάνκαν, φανατικό θαυμαστή ενός ξεπεσμένου ροκ σταρ, ονόματι Τάκερ Κρόου. Ο Ντάνκαν όμως είναι περισσότερο αφοσιωμένος στο μουσικό του είδωλο παρά στη σύντροφό του. Όταν όμως η Άννι εντελώς τυχαία έρχεται σε επαφή τον Τάκερ, τα πάντα ανατρέπονται.
Μια χαριτωμένη Ιndie κομεντί για τις απρόσμενες διαδρομές της ζωής , που βασίζεται στο ομώνυμο best-seller του Νικ Χόρνμπι ( «High Fidelity», «Για Ένα Αγόρι»).
Η Άννι ζει σε μια επαρχιακή πόλη της Αγγλίας, κάνοντας μια δουλειά που δεν της αρέσει και φροντίζοντας τη μικρότερη αδερφή της,. Η σχέση της με τον Ντάνκαν, ίσως τον μόνο άντρα της περιοχής με τον οποίο θα μπορούσε να επικοινωνήσει, δεν πάει καθόλου καλά, καθώς εκείνος είναι συνεχώς απασχολημένος με το ίνδαλμα του, τον Τάκερ Κρόου, έναν μουσικό που κάποτε είχε κυκλοφορήσει ένα συγκινητικό άλμπουμ, αλλά πλέον έχει αποσυρθεί από το προσκήνιο. Ο Ντάνκαν διατηρεί μια σελίδα στο διαδίκτυο για τους φανατικούς του Κρόου, μέχρι που μια μέρα η Άννι ποστάρει εκεί ένα αρνητικό σχόλιο για τον συνθέτη. Όλως παραδόξως ο Κρόου, που πλέον ζει στο γκαράζ της πρώην συντρόφου του και φροντίζει τον μικρό γιο του, της απαντάει και έτσι αρχίζει μια αλληλογραφία μεταξύ τους, που τελικά θα οδηγήσει στη γνωριμία τους.
Ο Τζέσι Πέρεζ υπογράφει μια ρομαντική κομεντί που ενώ αναγνωρίζει το δικαίωμα στο παραμύθι, λαμβάνει υπόψη την πολυπλοκότητα της ζωής, και χωρίς καμία ωραιοποίηση παρακολουθεί τις διαδρομές τριών ανθρώπων που έχασαν πολύ χρόνο, κάνοντας λάθος επιλογές. Τα πρόσωπά του δεν είναι άγγελοι, έχουν αδυναμίες, κάνουν σφάλματα, δεν μπορούν πάντα να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων, όμως τελικά μέσα από τα ελαττώματά τους γίνονται συμπαθή, χαρίζοντας στον θεατή μια αίσθηση γήινης αισιοδοξίας.
Ταυτόχρονα μέσα από την ιστορία τους, ο Πέρεζ εκμεταλλεύεται τη γραφή του Χόρνμπι για να θέσει ζητήματα σχετικά με το τι είναι τέχνη, ποιος μπορεί τελικά να την κρίνει, ενώ σχολιάζει και τις φιλελεύθερες απόψεις μιας γενιάς που ίσως δεν τα κατάφερε και τόσο καλά, καταγράφοντας ταυτόχρονα με χιούμορ τις πολιτιστικές διαφορές των Ευρωπαίων και των Αμερικανών.
Ο Ίθαν Χοκ σε μια εκπληκτική ερμηνεία υποδύεται έναν σταρ που απέτυχε σε όλα, η Ρόουζ Μπερν δίνει στον ρόλο της Άννι μια βρετανική κομψότητα, ενώ ο Κρις Ο’ Ντάουντ εκπροσωπεί με ευαισθησία τον αποδέκτη ενός καλλιτεχνικού έργου που έχει δικαίωμα να συγκινείται, ακόμα κι όταν ο δημιουργός έχει απορρίψει τον εαυτό του.

Γλυκιά Πατρίδα (Sweet Country)
Σκηνοθεσία: Γουόρικ Θόρντον
Παίζουν: Σαμ Νιλ, Μπράιαν Μπράουν

Ο Σαμ, ένας μεσήλικας Αβορίγινας, δουλεύει για λογαριασμό ενός ιεροκήρυκα στην κεντρική Αυστραλία. Όταν ο βετεράνος πολέμου Χάρι Μαρτς μετακομίζει σε ένα γειτονικό σταθμό, ο Σαμ και η οικογένεια του στέλνονται να τον βοηθήσουν να εγκατασταθεί. Η επαφή τους με τον σκληρό και οργισμένο Χάρι σύντομα οδηγεί σε ένα βίαιο ξέσπασμα με τραγικές συνέπειες.
Με αφετηρία αληθινά περιστατικά που συγκλόνισαν την Αυστραλία της δεκαετίας του 1920, ο Γουόρικ Θόρντον («Σαμψών και Δαλιδά») συνθέτει ένα μοντέρνο γουέστερν, που ήταν υποψήφιο για το Χρυσό Λέοντα στο 74ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας και βραβεύτηκε στο Τορόντο.
Ο Σαμ, ένας μεσήλικας Αβορίγινας , εργάζεται με την οικογένειά του για έναν ιεροκήρυκα. Όταν ο Χάρι Μαρτς, βετεράνος πολέμου, ζητάει από τον δεύτερο βοήθεια στα κτήματά του, εκείνος στέλνει τους εργάτες του. Όμως ο γαιοκτήμονας, αυταρχικός και εξουσιομανής, θα οδηγήσει τον Σαμ στα όριά του, και θα τον αναγκάσει σε μια στιγμή αυτοάμυνας να τον σκοτώσει. Το γεγονός όμως ότι ένας μαύρος έχει δολοφονήσει έναν λευκό, έστω κι αν βρισκόταν σε κίνδυνο, προκαλεί ένα απάνθρωπο ανθρωποκυνηγητό εναντίον του Σαμ και των δικών του, που περιπλανώμενοι στην έρημο αναρωτιέται για το τι είναι καλό και κακό.
Μέσα από σινεμασκόπ εικόνες και την αισθητική ενός τυπικού γουέστερν, που επενδύει όμως στον λυρισμό κι όχι στις μάχες και στα πιστολίδια, ο Αυστραλός σκηνοθέτης υπογράφει μια αιχμηρή πολιτική ιστορία, που αναφέρεται όχι μόνο στο παρελθόν της χώρας του και στο πώς αντιμετωπίστηκαν οι Αβορίγινες, αλλά αφορά στο σήμερα, στέλνοντας ένα μήνυμα κατά του ρατσισμού και της αμετροεπούς εξουσίας, ενώ αναρωτιέται με υπαρξιακή διάθεση σχετικά με το δίκαιο.
Με αργούς ρυθμούς, επιβλητικά πλάνα και μια εκκωφαντική σιωπή που κυριαρχεί σχεδόν στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, ο Θόρντον οδηγεί τους ήρωές του στις έρημες εκτάσεις της Αυστραλίας και τους εκθέτει απέναντι στο βλέμμα του θεατή, που καλείται να δώσει την απάντηση για τις πράξεις τους, χωρίς ο ίδιος να ηθικολογεί ή να παίρνει θέση, σχολιάζοντας παράλληλα τη σύγκρουση δυο πολιτισμών , αλλά και το πώς ουσιαστικά εδραιώθηκε η παντοκρατορία του Δυτικού Κόσμου.

The Equalizer 2
Σκηνοθεσία: Αντουάν Φουκουά
Παίζουν: Ντένζελ Γουάσινγκτον, Πέδρο Πασκάλ, Αστον Αντερς, Μπιλ Πούλμαν

O Ρόμπερτ Μακόλ βοηθά τους αδύναμους και τους καταπιεσμένους αποδίδοντας δικαιοσύνη αμείλικτα. Αλλά όταν το επικίνδυνο παρελθόν του έρθει στην επιφάνεια, θα χρειαστεί όλες του τις δεξιότητες για να βγει ζωντανός, αφού πρέπει να έρθει αντιμέτωπος με άρτια εκπαιδευμένους δολοφόνους.
Ο Ντένζελ Γουάσιγκτον, αν και στη σαραντάχρονη καριέρα του δεν έχει ξανακάνει ποτέ sequel, επιστρέφει στον ρόλο του «Equalizer» και προσπαθεί να επαναφέρει την pulp απόλαυση που προσέφερε η πρώτη ταινία.
Ο Ρόμπερτ Μακόλ είναι ο τυπικός βετεράνος πρώην πράκτορας, που πλέον εργάζεται ως οδηγός ταξί και διαβάζει φανατικά τους μεγάλους κλασικούς. Συχνά πυκνά όμως εμφανίζεται σε περιπτώσεις αδικίας αποκαθιστώντας με τον δικό του τρόπο την τάξη και τον νόμο, άλλοτε σώζοντας παιδιά που έχουν απαχθεί άλλοτε παραστρατημένες πόρνες. Όταν όμως μια καλή του φίλη δολοφονηθεί, θα αναζητήσει εκδίκηση και θα έρθει αντιμέτωπος με αδίστακτους εκτελεστές που θέλουν την κεφαλή του επί πίνακι.
Ο Φουκουά, ακολουθώντας την αισθητική των ’80ς , τότε δηλαδή που πρωτοεμφανίστηκε ο Equalizer, δεν καταφέρνει να πιάσει τον παλμό της νέας γενιάς, αντίθετα αναμασάει κλισέ, μέσα από μια ιστορία που αρκετές φορές χάνει τον στόχο της και χάνεται σε υποενότητες. Σίγουρα καταγράφοντας ένα περιβάλλον καταπιεσμένων που ο Μακόλ θέλει να σώσει, ο Φουκουά προσπαθεί να προσδώσει στην ταινία του μια κοινωνική διάσταση, αλλά η ιστορία ενός πράκτορα- εκδικητή μάλλον δεν αποτελεί πρόσφορο πεδίο για τέτοιες αναζητήσεις.
Δυστυχώς ούτε και στις σκηνές δράσης όμως ο Φουκουά τα πάει καλά, που μοιάζουν « λίγες» κι άνευρες, με εξαίρεση την καλά χορογραφημένη σεκάνς του φινάλε, κι έτσι ο Ντένζελ Ουάσινγκτον φαίνεται πως έχει δίκιο που δεν τα αγαπάει τα sequel.

Ο Κατάσκοπος που με Παράτησε (The Spy Who Dumped Me)
Σκηνοθεσία: Σουζάνα Φόγκελ
Παίζουν: Μίλα Κούνις, Κέιτ ΜακΚίνον

Η Όντρεϊ και η Μόργκαν είναι δύο τριαντάρες κολλητές φίλες που ζουν στο Λος Άντζελες και τελείως απρόσμενα βρίσκονται μπλεγμένες σε μία διεθνή συνομωσία
όταν ο πρώην φίλος της Όντρεϊ εμφανίζεται στο διαμέρισμα τους με μία ομάδα αδίστακτων εκτελεστών να τον ακολουθεί. Έτσι οι δύο κοπέλες ορμούν στη δράση καταστρώνοντας ένα σχέδιο για να σώσουν τον κόσμο, ενώ τις αναζητούν στην Ευρώπη διάφοροί εκτελεστές, αλλά και ένας γοητευτικός Άγγλος πράκτορας.
Η Μίλα Κούνις και η Κέιτ Μακ Κίνον μεταμορφώνονται κατά λάθος σε πράκτορες στην κατασκοπική κωμωδία της Σουζάνα Φόγκελ.
Δυο αγαπημένες φίλες, η Όντρεϊ κι η Μόργκαν, όταν ανακαλύπτουν ότι ο πρώην σύντροφος της πρώτης είναι πράκτορας, βρίσκονται μπλεγμένες σε μια διασκεδαστική περιπέτεια, που θα της οδηγήσει σε διάφορες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, προκειμένου να σώσουν τον κόσμο. Κι ενώ επικίνδυνοι εκτελεστές βρίσκονται στο κατόπι τους, αλλά κι ένας γοητευτικός Άγγλος πράκτορας, οι δυο φίλες θα ανακαλύψουν πως τελικά η ζωή του κατασκόπου έχει πλάκα.
Η Σουζάνα Φόγκελ, εστιάζοντας στη γυναικεία φιλία αλλά και στην περιέργεια των απλών ανθρώπων για τη ζωή ενός πράκτορα, δημιουργεί μια ανάλαφρη κομεντί, που αν και δεν θα σας κάνει να πέσετε κάτω από τα γέλια, διαθέτει μερικές καλές στιγμές και κάποιες δυνατές σκηνές δράσης με γυναικείο στυλ. Το γεγονός δε ότι οι πρωταγωνίστριές της κινούνται σε πανέμορφες πόλεις τής χαρίζει ένα εντυπωσιακό σκηνικό, που εκμεταλλεύεται όσο μπορεί, περισώζοντας έτσι την ταινία από σεναριακές αφέλειες. Όμως αν και συχνά κάνει μικρά καυστικά σχόλια σχετικά με την οπλοχρησία, οι ηρωίδες της θαμπώνονται τόσο πολύ από το lifestyle των κατασκόπων, που τελικά οι προθέσεις της παραμένουν ασαφείς.
Η Μίλα Κούνις και η κωμικός Κέιτ ΜακΚίνον – γνωστή από τα σκετς του «Saturday Night Live»,- έχουν καλή χημεία, είναι έξυπνες και χαριτωμένες, καταφέρνοντας να δημιουργούν κωμικές νότες, ακόμα κι όταν το πρόχειρο σενάριο κι οι αφελείς οι διάλογοι δεν τις ευνοούν.

Στις τρεις κορυφές (Three Peaks)
Σενάριο- Σκηνοθεσία: Γιαν Τσάμπαϊλ
Παίζουν: Αλεξάντερ Φέλινγκ, Μπερενίς Μπεζό, Αριάν Μοντγκόμερι

Ο Άαρον προσκαλεί τη σύντροφό του, Λέα, και τον οκτάχρονο γιο της, Τρίσταν, σε μια εκδρομή στο βουνό. Αντί όμως για μια αρμονική έναρξη της καινούργιας τους ζωής, το ταξίδι τούς επιφυλάσσει πολλά εμπόδια. Ψηλά στην περιοχή των Τριών Κορφών, ο Άαρον και ο Τρίσταν έρχονται αντιμέτωποι με την αγάπη και τον φόβο που τρέφουν ο ένας για τον άλλο, ενώ η Λέα βρίσκεται ανάμεσά τους, προσπαθώντας να σταθεροποιήσει το ιδιόμορφο αυτό τρίγωνο. Στην προσπάθεια να κερδίσει την αποδοχή του αγοριού, που δείχνει μια ολοένα και πιο επιθετική συμπεριφορά απέναντί του, ο Άαρον παίρνει τον Τρίσταν ψηλά στο βουνό. Όταν όμως χάσει τον μικρό, το υπόγειο παιχνίδι εξουσίας ανάμεσά τους παίρνει μια επικίνδυνη τροπή.
Η δεύτερη ταινία του Γερμανού Γιαν Τσάμπαϊλ («The River Used to Be a Man»), που απέσπασε το Βραβείο Piazza Grande στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο από τους κριτικούς του Variety, αφηγείται μια επικίνδυνη οικογενειακή ιστορία.
Μια διαζευγμένη μητέρα, η Λέα, πηγαίνει με τον νέο σύντροφό της, τον Άαρον και τον γιο της από τον πρώτο της γάμο διακοπές σε ένα απομακρυσμένο βουνό. Ο Άαρον προσπαθεί να δημιουργήσει μια σχέση με τον πρόγονό του, ενώ ο πατέρας του συνεχώς καλεί στο τηλέφωνο, ελέγχοντας στην ουσία την καθημερινότητά τους. Κάποια στιγμή ο Άαρον και το αγόρι θα βρεθούν μόνοι τους την κορυφή του βουνού και ο μικρός θα χαθεί. Ο Άαρον στην προσπάθειά του να βρει το παιδί, θα ανακαλύψει πως ο μικρός κρύβει μέσα του περίεργα συναισθήματα για αυτή τη νέα κατάσταση: από τη μία η ανάγκη του για στοργή κι από την άλλη η ζήλια και το μίσος για τον άνδρα που του κλέβει τη μητέρα θα τον μετατρέψουν σε απειλή.
Στο ειδυλλιακό αλλά και ταυτόχρονα επικίνδυνο περιβάλλον των Δολομιτών, ο Τσάμπαϊλ ξετυλίγει με αργόσυρτους ρυθμούς ένα ψυχολογικό θρίλερ , εσωτερικής δράσης, προσπαθώντας να φωτίσει τις περίπλοκες διαδρομές τη παιδικής ψυχής. Στην πραγματικότητα όμως, πέρα από μια ανατομία της παιδικής ψυχολογίας, η ταινία του στερείται ενός βασικού δραματουργικού άξονα κι έτσι οι χαρακτήρες, ιδίως των ενηλίκων, παρουσιάζονται εξειδικευμένοι, συχνά πέφτει στην παγίδα επαναλήψεων, ενώ οι ελάχιστοι διάλογοι δημιουργούν επιπλέον δυσκολίες στους ηθοποιούς που πρέπει να ερμηνεύσουν πολύπλοκες καταστάσεις χωρίς ισχυρό υπόβαθρο.
Ταυτόχρονα, η χρήση των τριών γλωσσών που χρησιμοποιούν οι κεντρικοί χαρακτήρες- μια επιλογή που προφανώς θέλει να υπογραμμίσει τη δυσκολία της επικοινωνίας- δημιουργούν μεγάλη σύγχυση στον θεατή.
Από ένα σημείο και μετά μάλιστα, οι κοινωνιολογικές και ψυχαναλυτικές προεκτάσεις του Τσάμπαϊλ, που δεν είναι άμοιρος ταλέντου, μπαίνουν στο περιθώριο και τη θέση τους παίρνει μια περιπέτεια επιβίωσης, με σφιχτή μεν κινηματογράφηση, που τελικά οδηγείται σε ένα τρομερά εύκολο και μελοδραματικό φινάλε.

Ο Κυνηγός (The Predator)
Σκηνοθεσία: Σέιν Μπλακ
Παίζουν: Μπόιντ Χόλµπρουκ, Τρεβάντε Ρόουντς, Τζέικομπ Τρέμπλεϊ

Από τα πιο μακρινά σημεία του διαστήματος στους μικρούς δρόμους των προαστίων, το κυνήγι επιστρέφει στο σπίτι του μέσα από την επαναφορά της κινηματογραφικής σειράς του Σέιν Μπλακ. Τώρα, οι θανάσιμοι κυνηγοί του σύμπαντος είναι πιο δυνατοί, πιο έξυπνοι και πιο φονικοί από ποτέ, έχοντας εξελιχθεί γενετικά περισσότερο από άλλα είδη. Όταν ένα νεαρό αγόρι προκαλέσει κατά λάθος την επιστροφή τους στη Γη, μόνο μια ετερόκλητη ομάδα πρώην στρατιωτών και μια καθηγήτρια εξελικτικής βιολογίας θα μπορέσουν να εμποδίσουν την απειλή.
Ο Σέιν Μπλακ (σεναριογράφος του «Φονικού Όπλυο») επιστρέφει με ένα reboot του «Κυνηγού» , αυτή τη φορά τσον ρόλο του σκηνοθέτη – σεναριογράφου, σε αντίθεση με την πρώτη ταινία που εμφανιζόταν ως ηθοποιός.
Η ελπίδα του κόσμου αυτή τη φορά βρίσκεται στα χέρια μιας ομάδας πρώην στρατιωτικών που υποφέρουν πλέον από μετατραυματικό στρες και συναντιούνται συχνά για ομαδική ψυχανάλυση. Οι Τρελοί, όπως αποκαλούνται, είναι αυτοί που θα συνεργαστούν με τον Κουίν και την Κέισι Μπράκετ και θα προσπαθήσουν να σώσουν το ανθρώπινο είδος από τους θανάσιμους κυνηγούς τους σύμπαντος.
Ο Κουίν, ένας απόστρατος των Ειδικών Δυνάμεων, που πλέον είναι πληρωμένος δολοφόνος, αποξενωμένος από τη γυναίκα και τον γιο του, βρίσκεται στο Μεξικό σε μια μυστική αποστολή, όπου ανακαλύπτει τα συντρίμμια ενός διαστημόπλοιου Κυνηγών.Έτσι αναζητά τη συσκευή που θα τον βοηθήσει να αποδείξει ότι λέει αλήθεια, αφού κανείς δεν θα τον πιστέψει όταν μοιραστεί την εμπειρία του.
Για κακή του τύχη, ο γιος του Ρόρι που βρίσκεται στο φάσμα του αυτισμού, την ανακαλύπτει πρώτος και ξεκινά να λύνει το παζλ, προκαλώντας την επιστροφή του Κυνηγού στη Γη.

Ωραίο μου Διαζύγιο
Σκηνοθεσία: Μισέλ Λαρόκ
Παίζουν: Μισέλ Λαρόκ, Καντ Μεράντ, Φρανσουάζ Φαμπιάν, Ρόσι Ντε Πάλμα

Η Άντζελα μοιάζει να ζει μια ονειρεμένη ζωή στη Νίκαια σε ένα όμορφο διαμέρισμα με τον αγαπημένο της σύζυγο και την έφηβη κόρη της. Την παραμονή των Χριστουγέννων όλα καταρρέουν, όταν ο σύζυγός της ξαφνικά την εγκαταλείπει. Τότε η Άντζελα αποφασίζει να αλλάξει τη ζωή της. Ένα πραγματικό στοίχημα, καθώς θα πρέπει να το κατορθώσει σε πείσμα της νευρωτικής κολλητής της, της τυρρανικής μητέρας της και ενός αντισυμβατικού ψυχίατρου που ακολουθεί πειραματικές μεθόδους. Η Άντζελα όμως ανανεώνει την προβληματική σχέση με την έφηβη κόρη της και ανοίγει τα φτερά της στη νέα της ζωή, γεμάτη όρεξη για καινούργιες περιπέτειες.
Μια ανάλαφρη κωμωδία «ενηλικίωσης» , που βασίζεται στο ομώνυμο επιτυχημένο θεατρικό έργο της Ζεραλντίν Αρόν.
Η Μισέλ Λαρόκ, μια εξαιρετικά δημοφιλής γαλλίδα πρωταγωνίστρια υποδύεται τον κεντρικό χαρακτήρα, ενώ υπογράφει και τη σκηνοθεσία. Ο έρωτάς της για το συγκριμένο έργο γεννήθηκε πρώτα στο θεατρικό σανίδι, όπου γνώρισε την αποθέωση για μια ολόκληρη σεζόν. Όταν έφτασε η ώρα να αποχωριστεί την ηρωίδα της, κατάλαβε ότι η σχέση τους δεν είχε τελειώσει, όποτε και αποφάσισε να γυρίσει την ταινία, που αποτελεί και το σκηνοθετικό ντεμπούτο της.
Η ίδια ανέλαβε τη συγγραφή του σεναρίου μαζί με τους συνεργάτες της, Λιονέλ Ντιτέμπλ και Μπεντζαμίν Μοργκένπου, ξεφεύγοντας από τις νόρμες του θεατρικού έργου και διατηρώντας περισσότερο τη δομή μιας σύγχρονης, δροσερής και γρήγορης κινηματογραφικής κομεντί όπως «Το Ημερολόγιο της Bridget Jones».
Η κεντρική ηρωίδα του έργου, η Άντζελα πραγματοποιεί το δικό της ταξίδι στην αυτογνωσία- ενηλικίωση με αφορμή το διαζύγιό της μετά από πολλά χρόνια γάμου, με χιούμορ, με δύναμη και αισιοδοξία, παρά τις όποιες αναποδιές ή και γκάφες.

Ο Λούης και οι εξωγήινοι (Luis and the Aliens)
Σκηνοθεσία: Βόλφγκανγκ Λαουενστάιν , Κρίστοφ Λαουενστάιν, Σον ΜακΚόρμακ
Με τις φωνές των ( στα ελληνικά): Χαρά Κατσίκα, Ροζαλία Παπαϊωάννου, Θεολόγου Λινάκη

Ένα μικρό αγόρι θα προσπαθήσει να λύσει τα προβλήματά του με τη βοήθεια των τριών θεότρελων νέων φίλων του, που τυχαίνει να μην είναι από το δικό μας πλανήτη.
Παρά την αγάπη του για τον πατέρα του που υποστηρίζει με πάθος ότι υπάρχει ζωή κι έξω από τον πλανήτη Γη, ο δωδεκάχρονος Λούης δεν πιστεύει τους ισχυρισμούς του, οπότε η έκπληξή του είναι τεράστια όταν τρεις ατζαμήδες μικροί εξωγήινοι -ο Μογκ, ο Ναγκ και ο Γουάμπο- προσγειώνονται ξαφνικά μπροστά του.
Ενθουσιασμένος με την αναπάντεχη αυτή συνάντηση, ο Λούης θέλει να μοιραστεί με τον πατέρα του το φανταστικό νέο, αλλά συνειδητοποιεί ότι εκείνος θέλει να μελετήσει τους καινούργιους του φίλους.
Στο μεταξύ, ο Λούης και οι καινούργιοι εκκεντρικοί του φίλοι θα ζήσουν μια ξεκαρδιστική, ανατρεπτική περιπέτεια στην προσπάθειά τους να επιστρέψουν οι εξωγήινοι σπίτι τους.
Μήπως ο Λούης θα έπρεπε να φύγει μαζί τους για να ξεφύγει από τα γήινά του προβλήματα; Ή μήπως μερικές φορές πρέπει να φτάσεις μέχρι τα άστρα για να βρεις πού ανήκεις πραγματικά;

Επαναπροβολή:

Ο κόκκινος Κύκλος ( Le Cercle Rouge/The Red Circle) LE CERCLE ROUGE /
Σκηνοθεσία: Ζαν Πιερ Μελβίλ
Παίζουν: Αλέν Ντελόν, Τζιαν Μαρία Βολοντέ, Ιβ Μοντάν

Μετά την πρόσφατη αποφυλάκισή του, ένας ληστής συνεργάζεται με έναν δραπέτη και έναν διεφθαρμένο κι αλκοολικό αστυνομικό, οργανώνοντας τη μεγαλύτερη ληστεία διαμαντιών στο Παρίσι.
Στην προτελευταία του ταινία -γνωστή για τη μεγάλη διάρκεια της τελευταίας της σκηνής- ο Ζαν Πιερ Μελβίλ επιστρέφοντας στο γνωστό του περιβάλλον των ασπρόμαυρων γαλλικής ταινιών με γκάνγκστερ, συγκεντρώνει τρεις αρχετυπικούς σκληρούς τύπους που συναντούν το πεπρωμένο τους.
Ένας κατάδικος ξεφεύγει από την επιτήρηση του επιθεωρητή και κρύβεται στο πορτ παγκάζ του αυτοκινήτου ενός νεαρού Γάλλου του υποκόσμου, που μόλις έχει βγει από τη φυλακή. Οι δυο τους, ελεύθεροι, αποφασίζουν να βοηθήσουν έναν αλκοολικό πρώην αστυνομικό για να στήσει μια περίτεχνη ληστεία σε ένα χρυσοχοείο του Παρισιού.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η ταινία δεν είχε προβληθεί στους κινηματογράφους έως το 1990, οπότε και παίχτηκε σε σαραντάλεπτη μεταγλωττισμένη κόπια.


Πηγή