Αυτή την εβδομάδα ο Γκας Βαν Σαντ με τον Χοακίν Φοίνιξ μάς ταξιδεύουν στον κόσμο του κομίστα Τζον Κάλαχαν.

Η Κέιτ Μπλάσετ και ο Τζακ Μπλακ κάνουν μαγικά, ο Johnny English, ο αστείος συνάδελφος του Τζέιμς Μποντ, σώζει την Βρετανία φορώντας πανοπλία, ενώ ο Γιώργος Πανουσόπουλος μάς συστήνει τη δική του ιδανική πολιτεία.

Μην Ανησυχείς, Δε Θα Φτάσει Μακριά Με τα Πόδια (Don’t Worry, He Won’t Get Far On Foot)
Σκηνοθεσία: Γκας Βαν Σαντ
Παίζουν: Χοακίν Φίνιξ, Τζόνα Χιλ, Ρούνι Μάρα, Τζακ Μπλακ

Ο Τζον Κάλαχαν έχει έφεση στο μαύρο χιούμορ και τον αλκοολισμό. Ένα δυστύχημα θα τον αφήσει για πάντα καθηλωμένο σε αναπηρικό καροτσάκι. Στο ταξίδι της επιστροφής από τον απόλυτο πάτο, ο Κάλαχαν βρίσκει την ομορφιά στον παραλογισμό της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ο Γκας Βαν Σαντ εμπνέεται από την αληθινή ιστορία και την αυτοβιογραφία του κομίστα Τζον Κάλαχαν και υπογράφει μια γλυκόπικρη ταινία επιβίωσης, χωρίς όμως το μαύρο χιούμορ του κεντρικού ήρωά της.
Ο Τζον Κάλαχαν, μουσικός κι εθισμένος στο αλκοόλ μετά από ένα σοβαρό τροχαίο, μένει τετραπληγικός. Ενώ δέχεται να κάνει φυσιοθεραπεία, με την παρότρυνση της κοπέλας του κι ενός εκκεντρικού και ζάμπλουτου μέντορα που γνωρίζει στις συναντήσεις των Ανώνυμων αλκοολικών, ο Κάλαχαν ανακαλύπτει το ταλέντο του να σχεδιάζει προκλητικά σκίτσα για εφημερίδες που τον κάνουν διάσημο. Το κοινό διχάζεται: κάποιοι τον λατρεύουν, κάποιοι τον μισούν. Ο Τζον όμως μέσα από αυτή τη δύσκολη περιπέτεια που τον φέρνει στα όριά του, βρίσκει σταδιακά το νόημα της καινούργιας του ζωής και μέσω της τέχνης του λυτρώνεται.

Ο Γκας Βαν Σαντ κινείται σε τρία επίπεδα αφήγησης : το ένα περιγράφει το παρελθόν του Τζον μέχρι τη στιγμή του ατυχήματος, στο δεύτερο παρακολουθούμε την προσπάθειά του να προσαρμοστεί στη δύσκολη πραγματικότητά του και στο τρίτο τον βλέπουμε πλέον ως διακεκριμένο κομίστα να δίνει μια διάλεξη σε φοιτητές.
Κινούμενος σε αυτούς τους τρεις χρόνους, ο Βαν Σαντ εστιάζει στο πώς ένα τυχαίο περιστατικό στέκεται καθοριστικό για έναν άνθρωπο και την πορεία του, χωρίς όμως να εκμεταλλεύεται επαρκώς τη σαρκαστική και ταυτόχρονα καθαρτική τέχνη του Κάλαχαν. Έτσι στέκεται περισσότερο στο πώς μια τραγική στιγμή μπορεί να αποβεί σωτηρία και στα περίεργα παιχνίδια της μοίρας.

Με εμμονή στις λεπτομέρειες ο Βαν Σαντ ξεφεύγει μεν από τα πλαίσια μιας τυπικής βιογραφίας, δεν στέκεται τόσο στις πληροφορίες για τη ζωή του Κάλαχαν, γι’ αυτό άλλωστε και τα περισσότερα πρόσωπα που τον περιβάλλουν λειτουργούν περισσότερο ως δορυφόροι του παρά ως χαρακτήρες αυτόνομοι, αλλά δεν καταφέρνει να γίνει « ιερόσυλος» και προκλητικός, όπως υπήρξε ο ίδιος ο Κάλαχαν.
Φυσικά, η εξαιρετική ερμηνεία του Χοακίν Φοίνιξ αποφεύγει τις εύκολες συγκινήσεις και τους μελοδραματισμούς και προσφέρει πολλά σε μια ταινία, που τελικά της λείπει αυτό το κάτι που θα την απογείωνε.

To Σπίτι με το Ρολόι στον Τοίχο (The House with a Clock in its Walls)
Σκηνοθεσία: Ελάι Ροθ
Παίζουν: Τζακ Μπλακ, Κέιτ Μπλάνσετ, Οουεν Βακάρο, Ρενέ Ελίζ Γκόλντσμπερι, Σάνι Σούλζικ

Ο Λούις, ένα ορφανό αγοράκι, μετακομίζει στο Μίσιγκαν για να ζήσει στο σπίτι του θείου του, Τζόναθαν. Εκεί ανακαλύπτει τον κόσμο της μαγείας, με τη βοήθεια του τελευταίου και της καλύτερής του φίλης, Φλόρενς. Σύντομα, ο Λούις θα αντιληφθεί πως το σπίτι έχει ένα μεγάλο μυστικό: στους τοίχους του κρύβεται ένα μαγικό ρολόι που έχει τη δύναμη να καταστρέψει τον κόσμο. Θα καταφέρουν άραγε οι τρεις μάγοι να το βρουν και να το σταματήσουν πριν να είναι πολύ αργά;

Ο Ελάι Ρόθ μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το μυθιστόρημα φαντασίας του Τζον Μπελέρς με την πάντα υπέροχη Κέιτ Μπλάνσετ και τον Τζακ Μπλακ, προσπαθώντας να ακολουθήσει τα χνάρια του Xάρι Πότερ.
Ένα μικρό αγόρι μυείται στον κόσμο της μαγείας, όταν μετά τον θάνατο των γονιών του, τον αναλαμβάνει ο εκκεντρικός του θείος, Τζόναθαν. Ο τελευταίος μαζί με τη φίλη του Φλόρενς, μια μεγάλη μάγισσα, που όμως έχει αποφασίσει να μην εξασκεί τις δυνάμεις της μετά από μια προσωπική της τραγωδία, προσπαθούν να λύσουν ένα αίνιγμα και να βρουν ένα μαγικό ρολόι που κρύβεται σε κάποιον από τους τοίχους του σπιτιού του Τζόναθαν. Το ρολόι αυτό μπορεί να γυρίσει τον χρόνο προς τα πίσω και ουσιαστικά να εξολοθρεύσει κάθε ίχνος ανθρώπινης ζωής. Ο μικρός Λούις, παρακούοντας την μοναδική εντολή που του έχει θέσει ο θείος του, θα ανοίξει ένα μουσικό ντουλάπι και θα ξυπνήσει από τον κόσμο των νεκρών έναν αδίστακτο μάγο.

Οι περιπέτειες ενός μικρού αγοριού που ανακαλύπτει τις μαγικές του δυνατότητες έχουν δοκιμαστεί με επιτυχία στον Χάρι Πότερ, γι’ αυτό μάλλον ο Ελάι Ροθ και οι παραγωγοί της ταινίας θεωρούν ότι το βιβλίο του Μπελέρς είναι μια μεγάλη ευκαιρία. Όμως οι συνταγές που επαναλαμβάνονται και μάλιστα με λειψά μέσα σπανίως έχουν αποφέρει αποτελέσματα, κι αυτό συμβαίνει και με « Το σπίτι με το ρολόι στον τοίχο », που δεν διαθέτει ούτε ένα εντυπωσιακό σύμπαν ούτε μια πρωτότυπη σκηνοθεσία.
Αντ’ αυτού με μια απλοϊκή πλοκή και χωρίς να αναπτύσσει τις σχέσεις ανάμεσα στα εκκεντρικά πρόσωπα του βιβλίου, η εκδοχή του Ροθ πολύ δύσκολα θα καταφέρει να συναγωνιστεί ανάλογα παραμύθια γοτθικής αισθητικής. Τα εφέ που χρησιμοποιούνται είναι σχεδόν μίζερα, η όλη ατμόσφαιρα έχει αντιγράψει χωρίς καμία πρωτοτυπία μια πληθώρα ταινιών κι οι αναφορές στον μεταφυσικό κόσμο είναι τόσο απλοϊκές που με δυσκολία πείθουν, οπότε το όλο εγχείρημα δεν ξεπερνάει το πλαίσιο μιας οικογενειακής περιπέτειας για να περνάει η ώρα.

Σ’ αυτή τη χώρα κανείς δεν ήξερε να κλαίει
Σενάριο – Σκηνοθεσία: Γιώργος Πανουσόπουλος
Παίζουν: Μαργαρίτα Πανουσοπούλου, Μπάμπης Χατζηδάκης, Φωτεινή Τσακίρη, Serge Requet-Barville

Eνας Γάλλος ευρωβουλευτής και μία νεαρή οικονομολόγος, φτάνουν με καΐκι στο ειδυλλιακό Αρμενάκι και έρχονται σε επαφή με τον αλλόκοτο τρόπο ζωής και τις ανατρεπτικές ηθικές αξίες των κατοίκων του. Εκεί θα γνωριστούν με τον αλλοπρόσαλλο δάσκαλο και την πληθωρική χήρα του νησιού και τελικά θα παραδοθούν στη δίνη του έρωτα, που μπορεί να αλλάξει τις ζωές των ανθρώπων.

Δεκατέσσερα χρόνια μετά από την « Τεστοστερόνη», ο Γιώργος Πανουσόπουλος επιστρέφει με μια ανάλαφρη κωμωδία, που περιγράφει μια κοινωνική και προσωπική ουτοπία.
Εμπνευσμένος για τον τίτλο του από τους στίχους του «Ήτανε λέει» του Άκη Πάνου, ο Γιώργος Πανουσόπουλος μάς συστήνει μια ιδανική κοινωνία , όπου τα χρήματα είναι ντεμοντέ και οι άνθρωποι ζουν με συλλογική συνείδηση, ελεύθεροι κι ωραίοι, απολαμβάνοντας την κάθε μέρα που περνάει.

Σε ένα ουτοπικό νησί λοιπόν που ισχύουν περίεργοι κανόνες, ένας Γάλλος ευρωβουλευτής και μια νεαρή οικονομολόγος θα γνωρίσουν πως υπάρχουν κι άλλοι τρόποι να διαρθρωθεί μια κοινωνία, θα ερωτευθούν και θα μάθουν να γεύονται τη ζωή.

Η πρόθεση του Πανουσόπουλου σίγουρα δεν είναι να προτείνει ένα νέο κοινωνικό μοντέλο, αλλά να κάνει μια κωμωδία που υμνεί την ξεγνοιασιά και την ομαδικότητα. Έτσι στα ειδυλλιακά τοπία της Ικαρίας και με τη συμμετοχή ντόπιων κατοίκων, που έχουν αναλάβει δευτερεύοντες ρόλους, ο Έλληνας σκηνοθέτης με ντοκιουμαντερίστικο τρόπο δημιουργεί μια ονειρική κατάσταση με χαριτωμένη αφέλεια, περιγράφοντας τη ζωή μιας μικρής κοινότητας που επέλεξε να χαράξει τον δικό της δρόμο κόντρα στο σύστημα.
Από ένα σημείο και μετά όμως, φαίνεται πως ξεμένει από ιδέες και οι ιδιαιτερότητες του νησιού εξαντλούνται, οπότε αρχίζουν οι άσκοπες επαναλήψεις, που προσπαθεί να διασκευάσει με ένα διονυσιακό κλίμα, το οποίο μεν χαρακτηρίζει το συνολικό του έργο, όμως εδώ μοιάζει αταίριαστο με τον ανάλαφρο τόνο της υπόλοιπης ταινίας, για να οδηγηθεί τελικά σε ένα ασκόπως διδακτικό φινάλε.

Υπεράνω Πάσης Υποψίας (The Catcher Was a Spy)
Σκηνοθεσία: Μπεν Λιούιν
Παίζουν: Πολ Ραντ, Μαρκ Στρονγκ, Σιένα Μίλερ, Τζεφ Ντάνιελς, Τομ Γουίλκινσον

Στα μέσα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, ο πρωτοκλασάτος αθλητής του μπέιζμπολ Μο Μπεργκ στρατολογείται σε μια νέα ομάδα: στο Γραφείο των Υπηρεσιών Ασφαλείας (τη μεταγενέστερη ΣΙΑ). O Μπεργκ δεν είναι ένας συνηθισμένος αθλητής: μορφωμένος, μιλάει εννέα γλώσσες και είναι συχνά καλεσμένος σε ένα δημοφιλές παιχνίδι γνώσεων της τηλεόρασης. Παρά την αναγνωσιμότητά του, ο Μπεργκ είναι ένας αινιγματικός άνδρας με ταλέντο στο να κρατάει μυστικά. Ο νεοσύλλεκτος κατάσκοπος σύντομα εκπαιδεύεται και ρίχνεται στο πεδίο της δράσης με σκοπό να εμποδίσει τον Γερμανό επιστήμονα Βέρνερ Χάιζενμπεργκ να φτιάξει μια ατομική βόμβα για τους ναζί.

Μια κατασκοπική ταινία που εκτυλίσσεται στη σκιά του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, έρχεται να μας συστήσει μια άγνωστη πλευρά της Ιστορίας, αλλά τελικά στερείται χαρακτήρα και ύφους.
Ο Μο Μπεργκ ήταν ένας πρωτοκλασάτος αθλητής του μπέιζμπολ, και όπως πολλοί λένε, ο πιο έξυπνος άνθρωπος του χώρου. Πολύγλωσσος και με ευρείες γνώσεις, αινιγματικός και μυστηριώδης, στρατολογείται από το γραφείο υπηρεσιών ασφάλειας των ΗΠΑ με σκοπό να προσεγγίσει τον νομπελίστα φυσικό Βέρνερ Χάιζενμπεργκ, για τον οποίο υπάρχουν υποψίες ότι συνεργάζεται με το Τρίτο Ράιχ, προκειμένου να κατασκευάσει μια ατομική βόμβα. Η αποστολή του Μπεργκ είναι να διασταυρώσει τις πληροφορίες και να εκτελέσει τον επιστήμονα, αν αποδειχθεί ότι αποτελεί απειλή.

Ο Μπεν Λιουν («Μαθήματα Ενηλικίωσης») παραπαίει ανάμεσα σε μια κλασική βιογραφία ενός ιδιαίτερου προσώπου και σε μια κατασκοπική περιπέτεια με νουάρ στοιχεία, χωρίς ποτέ τελικά να μπορέσει να βρει μια ξεκάθαρη ταυτότητα για την ταινία του, που όμως διαθέτει προσεγμένη αναπαράσταση της εποχής,. Έτσι από τη μία, το πρόσωπο του Μπεργκ παραμένει θολό,- ποτέ δεν μαθαίνουμε πώς απέκτησε όλες αυτές τις γνώσεις, ούτε τι τον οδήγησε στην κατασκοπεία- η προσωπική του ζωή και ο διχασμός του ανάμεσα στη σχέση του με μια νεαρή γυναίκα και τις ομοφυλοφιλικές του τάσεις απλώς περιγράφονται, ενώ παράλληλα τα όσα εκτυλίσσονται παρουσιάζονται μέσα από μια υποτονική γραμμική αφήγηση που γρήγορα χάνει το ενδιαφέρον της.

Το σενάριο του Ρόμπερτ Ρόντατ ( «Η διάσωση του στρατιώτη Ράιαν») που βασίζεται στο ομώνυμο βιογραφικό βιβλίο του Νίκολας Ντάβιντοφ, προσπαθεί να εκμεταλλευτεί μεν την αινιγματική φυσιογνωμία του Μπεργκ , αλλά τελικά δεν καταφέρνει να δημιουργήσει έναν στιβαρό χαρακτήρα ούτε μια ιστορία με δυνατή πλοκή και σασπένς.

Ο Johnny English Ξαναχτυπά (Johnny English Strikes Again)
Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Κερ
Παίζουν: Ρόουαν Ατκινσον, Έμα Τόμσον, Μπεν Μίλερ, Όλγα Κιριλένκο

Μια κυβερνοεπίθεση αποκαλύπτει τις ταυτότητες όλων των ενεργών μυστικών πρακτόρων της Βρετανίας. Ο «συνταξιούχος» Johnny English είναι η τελευταία ελπίδα των Μυστικών Υπηρεσιών. Αφήνοντας λοιπόν πίσω τη διδασκαλία, επανέρχεται στην ενεργό δράση με σκοπό να αποκαλύψει τους χάκερς, σε μια μετωπική σύγκρουση του αναλογικού παρελθόντος με το ψηφιακό μέλλον.

Η τρίτη ταινία με τον Johnny English, τον γκαφατζή συνάδελφο του Τζέιμς Μποντ, φέρνει σε σύγκρουση δυο διαφορετικούς κόσμους.
Αυτή τη φορά, το διαδίκτυο χακάρεται, προκαλώντας απίστευτο χάος στη Μεγάλη Βρετανία. Η πρωθυπουργός αναθέτει κατά ανάγκη τη διευθέτηση της κατάστασης στον Johnny English, που εργάζεται σε ένα σχολείο, διδάσκοντας γεωγραφία
τυπικά, ουσιαστικά όμως εκπαιδεύοντας τους μικρούς μαθητές του στην κατασκοπεία. Ο Johnny, επιμένοντας σε παραδοσιακές μεθόδους, καλείται να λύσει μια υπόθεση που απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις κι όπως καταλαβαίνετε, μπλέκει σε απίστευτες καταστάσεις.

Το ένδοξο παρελθόν της Βρετανίας και οι ηθικές αρχές ενός κόσμου που μοιάζει πλέον ξεπερασμένος έρχονται αντιμέτωποι με την τεχνολογική εξέλιξη και τους κακούς που θέλουν να καταστρέψουν την ανθρωπότητα πατώντας ένα κουμπί, ενώ ο Ρόουαν Άτκινσον αναλαμβάνει δράση, επαναλαμβάνοντας κωμικά γκανγκ που έχουμε δει άπειρες φορές με ελάχιστες στιγμές πρωτοτυπίας. Για να είμαστε δίκαιοι βέβαια, η σκηνή όπου ο Johnny θεωρεί πως κάνει εξάσκηση στην εικονική πραγματικότητα, αλλά στην ουσία παλεύει με μπαγέτες απέναντι σε αόρατους εχθρούς έχει την πλάκα της, όμως το σενάριο τόσο σε επίπεδο πλοκής όσο και σε επίπεδο διαλόγων μοιάζει με ξαναζεσταμένο φαγητό. Μοναδική εξαίρεση η Έμα Τόμσον, που υποδύεται την Βρετανίδα Πρωθυπουργό με λεπτό χιούμορ και υποδόριο φλέγμα.

Χάσαμε τον δρόμο… Στοπ! (Contromano/ Α Casa)
Σκηνοθεσία: Αντόνιο Αλμπανέζε
Παίζουν: Αντόνιο Αλμπανέζε, Άλεξ Φόντζα, Όντε Λεγκαστελουά

Ο Μάριο Καβαλάρο έγινε μόλις πενήντα ετών. Η ζωή του είναι μοιρασμένη ανάμεσα στο μαγαζί με κάλτσες που έχει κληρονομήσει από τον πατέρα του και σε έναν κήπο με λαχανικά που διατηρεί στο μπαλκόνι του σπιτιού του. Όταν ένας Σενεγαλέζος θα διαταράξει την τακτοποιημένη του καθημερινότητα, θα αποφασίσει να κάνει ένα ταξίδι που θα του αλλάξει όλα όσα πίστευε για τους «ξένους», την «ανοχή» και την πραγματική σημασία του να είσαι άνθρωπος.
Μια λαϊκή ιταλική κωμωδία που υποστηρίζει την ανοχή στη διαφορετικότητα, αλλά με απλοϊκό και κυρίως μονομερή τρόπο.
Ο Μάριο Καβαλάρο είναι ένας συντηρητικός και στενόμυαλος Ιταλός από το Μιλάνο, που ζει μια τακτοποιημένη κι αποστειρωμένη ζωή. Η καθημερινότητά του όμως αναστατώνεται από έναν Σενεγαλέζο πωλητή, που με αυτοπεποίθηση στήνει την πραμάτειά του και του κλέβει την πελατεία.
Πιστεύοντας ακράδαντα ότι πρέπει να βάλει τα πράγματα στη θέση τους, ο Μάριο σκέφτεται μια απλή, αν και εντελώς τρελή, λύση: να απαγάγει τον Όμπα και να τον γυρίσει πίσω από εκεί που ήρθε. Εξάλλου, όπως θεωρεί ο ίδιος, αν έκαναν όλοι το ίδιο, θα λυνόταν το μεταναστευτικό.
Ο Όμπα δέχεται την «απέλασή» του με τον όρο να τους συνοδέψει και η Νταλιντά, την οποία παρουσιάζει ως αδερφή του, ενώ στην πραγματικότητα είναι η αρραβωνιαστικιά του, μιας κι αυτό που οι δυο νέοι επιθυμούν είναι να εξασφαλίσουν ένα δωρεάν ταξίδι στην πατρίδα τους. Όταν όμως ο Μάριο αρχίζει να ερωτεύεται την Νταλιντά, τότε η κατάσταση περιπλέκεται.

Ο Αντόνιο Αλμπανέζε, που σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί σε αυτό το τρελό ταξίδι, αντιμετωπίζει με καλές μεν προθέσεις αλλά με απλοϊκή διάθεση το μεταναστευτικό ζήτημα, θεωρώντας πως οι διαπολιτισμικές διαφορές μπορούν να γεφυρωθούν αν υπάρχει καλή καρδιά, αλλά και κυρίως αποδοχή του δυτικού τρόπου ζωής. Γι’ αυτό άλλωστε και οι Σενεγαλέζοι ήρωες του αφομοιώνονται από τον δυτικό πολιτισμό, ενώ ο Μάριο αλλάζει την πολιτική του απέναντι στους ξένους, όταν τελικά αυτοί πείθονται πως εκείνος ξέρει καλύτερα και μπορεί με τις γνώσεις του να τους βοηθήσει.
Άρα τελικά ενώ φαινομενικά ο δημιουργός πάει κόντρα στις προκαταλήψεις, καταλήγει, ούτε λίγο ούτε πολύ να αντιμετωπίζει την κουλτούρα άλλων λαών ως μια γραφική ανάπαυλα που χαρίζει μεν χαμόγελο και ξεγνοιασιά, αλλά δεν μπορεί να είναι βιώσιμη, παρά μόνο αν υιοθετήσει τα δυτικά πρότυπα.

Επαναπροβολές:

Η Κλεό από τις 5 έως τις 7 (Cléo de 5 à 7)
Σκηνοθεσία-Σενάριο: Ανιές Βαρντά
Παίζουν: Κορίν Μαρσάντ, Αντουάν Μπουρσεγιέ, Ντομινίκ Νταβρέ

Η Κλεό είναι μια γαλλίδα τραγουδίστρια που περιμένει τα αποτελέσματα κάποιων ιατρικών εξετάσεων που έκανε. Πιστεύει ότι έχει καρκίνο και ότι θα πεθάνει σύντομα. Σε δυο ώρες έχει ραντεβού με το γιατρό και μέχρι τότε περιπλανιέται στους δρόμους του Παρισιού.

Το αριστούργημα της «γιαγιάς της νουβέλ Βαγκ» Ανιές Βαρντά, ένας ύμνος στη γυναικεία χειραφέτηση, επανακυκλοφορεί με νέες ψηφιακές κόπιες.

Με την κάμερα στο χέρι, μια καινοτομία που χαρακτηρίζει τους σκηνοθέτες της Νουβέλ Βαγκ, προσδίδοντας έτσι μια μοναδική αίσθηση ρεαλισμού, η Βαρντά αναζητά μια νέα κινηματογραφική γλώσσα ικανή να εκφράζει τη γυναικεία επιθυμία.
Σε μια περίοδο που ο πόλεμος στην Αλγερία επηρεάζει και ταρακουνά τη Γαλλία, η Κλεό, μια νεαρή τραγουδίστρια, περιπλανιέται για δύο ώρες στους δρόμους του Παρισιού, περιμένοντας τα αποτελέσματα της ιατρικής εξέτασης που, ενδεχομένως, θα επιβεβαιώσει τη διάγνωση του καρκίνου.

Μέσα από το βλέμμα μιας γυναίκας, η Βαρντά ακουμπά αρκετά από τα θέματα του υπαρξισμού, συμπεριλαμβανομένων των συζητήσεων περί θνησιμότητας, την ιδέα της απελπισίας και του νοήματος της ζωής. Μέσα από την Κλεό, σε έναν πανέμορφο εικαστικό ύμνο που εκτυλίσσεται στην περιοχή του Μονπαρνάς, η δημιουργός μάς παρουσιάζεται ο τρόπος που η γαλλική κοινωνία αντιμετωπίζει τις γυναίκες, ενσωματώνοντας στον τρόπο σκέψης των γυναικών τα στερεότυπα που οι άνδρες αποδίδουν σε αυτές. Η Κλεό παραπονείται συχνά ότι κανείς δεν την παίρνει στα σοβαρά, δεδομένου ότι είναι γυναίκα, και ότι οι άνδρες πιστεύουν ότι προσποιείται την ασθένειά της για να κερδίσει την προσοχή. Σταδιακά, όμως ενηλικιώνεται ως χαρακτήρας κι από ένα σημείο και μετά απελευθερώνεται από την εικόνα που έχουν οι άλλοι για αυτήν, προσπαθεί να αναγνωρίσει τον εαυτό της, να δει τις πραγματικές της ανάγκες και να φτιάξει τελικά τη δική της ταυτότητα.

New York Confidential
Σκηνοθεσία: Ράσελ Ράουζ
Παίζουν: Αν Μπάνκροφτ, Μπρόντερικ Κρόφορντ, Ρίτσαρντ Κόντε

Ένας πανίσχυρος μαφιόζος συνεργάζεται με διεφθαρμένους πολιτικούς και οργανώνει πληρωμένες δολοφονίες, κερδίζοντας αμέτρητα λεφτά. Σύντομα όμως μπαίνει και ο ίδιος στο στόχαστρο του πιο σκοτεινού κυκλώματος στο Μανχάταν.
O Ράσελ Ράουζ σκηνοθετεί ένα ατμοσφαιρικό νουάρ φιλμ, που βασίζεται σο ομώνυμο βιβλίο των Τζακ Λέιτ και Λι Μόρτιμερ.
Ο Τσάρλι Λούπο είναι ένας γκάνγκστερ, που διοικεί στη Νέα Υόρκη αρκετές συμμορίες εγκληματιών. Ο ίδιος ζει με την κόρη του την Κάθι, και την καινούργια του ερωμένη την Άιρις. Όταν γνωρίσει τον Νικ Ματζέλαν εντυπωσιάζεται από τις
ικανότητές του και τον προσλαμβάνει ως σωματοφύλακά του. Ανάμεσά στους δυο άνδρες αναπτύσσεται μια δυνατή φιλία, ενώ η Κάθι ερωτεύεται τον Νικ, που όμως δεν ανταποκρίνεται στο αίσθημά της.
Οι σχέσεις του Λούπο όμως με την πολιτική εξουσία είναι επικίνδυνες, όποτε όσοι έχουν στοιχεία για τη δράση του πρέπει να φύγουν από τη μέση, Ο Νικ καταφέρνει να εξολοθρεύσει δυο από όσους έχουν αποδείξεις, όμως ο τρίτος διαφεύγει και δίνει τον Λούπο στην αστυνομία. Εν τω μεταξύ η Κάθι σκοτώνεται σε ένα τροχαίο ατύχημα..
Ο Λούπο πλέον ανίσχυρος αποφασίζει να συνεργαστεί με τις αρχές, και τότε το συνδικάτο αναθέτει στον Νικ να σκοτώσει τον καλύτερό του φίλο.


Πηγή