Παρά την ολοένα αυξανόμενη ευαισθητοποίηση για το σοβαρότατο θέμα της κλιματικής αλλαγής, παρατηρείται, ακόμη, σημαντικό έλλειμμα σε εθνικό επίπεδο στην υιοθέτηση ολοκληρωμένων αλλά και πρακτικών στρατηγικών για την αντιμετώπισή της. Μέσα από την επιτακτική ανάγκη για τον περιορισμό των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής έχει προκύψει η δημιουργία σημαντικών συμφωνιών, νομοθεσιών, αλλά και πρωτοβουλιών και εργαλείων για την παρακολούθηση των επιδόσεων για την προστασία των κλιματικών συνθηκών, τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο εταιρειών. Για παράδειγμα, σε επίπεδο εταιρειών ο δείκτης CDP είναι από τους σημαντικότερους στον πλανήτη και παρακολουθεί την επίδοση κυρίως εισηγμένων εταιρειών που θέλουν να βελτιώσουν το περιβαλλοντικό τους αποτύπωμα.

Ενα σπουδαίο εργαλείο σε επίπεδο κρατών είναι και ο Δείκτης Κλιματικής Επίδοσης CCPI (Climate Change Performance Index), ο οποίος έχει στόχο του την ενίσχυση της διαφάνειας σε διεθνές επίπεδο για τις εκάστοτε πολιτικές για το κλίμα, αλλά, επίσης, αξιολογεί και συγκρίνει την προσπάθεια μεμονωμένων χωρών για την προστασία του περιβάλλοντος. Ο CCPI εστιάζει στην παρακολούθηση των επιδόσεων χωρών σε 4 κατηγορίες, από τις οποίες προκύπτει ένα τελικό αποτέλεσμα: 1. Εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (GHG Emissions). 2. Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ). 3. Ενεργειακή κατανάλωση. 4. Πολιτική για την κλιματική αλλαγή. Βάσει του τελικού αποτελέσματος δημιουργείται μια ετήσια κατάταξη, αλλά και τέσσερις επιμέρους για την κάθε κατηγορία.

Παρατηρώντας τη φετινή κατάταξη (2019), βλέπουμε πως η Ελλάδα μόλις «περνάει τη βάση» με συνολικό σκορ 50,86 και, σκαρφαλώνοντας 9 θέσεις ψηλότερα από πέρυσι, βρίσκεται στην 30ή θέση από τις συνολικά 60. Οι θέσεις καταλαμβάνονται από 56 χώρες και την Ευρωπαϊκή Ενωση, ενώ οι τρεις πρώτες θέσεις παραμένουν κενές υποδηλώνοντας πως καμία χώρα ακόμη δεν πληροί τα κριτήρια κάλυψής τους λόγω έλλειψης μέτρων για τον περιορισμό της ανόδου της παγκόσμιας θερμοκρασίας στους 2 βαθμούς Κελσίου. Κι ενώ είναι αναμενόμενη η μέτρια επίδοση της χώρας μας στην κατηγορία των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (24η θέση) και στη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (30ή θέση) παρά τις προνομιακές συνθήκες ηλιοφάνειας και ανέμου, εντύπωση κάνει η υψηλή επίδοσή μας στην ενεργειακή κατανάλωση (12η θέση), αλλά και η εξαιρετικά χαμηλή απόδοσή μας στην πολιτική για την κλιματική αλλαγή (54η θέση).

Αυτό το τελευταίο, ωστόσο, είναι και το πιο σοβαρό, καθώς η έλλειψη ολοκληρωμένης και πρακτικής στρατηγικής για το περιβάλλον και ενός πρακτικού πλάνου για τη βιώσιμη ανάπτυξη όπως έχουν άλλα ευρωπαϊκά κράτη, μόνο με μεμονωμένες εξαγγελίες των πολιτικών μας δεν μπορεί να οδηγήσει σε βελτίωση της τωρινής επιβαρυμένης κατάστασης. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, το γεγονός πως οι σκανδιναβικές χώρες, που έχουν τις καλύτερες επιδόσεις και τις υψηλότερες θέσεις στην κατάταξη του CCPI, εμφανίζουν και πιο αξιόλογες πολιτικές με κυβερνητικά μέτρα.

Φυσικά, δεν αρκεί μόνο τα κράτη να λάβουν μέτρα για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, αλλά και ο επιχειρηματικός μας κόσμος πρέπει να αναλάβει το μερίδιο ευθύνης που του αναλογεί. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με τον ορισμό πιο «βιώσιμων» προσεγγίσεων και εφαρμογή πρακτικών, όπως η μέτρηση και η μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος σε όλες τις μεσαίες και μεγάλες εταιρείες, αλλά και η δημιουργία κινήτρων για τη μείωσή του.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα, στη σημερινή Ελλάδα των χωματερών, το παράδειγμα της Νορβηγίας με το καινοτομικό εργοστάσιό της που παράγει ενέργεια από σκουπίδια και τροφοδοτεί σχεδόν τη μισή ενέργεια που απαιτεί το Οσλο, το οποίο και αναζητεί όλο και περισσότερα εισαγόμενα σκουπίδια από γειτονικές χώρες. Μήπως εκτός από απλοϊκές σκέψεις, όπως να τους στείλουμε τα σκουπίδια μας, θα πρέπει να κατασκευάσουμε ένα αντίστοιχο εργοστάσιο(α) εκεί όπου σήμερα βρίσκονται οι χωματερές;

Οι επιστήμονες έχουν κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου και ο χρόνος έχει αρχίσει να μετράει αντίστροφα ήδη. Είναι σημαντικό, λοιπόν, πέρα από εξαγγελίες, να οριστούν αυστηρές νομοθεσίες, πρότυπα και κατευθύνσεις, που θα θέσουν το νέο πλαίσιο για την προστασία του περιβάλλοντος και τη μείωση των εκπεμπόμενων ρύπων.

* Ο κ. Νίκος Αυλώνας είναι πρόεδρος του Κέντρου Αειφορίας (CSE), επισκέπτης καθηγητής Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (IMBA).

kathimerini.gr