Not everything that can be counted counts, and not everything that counts can be counted.

Ο ισχυρισμός σε μορφή λογοπαιγνίου που έχει προταχθεί του κειμένου ανάγεται στο 1910 και οφείλεται στον Α. Αϊνστάιν. Αν και ο συγκεκριμένος ισχυρισμός θα έγινε ασφαλώς για να περιγράψει άλλες καταστάσεις και σε διαφορετικό περιεχόμενο αναφοράς από αυτό που επιχειρεί να αναλύσει το παρόν σημείωμα, ωστόσο εκφράζει κατά τον καλύτερο τρόπο το πρόβλημα που περιβάλλει σήμερα την έννοια και κυρίως τη στατιστική εκτίμηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, το γνωστό σε όλους ΑΕΠ.

Το ΑΕΠ μετράει την αγοραία αξία του συνόλου των αγαθών και υπηρεσιών που παράχθηκαν σε μια χώρα σε μια δεδομένη χρονική περίοδο, συνήθως έτος ή τρίμηνο, και είναι η κεντρική έννοια γύρω από την οποία διαμορφώνεται το Σύστημα Εθνικών Λογαριασμών (ΣΕΛ). Το ΣΕΛ αποτελεί το βασικό εργαλείο για τη μελέτη της οικονομικής και κοινωνικής διάρθρωσης της αναπτυξιακής διαδικασίας μιας χώρας. Εχοντας ως υπόβαθρο το ΣΕΛ έγινε δυνατή η ποσοτικοποίηση της οικονομικής πολιτικής, εκτιμήθηκαν και μπήκαν αριθμοί σε συγκεκριμένα μεγέθη π.χ. κατανάλωση, επένδυση κ.λπ. και αναδείχθηκαν οι διασυνδέσεις τους. Συνοπτικά, σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο το ΑΕΠ ήταν ο βασικός και πιο περιεκτικός δείκτης αποτύπωσης της οικονομικής δραστηριότητας μιας χώρας αλλά και της ευημερίας του λαού της.

Στη σημερινή εποχή της άνευ προηγουμένου ανάπτυξης της ψηφιακής τεχνολογίας και της σημαντικής διεύρυνσης των ανισοτήτων, η πρόταση αυτή έχει χάσει βαθμούς αλήθειας. Το ΑΕΠ δεν είναι πια επαρκής δείκτης για την εκτίμηση του ρυθμού ανάπτυξης μιας οικονομίας και ούτε μπορεί να παίξει τον ρόλο του σαν μέτρο ευημερίας των πολιτών.

Η σημερινή συγκυρία χαρακτηρίζεται από το εξής παράδοξο. Ενώ η ψηφιακή τεχνολογία αναπτύσσεται εκθετικά σε όλες τις εκφάνσεις της (τεχνητή νοημοσύνη και μεγάλα δεδομένα, υπολογιστική νέφους, μηχανική μάθηση κ.λπ.), η παραγωγικότητα της οικονομίας και το ΑΕΠ στις ανεπτυγμένες χώρες σημειώνουν αναιμικούς και εύθραυστους ρυθμούς ανόδου. Αυτό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις θεμελιακές αρχές της θεωρίας της οικονομικής ανάπτυξης, σύμφωνα με την οποία η τεχνολογική πρόοδος είναι μεταξύ των κεντρικών προσδιοριστικών της παραγόντων.

Η συζήτηση για την ερμηνεία του φαινομένου έχει ανοίξει και διατυπώνονται ενδιαφέρουσες απόψεις. Το επιχείρημα ότι οι τεχνολογίες αυτές δεν έχουν διαχυθεί επαρκώς στην παραγωγική διαδικασία και κατά συνέπεια δεν μπορούν να απεικονιστούν στις στατιστικές είναι σίγουρα σωστό και έγκυρο.

Ωστόσο, είναι επίσης βέβαιο ότι οι σημερινές στατιστικές και το σε ισχύ ΣΕΛ υποεκτιμούν τις άυλες επιδράσεις των τεχνολογιών της πληροφορίας στην οικονομία και επιπλέον εμφανίζονται ανεπαρκείς για τη σύλληψη της πραγματικής ευημερίας των πολιτών.

Η τεχνολογία της πληροφορίας άλλαξε δραστικά τη λειτουργία της οικονομίας σε πολλούς τομείς απομονώνοντας από το σύστημα τιμών έναν μεγάλο αριθμό αγαθών και υπηρεσιών. Γίνομαι σαφέστερος. Εως τώρα η τεχνολογική πρόοδος επιδρούσε αποκλειστικά από την πλευρά της προσφοράς της οικονομίας και οδηγούσε σε εξοικονόμηση των εισροών στην παραγωγή: του κεφαλαίου και της εργασίας.

Η ψηφιακή τεχνολογία ενώ ενισχύει την προσφορά, διαμέσου των αλλαγών που επιφέρει στην οργάνωση των επιχειρήσεων, παράλληλα δημιουργεί έναν πολύ μεγάλο αριθμό νέων προϊόντων και υπηρεσιών τα οποία διατίθενται ελεύθερα σχεδόν παντού. Τα αγαθά αυτά επιδρούν απευθείας στον καταναλωτή δημιουργώντας πρόσθετη χρησιμότητα και ευημερία αυξάνοντας το πλεόνασμα του καταναλωτή. Τα παραδείγματα πολλά: φωτογραφίες, αναζήτηση λημμάτων σε ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια, μουσική, χάρτες κ.λπ., όλα αυτά είναι διαθέσιμα μόνο από ένα κινητό χωρίς να χρειάζεται η αγορά μιας πανάκριβης εγκυκλοπαίδειας, δίσκων ή ό,τι άλλο σχετικό. Τα εκατομμύρια καταναλωτών του Διαδικτύου που αναλώνουν αυτές τις υπηρεσίες αποκαλύπτουν ακούσια και αχρεωστήτως τις προτιμήσεις τους στις εταιρείες πληροφορικής. Η συγκέντρωση των προτιμήσεων που γίνεται από τους κολοσσούς της πληροφορικής αποτελεί το μη απτό κεφάλαιό τους, το οποίο βέβαια αξιοποιούν και αυτό φαίνεται στην αγοραία αξία των εταιρειών.

Αυτή η μη απτή παραγωγική και καταναλωτική διαδικασία δημιουργεί ευημερία, αδιανόητη πριν από μερικά χρόνια, και επειδή σε μεγάλη έκταση δεν υπάρχουν αγοραίες τιμές είναι δύσκολο να εκτιμηθεί η αξία της και να καταγραφεί στις στατιστικές των ΣΕΛ. Πολλές φορές δε, οδηγούμαστε στο παράδοξο η αύξηση της ευημερίας να συνοδεύεται με μείωση του ΑΕΠ.

Το ΑΕΠ στην άυλη μη απτή οικονομία της πληροφορίας αποτυγχάνει και στους δύο σκοπούς για τους οποίους έχει σχεδιαστεί, τόσο σαν δείκτης οικονομικής δραστηριότητας αλλά και σαν μέτρο ευημερίας. Η οικονομική επιστήμη όπως την ξέρουμε προϋποθέτει ότι τα αγαθά σπανίζουν και έχουν τιμή, αλλιώς δεν νοείται. Η τεχνολογία της πληροφορίας απαιτεί μια νέα αντίληψη για τη φύση της οικονομικής διαδικασίας και του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο εξελίσσεται, ώστε η αποτίμηση των επιδόσεών της να γίνεται με ακρίβεια και να βρίσκεται σε συνέπεια με την ευημερία.

Ο αναφερθείς μεγάλος επιστήμων άλλαξε την αντίληψή μας για τη φύση του χώρου και του χρόνου πριν από εκατό και πλέον χρόνια με δραστικές συνέπειες στην κατανόηση του φυσικού κόσμου. Μάλλον κάτι ανάλογο απαιτείται τώρα και στα οικονομικά.

* Ο κ. Νίκος Ζόνζηλος είναι πρώην στέλεχος της Διεύθυνσης Οικ. Μελετών της Τράπεζας της Ελλάδος και πρώην επιστημονικός συνεργάτης του ΙΟΒΕ.

kathimerini.gr