Οι πρώτες λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ θα αρχίσουν να βγαίνουν από το σύστημα την άνοιξη του 2020 και θα είναι οι δύο του Αμυνταίου (600 MW) και η Μεγαλόπολη ΙΙΙ (300 MW). Σταδιακά και μέχρι το 2023 θα αρχίσουν να αποσύρονται και οι υπόλοιπες μονάδες της ΔΕΗ, με τελευταίες τη μονάδα V του Αγ. Δημητρίου (375 MW) και τη νέα της Πτολεμαΐδας (660 ΜW).

Σε έναν ακόμη πιο φιλόδοξο στόχο απολιγνιτοποίησης από αυτόν που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης από το βήμα του ΟΗΕ, προσανατολίζεται το υπουργείο Ενέργειας. Με βασικό γνώμονα να σταματήσει η οικονομική αιμορραγία της ΔΕΗ από τον λιγνίτη, το υπουργείο Ενέργειας φέρνει τον ήδη φιλόδοξο στόχο πλήρους απολιγνιτοποίησης της εταιρείας από το 2028 στο 2023. «Οταν η ΔΕΗ έχασε πέρυσι από τις λιγνιτικές μονάδες 200 εκατ. ευρώ και φέτος προβλέπεται να χάσει πολύ περισσότερα, δεν μπορούμε παρά να βάλουμε τέλος σε αυτή την πληγή το ταχύτερο δυνατό», δηλώνει στην «Κ» ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κωστής Χατζηδάκης. Με βάση το νέο αυτό ορόσημο, το υπουργείο Ενέργειας «τρέχει» τα μοντέλα για το μείγμα καυσίμου στην ηλεκτροπαραγωγή μέχρι το 2030, στο πλαίσιο της αναθεώρησης του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) και η ΔΕΗ από την πλευρά της καταρτίζει το νέο business plan με τη συνδρομή της McKinsey.

Ο σχεδιασμός απαντά στο ζητούμενο της εξυγίανσης της ΔΕΗ και κινείται στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πολιτικής για την ενέργεια και το κλίμα, εμπεριέχει ωστόσο και ρίσκα σε σχέση με την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού της χώρας και τη διαμόρφωση του κόστους ρεύματος, δεδομένου ότι για ένα μεγάλο διάστημα η επάρκεια της εγχώριας αγοράς σε ηλεκτρισμό θα στηριχθεί στο εισαγόμενο φυσικό αέριο, αφού απαιτείται χρόνος για την πλήρη υποκατάσταση του λιγνίτη από τις ΑΠΕ. Το αρμόδιο επιτελείο του υπουργείου Ενέργειας πάντως, με επικεφαλής τον υφυπουργό Γεράσιμο Θωμά, έχει πλήρη επίγνωση της πολυπλοκότητας του σχεδίου απολιγνιτοποίησης, για τη ΔΕΗ, τους εργαζόμενους της επιχείρησης και των κοινωνικών και οικονομικών προεκτάσεων για τις περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και της Μεγαλόπολης. Εκτιμά ωστόσο ότι με την κατάλληλη κινητικότητα και συνεργασία μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών, που έχει ξεκινήσει ήδη, μπορεί να εφαρμοσθεί ένα εμπροσθοβαρές σχέδιο απολιγνιτοποίησης και να διασφαλισθεί η ομαλή και βιώσιμη μετάβαση στη μεταλιγνιτική εποχή, χωρίς να διακυβεύεται η ενεργειακή επάρκεια της χώρας. 

Οι πρώτες λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ θα αρχίσουν να βγαίνουν από το σύστημα την άνοιξη του 2020 και θα είναι οι δύο μονάδες του Αμυνταίου (600 MW) και η Μεγαλόπολη ΙΙΙ (300 MW). Σταδιακά και μέχρι το 2023 θα αρχίσουν να αποσύρονται και οι υπόλοιπες μονάδες της ΔΕΗ, με τελευταίες τη μονάδα V του Αγ. Δημητρίου (375 MW) και τη νέα μονάδα της Πτολεμαΐδας (660 ΜW). H Πτολεμαΐδα, για την οποία κυβέρνηση και ΔΕΗ αναζητούν ένα βιώσιμο σχέδιο λειτουργίας όπως και ο Αγ. Δημήτριος V, είναι πολύ πιθανόν να παραμείνουν στο σύστημα και μετά το 2023, προκειμένου ο λιγνίτης να συνεχίσει να συμμετέχει στο εθνικό μείγμα ηλεκτροπαραγωγής με ένα μικρό ποσοστό.

Η απόσυρση του λιγνιτικού στόλου της ΔΕΗ ανοίγει μοιραία θέμα μείωσης του προσωπικού της επιχείρησης. Το νομοσχέδιο, που παρουσίασε την περασμένη Πέμπτη σε συνέντευξη Τύπου ο υπουργός Ενέργειας Κ. Χατζηδάκης, ανοίγει τον δρόμο για τη μείωση του προσωπικού μέσω προγραμμάτων εθελουσίας εξόδου, που θα χρηματοδοτηθούν από τη ΔΕΗ κατά το μοντέλο που εφάρμοσε ο ΟΤΕ την περίοδο 2012-2014. Αν και η ΔΕΗ δεν έχει ακόμη οριστικοποιήσει τα πλάνα της για τη μείωση του προσωπικού, υπολογίζεται ότι στα προγράμματα εθελουσίας εξόδου θα μπουν τουλάχιστον 4.000 εργαζόμενοι που έχουν συμπληρώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα.

Εκτιμήσεις ανεβάζουν τον συνολικό αριθμό σε πάνω από 5,5 χιλιάδες, που αντιστοιχεί σχεδόν στο 1/3 του ανθρώπινου δυναμικού της ΔΕΗ σήμερα (16 χιλιάδες εργαζόμενοι). Ο τελικός αριθμός θα εξαρτηθεί και από τη δυνατότητα της ΔΕΗ να χρηματοδοτήσει τα σχετικά προγράμματα. Σε κάθε περίπτωση, η ΔΕΗ φαίνεται ότι θα είναι έτοιμη να εφαρμόσει το πρώτο πρόγραμμα εθελουσίας εξόδου στις αρχές του 2020.

Το ζήτημα της ενεργειακής επάρκειας μελετά πέραν του υπουργείου και ο ΑΔΜΗΕ, ο οποίος αμέσως μετά την ολοκλήρωση του ΕΣΕΚ θα κληθεί να καταρτίσει αναθεωρημένη μελέτη επάρκειας ισχύος με ορίζοντα το 2030. Το βέβαιο πάντως είναι ότι η απόσυρση του λιγνίτη αφήνει έδαφος για ανάπτυξη επενδύσεων στο φυσικό αέριο.

Ηδη η «Μυτιληναίος» και η Elpedison προχωρούν στην κατασκευή νέων μονάδων φυσικού αερίου, ενώ αντίστοιχα σχέδια έχουν και οι όμιλοι Κοπελούζου, ΤΕΡΝΑ και Καράτζη. Σχέδιο για νέα μονάδα φυσικού αερίου εξετάζει και η ΔΕΗ με πιθανότερο χώρο εγκατάστασης τη Δυτική Μακεδονία, όπου υπάρχουν υποδομές δικτύου που μπορεί να αξιοποιήσει.

Η αντιμετώπιση των κοινωνικών και οικονομικών επιπτώσεων στις περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και της Μεγαλόπολης από την απολιγνιτοποίηση είναι το τρίτο κρίσιμο μέτωπο που καλείται να διαχειριστεί η κυβέρνηση. Για τον σκοπό αυτό αναμένεται να συσταθεί μια διυπουργική επιτροπή με τη συμμετοχή των υπουργείων Ενέργειας, Οικονομίας και Ανάπτυξης, Μεταφορών και Αγροτικής Ανάπτυξης. Η Διυπουργική σε συνεργασία με την Παγκόσμια Τράπεζα και τους φορείς των περιοχών θα αναζητήσουν ένα συνολικό αναπτυξιακό πλάνο που θα είναι έτοιμο τον Ιούνιο του 2020 και θα χρηματοδοτηθεί από το νέο ΕΣΠΑ που θα αρχίσει να «τρέχει» από το 2021 και από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης. Η μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας προτείνει τη μετατροπή της Δυτικής Μακεδονίας σε ένα ενεργειακό hub νέων τεχνολογιών παραγωγής και αποθήκευσης ενέργειας, που θα μπορεί να τροφοδοτεί και τις αγορές των Βαλκανίων.

kathimerini.gr