Του Σπύρου Συμεών στην Romfea.gr
Είναι και κάποιες εποχές ξεχωριστές. Εποχές που η πίστη γέμισε τις καρδιές των ανθρώπων και τους κράτησε ενωμένους με ζήλο. Ζήλον όχι αυτόν που σήμερα αλλιώς κάποιοι τον μαρτυρούν αλλά ζήλον αγαθόν, πίστεως προς τον Χριστόν χωρίς καμία ένδειξη φανατισμού.
Γιατί χριστιανός δεν λογίζεσαι αν σε έχει κυριεύσει πνεύμα φανατισμού. Ο ζήλος έχει ξεκάθαρα όρια από αυτά του φανατισμού και δεν πρέπει να συγχέονται.
Η εποχή της Τουρκοκρατίας έφερε την αναγκαιότητα στους Ρωμιούς να ενοποιηθούν σώματι και πνεύματι και έστω και κάτω από αυτόν τον ζυγό τον Οθωμανικό να κρατήσουν ζωντανή στο διάβα τους μέσα στους αιώνες την πίστη μα και την ελληνικότητα τους.
Οι μάρτυρες εκείνης της εποχής μυριάδες και με παρρησία αλλα και θάρρος υπέρθεο, ο ένας μετά τον άλλον θυσίαζαν τα πρόσκαιρα για τα παντοτινά. Και αποτέλεσαν πρότυπα μα και στηρίγματα παρηγοριάς για όλους τους υποδουλωμένους εκείνης της εποχής.
Στην Πόλη των πόλεων, στην Κωνσταντινούπολη που άλλοτε αποτελούσε το κέντρο της εξελληνισμένης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας βρέθηκε κατά τα τέλη του 17ου αιώνα ένα μικρό φτωχόπαιδο από ένα ιστορικό μέρος που είναι χωμένο μέσα στο κατάφυτο από έλατα αλπικό τοπίο, από το Καρπενήσι. Αυτό το παιδί είχε το όνομα του Νικολάου, αυτού του αγίου των θαλασσινών.
Γεννήθηκε στο Καρπενήσι από γονείς ευσεβείς και φιλόθεους. Και όπως είναι φυσικό μια τέτοια οικογένεια δεν μπορεί παρά να είναι απλοϊκή.
Η μοίρα ή μάλλον ο Θεός θέλωντας να αναδείξει αυτό που μόνο Αυτός γνώριζε για την ψυχούλα του μικρού Νικόλα τον έφερε στην Κωνσταντινούπολη στην περιοχή του Ταχτά Καλέ, όπου ο πατέρας του είχε μεταναστεύσει και είχε ανοίξει ένα μικρό παντοπωλείο. Σύνηθες εκείνη την εποχή, πολλοί να έχουν μεταναστεύσει σε μεγαλύτερες πόλεις για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Κι έτσι ο μικρός Νικόλαος έφτασε κι αυτός να γίνει παντοπώλης δίπλα στον πατέρα του κι ας ήταν μόλις 15 ετών.
Έξυπνος, γρήγορος, σβέλτος μα και πρόθυμος πολύ, πώς να μην είναι πολύ καλός σε ότι του ανατέθηκε;
Και κάπως έτσι ο πατέρας του βλέποντας την σπιρτάδα του, ζήτησε από έναν γείτονα του ο οποίος ήταν κουρέας να του μάθει την γλώσσα των Αγαρινών προκειμένου να μπορεί να συνεννοείται και με τους μωαμεθανούς πελάτες του παντοπωλείου για να προχωρήσει και η δουλειά ακόμη περισσότερο.
Πράγματι ο μικρός Νικόλαος μετά τις δουλειές του παντοπωλείου πήγαινε στον κουρέα και του μάθαινε την Τουρκικήν.
Ο κουρέας εντυπωσιάσθηκε από τα χαρίσματα του μικρού Νικολάου και την ευφυία του μα και τον φθόνησε. Ο διάβολος εισήλθε στην ψυχή του κουρέα και σιγά σιγά μεθόδευσε τις κινήσεις του. Μα που να ‘ξερε ο δόλιος ο διάβολος ότι σχέδιο του Θεού θα έπραττε για να αναδείξει τον μικρό Νικόλαο μα και για να στηρίξει για μια ακόμη φορά τους υπόδουλους που τόσο ανάγκη το είχαν με ένα τρανό παράδειγμα σαν αυτό του Νικολάου του παντοπώλη από το Καρπενήσι.
Οι μεθοδεύσεις φτάσανε στο να γίνουν πράξεις κι έτσι ο κουρέας μαζί με ομοπιστούς του, έστησαν παγίδα στον νεαρό Νικόλαο…
Μια μέρα καθώς ήρθε στο κουρείο ο Νικόλαος για το μάθημα είδε αρκετούς να έχουν μαζευτεί εκεί. Ο κουρέας τον πήρε και του έκανε το μάθημα, ενώ όπως συνήθιζαν οι δυο τους μετά το τέλος του μαθήματος, του έδινε ένα κείμενο να το διαβάζει προκειμένου να εξασκείται μα και να δει την πρόοδο του. Αυτήν την φορά “τύγχανε” να θέλει να δείξει την πρόοδο του μπροστά στους φίλους του. Το κείμενο αυτό όμως δεν ήταν ένα οποιοδήποτε κείμενο αλλά ήταν το σαλαβάτι των Τούρκων που με αυτό διαβάζοντας το, ομολογούσαν την πίστη τους στον Αλλάχ.
Ο μικρός Νικόλαος χωρίς να ξέρει τι είναι άρχισε να το διαβάζει μπροστά σε όλους και καθώς το τελείωσε οι φίλοι του κουρέα άρχισαν να τον επευφημούν γεμάτοι χαρά. Μπράβο Νικολάε, μπράβο έγινες ένας από εμάς, ασπάσθηκες την πίστη μας. Μπράβο, μπράβο φώναζαν.
Ο μικρός παντοπώλης όμως παραξενεύτηκε και τους λέγει πως δεν έκαμε κάτι τέτοιο και ότι ο ίδιος είναι χριστιανός και αυτό δεν πρόκειται να το αλλάξει. Εκείνη δε την περίοδο το χριστιανός για τους Έλληνες ήταν απόλυτα συνυφασμένο με την εθνικότητα τους, μιας και προσπαθούσαν να κρατήσουν καθετί που τους χαρακτηρίζει τόσους αιώνες.
Ο κουρέας και οι εκεί παρευρισκόμενοι του εξήγησαν τι είχε μόλις διαβάσει ενώ ο Καρπενησιώτης παντοπώλης άρχισε να αντιδρά και να διαμαρτύρεται ότι δεν ήξερε τι είναι αυτό που διάβαζε μιας και αποτελούσε συνήθεια με τον δάσκαλο του να του δίδει ένα κείμενο να το διαβάζει στο τέλος του μαθήματος.
Αυτοί ευθύς αμέσως τον άρπαξαν και τον οδήγησαν στον καϊμακάμην (πολιτικό και στρατιωτικό αξιωματούχο των Οθωμανών) όπου με χαρά του ανέφεραν πως ασπάσθηκε την πίστη τους. Ο Νικόλαος όμως συνέχιζε να το αρνείται κι αυτοί υπέδειξαν το σαλαβάτι που κρατούσε στα χέρια του.
Μα και πάλι το Καρπενησιωτόπουλο αντέδρασε και εξήγησε με θάρρος ότι με πλάγια μέσα του το έδωσαν να το διαβάσει χωρίς ο ίδιος να γνωρίζει. Ο καϊμακάμης προσπάθησε να του δείξει πως στην πίστη την δικιά τους θα έχει πολλά καλά τα οποία επειδή είναι μικρός δεν μπορεί να τα καταλάβει ακόμη και να τα ξεχωρίσει από την πίστη των Ρωμιών. Μάλιστα του έταξε οφφίκια και πλούτη μα ο Νικόλαος τα απαρνήθηκε.
Ο καϊμακάμης συνεχίζοντας αυτό που ο κουρέας είχε ξεκινήσει με δόλιο τρόπο διέταξε να τον δέσουν σε μια κολώνα με τα χέρια πίσω και του έκαμαν περιτομή με το ζόρι.
Να Νικολάε τώρα έγινες δικός μας, δεν μπορείς να το αρνηθείς, του είπε ο καϊμακάμης.
Για να λάβει απάντηση που ίσως κι ένας μεγάλος στην ηλικία δεν θα τολμούσε μπροστά σε έναν αξιωματούχο να πει. “χριστιανός είμαι, τον Χριστόν μου πιστεύω ως τον μόνον αληθινόν Θεόν. Τι με κόπτετε; Και το κορμί μου όλο να κόψετε σε μικρά κομματάκια εγώ δεν Τον αρνούμαι και μόνον Αυτόν θα πιστεύω μιας και είναι ο μόνος που αν και αοράτως μου στέκεται και με ενδυναμώνει.
Εξόργησε τους παρευρισκόμενους και ο καϊμακάμης διέταξε να τον φυλακίσουν μαζί με τους φονιάδες που βρίσκονταν στα μπουντρούμια δίδοντας εντολή στους δεσμοφύλακες να μην του δώσουν ούτε ψωμί, ούτε νερό.
Πέρασαν 65 ημέρες μέχρι που διέταξε να φέρουν τον παντοπώλη ξανά μπροστά του και ο καϊμακάμης αν και τον είδε να λάμπει και να μην έχει εξασθενήσει από τις κακουχίες αλλά λες και είχε έρθει από γιορτή με γεύματα καθημερινά προσπάθησε να τον πείσει να μετανοήσει και να ομολογήσει την πίστη του στον Αλλάχ.
Μάταιο και πάλι, μιας και ο Νικόλαος όσο πιεζόταν να ομολογήσει υπέρ του Αλλάχ αυτός ομολογούσε με την θέρμη της νιότης του, τον Χριστό λέγοντας τους ότι όσα βάσανα κι αν του προκαλέσουν αυτός τον Χριστό θα ομολογεί.
Τον έκλεισαν μέσα στην φυλακή ξανά με την εντολή στους δεσμώτες του να τον ραβδίζουν συχνά ωσάν και τότε οι Ρωμαίοι έκαμαν στον Χριστό για να “συνετιστεί”. Μα και πάλι τίποτε δεν κατάφεραν. Μέχρι και που του έταξαν την κόρη ενός Αγαρηνού μια πολύ όμορφη κοπέλα μαζί με τα πλούτη της οικογένειας της ως προίκα για να λάβουν την απάντηση από τον Νικόλαο πως η καρδιά του έχει περισσότερα πλούτη από αυτά που μπορεί ο κάθε άνθρωπος να του προσφέρει.
Αφού μετά από τόσα και τόσα τεχνάσματα αλλά και βάσανα δεν κατέστη δυνατόν να μεταπείσουν τον νεαρό παντοπώλη ο καϊμακάμης έδωκε την εντολή να τον αποκεφαλίσουν στην περιοχή του Ταχτά Καλέ.
Οι δήμιοι του καθώς τον οδηγούσαν προς τα εκεί έβλεπαν τον παντοπώλη πάντοτε με μια χαρά λες και τον οδηγούσαν σε γλέντι χαράς, σε γλέντι γάμου και απορρούσαν…
Η στιγμή έφτασε. Του δένουν τα μάτια με ένα μαντήλι και του δίδουν την εντολή να γονατίσει. Ευθύς αμέσως με χαρά ο μικρός Νικόλαος γονάτισε και περίμενε με ανυπομονησία και λαχτάρα να πετάξει προς τους ουρανούς. Να απαλλαγεί από την φθαρτότητα του κόσμου ετούτου για να φτάσει στην αιωνιότητα δίπλα στον Χριστό που τόσο λαχταρούσε μα και τόσο Ο Ίδιος του στάθηκε.
Το ημερολόγιο έγραφε 23 Σεπτεμβρίου του 1672 ημέρα Δευτέρα όπου ο δήμιος στο Ταχτά Καλέ του απέκωψε το νήμα της γήινης ζωής του και τον οδήγησε εν άγνοια του στην ουράνια βασιλεία του Πανάγαθου.
Μυριάδες άγγελοι εκύκλωσαν το Ταχτά Καλέ και έδωκαν ουράνια αίγλη σε αυτόν τον τόπο. Με στεφάνια ο καθένας στα χέρια του προσπαθούσαν να δουν ποιος θα τον πρωτοστεφανώσει. Άγιος, άγιος εκραύγαζε ο ουρανός στην γη και υποδέχεταν τον τίμιο μάρτυρα που η πολύπαθη γη δώριζε στον Πλάστη της.
Τον παντοπώλη που η νιότη του δεν στάθηκε εμπόδιο στην στεφάνωσι του αλλά αποτέλεσε κόσμημα ως ένα άλλο σπάνιο διαμαντένιο πετράδι που λάμπει εκεί στον ουρανό. Τον 15χρονο που η ολίγον τι ξανθή κόμη του αποτελεί νοητή συνέχεια του φωτοστέφανου της αγιοτητός του. Τον Καρπενησιώτη Άγιο Νικόλαο που όποιος κι αν επικαλεσθεί την μεσιτεία του θα λάβει γιατί τρέχει με αυτήν την γρηγοράδα της νιότης του..!!!
Το μαρτυρικό του λείψανο περιλούσθηκε από άκτιστο φως και οι Αγαρηνοί έντρομοι το έγκλημα να συγκαλύψουν, έλεγαν πως αυτοί την κεφαλή του έκοψαν και ο Θεός φωτιά του έριξε.
Κάποιοι χριστιανοί βλέποντας αυτό το θαυμαστό γεγονός ζήτησαν έναντι αδράς αμοιβής από τον καϊμακάμην το λείψανο του αγίου ώστε να το ενταφιάσουν και τον έθαψαν στην Μονή της Παναγιάς εις την Χάλκη.
Λείψανα του βρίσκονται σήμερα στην Μονή Ξηροποτάμου (μεταξύ των οποίων και η τίμια κάρα του) αλλά και στην μονή της Παναγίας της Προυσιώτισσας όπου τελείται παραμονή προς ανήμερα μεγάλη αγρυπνία προς τιμήν του ίδιου αλλά και του αγίου Ιωάννου του Βραχωρίτη όπου συνεορτάζουν την ίδια ημέρα. Όπως είναι φυσικό αποτελεί τον προστάτη πολιούχο Άγιο του Καρπενησίου όπου με τιμές τον εορτάζουν μιας και είναι το μεγάλο τους καύχημα.