Ο άγιος Αρσένιος γεννήθηκε στο Τβερ από γονείς πλούσιους και ευγενείς, από τους οποίους έλαβε λαμπρή μόρφωση, εντυπώνοντάς του ταυτόχρονα φόβο Θεού και διδάσκοντάς τον ότι τα αγαθά τούτου του κόσμου είναι εφήμερα.

Προικισμένο με ζωηρό πνεύμα και δεκτικό στα πνευματικά, ο νεαρός ένιωσε γρήγορα ξένος και παρεπίδημος στον κόσμο. Μόλις πέθαναν οι γονείς του, απελευθέρωσε τους υπηρέτες του, προς μεγάλη δυσαρέσκεια της υπόλοιπης οικογένειας, και μοίρασε την περιουσία του στους πτωχούς. Ύστερα, παρακινημένος από εσωτερική φωνή, πήγε στη Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου.

Όταν ζήτησε από τον ηγούμενο να τον δεχτεί εξαιτίας των πολλών του αμαρτιών, εκείνος κατάλαβε αμέσως ότι κάποιο ιδιαίτερο χάρισμα αναπαυόταν σε αυτό τον νέο υποψήφιο για τον μοναχικό βίο. Για να τον δοκιμάσει ωστόσο του είπε: «Διάλεξε έναν άλλο πιο εύκολο δρόμο!». Ο νέος του αποκρίθηκε χρησιμοποιώντας μάλιστα τα ίδια τα λόγια του Κυρίου: «Ουδείς επιβαλών την χείρα αυτού επ’ άροτρον και βλέπων εις τα οπίσω εύθετος εστίν εις την βασιλείαν του Θεού» (Λκ. 9:62).

Αφού έγινε δεκτός στο μοναστήρι, τον εμπιστεύθηκαν σε ένα πεπειραμένο γέροντα. Στα διάφορα διακονήματα υπάκουε πάντα χωρίς την παραμικρή αντιλογία, και ποτέ δεν τον άκουσαν να αργολογεί. Η παραδειγματική διαγωγή του και οι διανοητικές του ικανότητες κίνησαν την προσοχή του μητροπολίτη Κιέβου, αγίου Κυπριανού [16 Σεπτ.], που τον προήγαγε στο βαθμό του αρχιδιακόνου και τον έκανε ιδιαίτερο γραμματέα του. Κατόπιν, όταν ο άγιος Κυπριανός έφυγε για τη Μόσχα να διαδεχθεί τον αποθανόντα μητροπολίτη Αλέξιο, εξέλεξε τον Αρσένιο επίσκοπο παρά την αντίστασή του και του εμπιστεύθηκε την έδρα του Τβερ, ανταποκρινόμενος στο αίτημα του ηγεμόνα και των κατοίκων (1391).

Μένοντας προσηλωμένος στη μοναχική ζωή, ο νέος επίσκοπος ίδρυσε στα περίχωρα του Τβερ την Μονή Ζελτίκοβο, όπου του άρεσε να αποσύρεται στην ησυχία και την προσευχή. Όταν επέστρεφε στην πόλη, μετέδιδε στους κατοίκους, με τη διδασκαλία του αλλά προπαντός την ευαγγελική του βιοτή, αυτό το μήνυμα ειρήνης και αγάπης του οποίου τα μοναστήρια αποτελούν ζωντανή πραγμάτωση. Καθώς αγαπούσε τους πτωχούς, τους μοίραζε ελεημοσύνες, περιποιόταν και θεράπευε τους ασθενείς, και χρησιμοποιούσε όλη του την επιρροή για να υπερασπιστεί τους θλιβομένους, μη διστάζοντας να απειλήσει τους ηγεμόνες του Τβερ με τη θεία οργή όταν δείχνονταν άδικοι και τυραννικοί.

Εκοιμήθη εν ειρήνη το 1409 και τον έβαλα στον τάφο που είχε ανοιχθεί στη Μονή Ζελτίκοβο. Το 1483, τα τίμια λείψανά του βρέθηκαν άφθαρτα και η Εκκλησία τον συγκαταρίθμησε επισήμως στους αγίους το 1547. Μερικά χρόνια αργότερα, ένα νεκρός αναστήθηκε μπροστά στα τίμιά του λείψανα.

Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος έβδομος, Μάρτιος. Εκδόσεις Ορμύλια, Μαρτίου Β’.

agrinio24.gr