Του Σπύρου Συμεών για την Romfea.gr
Το συναξάρι πάντοτε είναι ωφέλιμο για τον κάθε αναγνώστη του. Είναι ένα βιβλίο της ζωής όπου καθημερινά προστίθονται ξανά και ξανά σελίδες σε αυτό. Άλλωτε με βίους και μαρτυρία και άλλωτε με θαύματα των αγίων.
Ξέρετε οι άγιοι έφτασαν κοντά στην θέωση, δεν έγιναν όμως θεοί, έγιναν μέτοχοι της Βασιλείας του Θεού αλλά ως άνθρωποι δεν ήταν ούτε αλάνθαστοι ούτε άτρωτοι. Είχαν αδυναμίες ανθρώπινες που “απλά” τις μετρίασαν, τις έκαμαν πέρα και κατάφεραν να αγαπήσουν τον Θεό και τον συνάνθρωπο τους παραπάνω και από τον ίδιο τους τον εαυτό.
Έτσι και ο Άγιος Ορέστης ο οποίος γιορτάζει σήμερα 13 Δεκεμβρίου, σαν άνθρωπος δεν ήταν άτρωτος αλλά μετρίασε τους φόβους του και τις αδυναμίες του βλέποντας την Αλήθεια και ακολουθώντας Την.
Το μαρτύριο του δεν έγινε στις 13 Δεκεμβρίου μολονότι η μνήμη του τιμάται αυτήν την ημέρα. Μαρτύρησε λίγες μέρες πριν έπειτα από τα μαρτύρια που υπέστησαν άλλοι τρεις και λίγο πριν το μαρτύριο του 5ου μιας ευλογημένης πεντάδας μαρτύρων που ο Θεός τους δοξάζει ανά τους αιώνες για την αυταπάρνηση τους, την ανιδιοτέλεια τους, την πίστη τους και την αγάπη τους προς Τον Ίδιο. Κι έτσι για να τους τιμήσουν όλους μαζί τους εορτάζουμε την ίδια μέρα.
Μπροστά στο μαρτύριο του Αγίου Ορέστη ήταν και ο Άγιος Ευστράτιος. Με εντολή του ηγεμόνα ετοιμάστηκε για τον νεαρό Ορέστη ένα πυρακτωμένο κρεββάτι κάτω από το οποίο έκαιγε φωτιά μεγάλη τόσο που είχε κοκκινίσει το σιδερένιο κρεββάτι.
Στην θέα αυτού ο Ορέστης εδειλίασε προς στιγμήν και βλέποντας το αυτό ο Ευστράτιος του λέγει. “Μην δειλιάζεις παιδί μου Ορέστη, ο φόβος είναι στο μυαλό και ο πόνος κρατάει λίγο ενώ τα ουράνια αγαθά είναι αιώνια. Μην λησμονείς το μαρτύριο του Αγίου Αυξεντίου και των υπολοίπων μαρτύρων. Μη φοβού.
Ο Ορέστης μετά από αυτό ενδυναμώθηκε και πήδηξε με χαρά και ορμή πάνω στο πυρακτωμένο κρεβάτι κάνοντας το σημείο του σταυρού αναφώνησε “Κύριε σε Σένα παραδίδω την ψυχή μου” και η ψυχή του στεφανωμένη πέταξε προς τον Ουράνιο Πατέρα. Το μαρτύριο του έλαβε χώρα στην Καππαδοκία στα τέλη του 4ου αιώνα.
Αιώνες αργότερα στο νησί της Χίου που ήταν συνδεδεμένο αρκετά με την Καππαδοκία υπήρχε ένα μετόχι των άγιων Πέντε Μαρτύρων, που υπαγόταν στη Νέα Μονή.
Εκείνη την χρονιά που στην οποία αναφερόμαστε, βαρύς και σφοδρός ήταν ο χειμώνας. Εξαιτίας του υπερβολικού χιονιού δεν μπόρεσαν οι πατέρες να κατέβουν στο μετόχι ούτε και οι προσκυνητές να έλθουν στο εκκλησάκι. Μόνος του ο Εφημέριος χτύπησε το σήμαντρο και άρχισε τον Όρθρο.
Ξαφνικά βλέπει πέντε ευπρεπείς ανθρώπους να εισέρχονται με ευλάβεια στο Ναό, άγνωστοι στον ιερέα, να παίρνουν θέσεις, ανά δυο στα αναλόγια και στην μέση ο νεότερος να αναλαμβάνει καθήκοντα κανονάρχη.
Τα πρόσωπά τους, του φάνηκαν οικεία, η δε ενδυμασία τους παράξενη, οι φωνές τους λαμπρές, το ύφος τους επιβλητικό. Όμως τον έπιασε η περιέργεια να μάθει ποιοι ήταν.
Έφτασε η ώρα του συναξαρίου. Ο νεαρός κανονάρχης διαβάζει: … Ο δε άγιος Ορέστης απυγόμενος τω κραββάτω εμειδίασεν και προσεσχηκώς τω αγίω Ευστρατίω είπεν: Εύξαι υπέρ εμού… .
Δηλαδή, ο δε άγιος Ορέστης, καθώς οδηγείτο στο κρεββάτι εμειδίασε και αφού πλησίασε τον άγιο Ευστράτιο, τον παρεκάλεσε να προσευχηθεί.
Τη στιγμή εκείνη, ο άνθρωπος που όπως αντιλήφθηκε εκ των υστέρων ο ιερέας έμοιαζε με τον άγιο Ευστράτιο σηκώνει τα μάτια του και βλέποντας με πολλή προσοχή τον νεαρό κανοναρχη ο οποίος ήταν ο Ορέστης, του λέγει:
—Γιατί μεταβάλλεις τα λόγια και δεν τα λες όπως είναι γραμμένα; Ανάγνωσε το σημείο αυτό για δεύτερη φορά.
Αυτός όμως και πάλι άλλαξε το ρήμα και αντί να αναγνώσει εδειλίασε, επειδή ντρεπόταν ξαναείπε, εμειδίασε .
Τότε ο άγιος Ευστράτιος του φωνάζει δυνατότερα:
—Διάβασε το όπως το έπαθες, διότι δεν εμειδίασες βλέποντας το κρεβάτι, αλλά εδειλίασες.
Και αμέσως μετά από το λόγο αυτό και οι πέντε έγιναν άφαντοι.
Βλέποντας ο ιερέας το παράδοξο έμεινε έκπληκτος για πολλή ώρα. Όταν συνήλθε, τελείωσε την ακολουθία και όταν αργότερα κατάφεραν κάποιοι να ανέβουν στο μετόχι διηγήθηκε το γεγονός.
Ένα χαριτωμένο και θαυμαστό γεγονός που δείχνει πως οι άγιοι μπορεί να έφτασαν στην θέωση αλλά δεν έπαψαν να έχουν μικρές αδυναμίες.
Ντράπηκε ο Άγιος Ορέστης όταν κέρδισε τον παράδεισο και κοίταξε πίσω στην πρόσκαιρη δειλία του η οποία θα μπορούσε να του στερήσει την αιώνια ζωή για την οποία όλοι μας θα έπρεπε να αγωνιούμε να γίνουμε μέτοχοι της και όχι να αγωνιούμε για μια πιο υλικιστική γεμάτη μισαλλοδοξία, εγωιστική ζωή η οποία μας μετατρέπει σε κενούς ανθρώπους αντί να προσπαθούμε να μεταλαχθούμε σε καινούς.