Γεννημένος το 1866 στο Βαχρομέγκεβο, χωριό στην περιοχή του Γιαροσλάβ, ο άγιος πατήρ ημών Σεραφείμ (Μουράγιεφ) επιθυμούσε από μικρός να γίνει μοναχός.
Επειδή όμως ένας Γέροντας του σύστησε να αποκτήσει πρώτα οικογένεια και να αφιερωθεί ύστερα στην ασκητική ζωή, μπήκε στην υπηρεσία ενός εμπόρου της Αγίας Πετρούπολης και επέδειξε τέτοια επιδεξιότητα ώστε έγινε πολύ γρήγορα έμπιστός του. Μετά τον γάμο του ασχολήθηκε για λογαριασμό του με το εμπόριο γούνας και απέκτησε γρήγορα μεγάλη περιουσία, που την διέθετε σε ελεημοσύνες και στη ενίσχυση ναών και μοναστηριών.
Μια μέρα, γυρνώντας από ένα επαγγελματικό ταξίδι στο εξωτερικό, πήγε στον κουρέα, αλλά για κάποιο ανεξήγητο λόγο δίστασε επανειλημμένα να καθήσει στην πολυθρόνα. Στο τέλος ο κουρέας έπεσε στα πόδια του κλαίγοντας και του ομολόγησε ότι είχε την πρόθεση να τον σφάξει για να καρπωθεί την περιουσία του. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τις σοφές συμβουλές τού πατρός Βαρνάβα, εξομολόγου στη Λαύρα του αγίου Αλεξάνδρου Νέφσκυ, τον έκαναν να αποφασίσει να αποταγεί του κόσμου, σε συμφωνία με τη σύζυγό του που εισήλθε στο κοινόβιο της Αναστάσεως.
Αφού μπήκε στη Λαύρα το 1920, έγινε γρήγορα μοναχός και σε επτά χρόνια μόνον ενεδύθη το μεγάλο Σχήμα (1) με το όνομα Σεραφείμ. Χειροτονήθηκε και ιερέας την ίδια χρονιά και έγινε ατύπως εξομολόγος της Λαύρας. Η χάρη του Θεού ακτινοβολούσε μέσα του, δια του χαρίσματος της διακρίσεως και της παρηγορίας, τόσο ώστε πλήθη πιστών δεν άργησαν να συρρέουν στο κελλί του για να λάβουν την ευλογία του.
Τον καιρό του νέου κύματος διωγμών κατά της Εκκλησίας, που άρχισαν το 1930, οι μοναχοί τής Λαύρας διασκορπίσθηκαν και στάλθηκαν στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Σολόφκι, όπου οι περισσότεροι έχασαν τη ζωή τους μαζί με πολλούς άλλους ιερείς και μοναχούς. Καθώς οι γιατροί, έχοντας διαγνώσει τις πολλές παθήσεις του πατρός Σεραφείμ, τον είχαν χαρακτηρίσει μη δυνάμενο να μετακινηθεί μέχρι τον Μεγάλο Βορρά, τον περιόρισαν στην κωμόπολη Βύριτσα, τρεις ώρες με τραίνο από την Αγία Πετρούπολη. Εδώ ο άγιος, καθηλωμένος στο κρεβάτι από την αρρώστια, ασκούσε το λειτούργημα του παρηγορητή στον δοκιμαζόμενο λαό, προπαντός κατά τους φοβερούς χρόνους του Β’ παγκοσμίου Πολέμου και της γερμανικής κατοχής. Αφιερώθηκε τότε στη νηστεία και την προσευχή, και έμεινε χίλιες νύχτες σε μια πέτρα μεσιτεύοντας για τη σωτηρία της πατρίδας του, κατά μίμηση του προστάτη του αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ, που τον είχε ατενίσει σε όραμα πολλές φορές.
Παρά τις ενοχλήσεις και τις συχνές επισκέψεις της μυστικής αστυνομίας, και αφού περνούσε τις νύχτες του με προσευχή, αφιέρωνε την ημέρα δεχόμενος αυτούς που προσέρχονταν και που μάλιστα έρχονταν από μακριά για να του εμπιστευτούν τον πόνο τους. Με την πρώτη ματιά καταλάβαινε την πνευματική κατάσταση των επισκεπτών του και τις ανάγκες τους, και ήξερε να λέει στον καθένα το λόγο που θα τον ανέπαυε ή την παραίνεση που θα του επέτρεπε να αντιμετωπίσει με πίστη τις δυσκολίες. Στη διδασκαλία του υπογράμμιζε ιδιαίτερα την αγάπη των εχθρών και έλεγε: «Τουλάχιστον μια φορά στη ζωή μας, ας ανάψουμε ένα κερί για όλους τους υβριστές μας!» Άνθρωποι κάθε λογής, ακόμη και άπιστοι συνωθούνταν έξω από το κελλί του που ήταν εξίσου πηγή ιαμάτων για τους πάσχοντες. Ο μητροπολίτης Αλέξιος της Αγίας Πετρούπολης ήρθε να τον ρωτήσει μήπως έπρεπε να εκπατρισθεί, αλλά ο Σεραφείμ του αποκρίθηκε ότι είχε κλήση να γίνει πατριάρχης και να κατευθύνει τη ρωσσική Εκκλησία επί είκοσι πέντε χρόνια, πράγμα που πραγματοποιήθηκε.
Σε μια εποχή που οι περισσότερες εκκλησίες ήταν κατεστραμμένες ή κλειστές, ο πατήρ Σεραφείμ προείπε ότι θα ερχόταν μια μέρα που η πίστη θα αναβίωνε, οι πιστοί κάθε ηλικίας θα γέμιζαν τους ναούς, και μια ιερή πομπή θα ξετυλιγόταν μέσα από τους δρόμους της Αγίας Πετρούπολης, από την εκκλησία της Θεοτόκου του Καζάν μέχρι τη Λαύρα Άγιος Αλέξανδρος Νέφσκυ. Αυτή η πρόρρηση έμελλε να υλοποιηθεί το 1991, όταν μετά την ανακάλυψη των λειψάνων του αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ, τα περιήγαγαν εν πομπή μέσα από πολλές μεγάλες πόλεις της Ρωσίας, ως σύμβολο της αναγεννημένης πίστης.
Αφού περάτωσε το σωτήριο έργο του τα χρόνια εκείνα της δοκιμασίας, χωρίς να ζητήσει ποτέ από τον Θεό να τον ελαφρώσει από τις αρρώστιες του, ο άγιος Σεραφείμ εκοιμήθη εν ειρήνη στις 3 Απριλίου / 21 Μαρτίου του 1949. Μετά την κοίμησή του ολόκληρη η πόλη πένθησε επί μία εβδομάδα, και έπειτα πολλά θαύματα επιτελέσθηκαν κοντά στο μνήμα του. Πολύ πριν την ανακήρυξή του, τον τιμούσαν ως άγιο όχι μόνο στην περιοχή της Αγίας Πετρούπολης αλλά και σε ολόκληρη τη Ρωσσία και το εξωτερικό.
(1) Στην ρωσική Εκκλησία δεν ενδύονται το Μέγα Σχήμα παρά μοναχοί δοκιμασμένοι χρόνια στην ασκητική βιοτή.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος έβδομος, Μάρτιος. Εκδόσεις Ορμύλια, Μαρτίου ΚΓ’ (23).