Μία βόλτα σε ένα από τα υπέροχα χωριά της βόρειας Τοσκάνης, στην Ιταλία, μπορεί να επιφυλάσσει μία μεγάλη έκπληξη στον ταξιδιώτη. Ένα μονοπάτι αποκαλύπτει στον παρατηρητικό την πέτρινη βάση του, κάτω από το χώμα και το βάρος των αιώνων. Είναι η στιγμή που ο περιπατητής βαδίζει πάνω σε μία αρχαία ρωμαϊκή οδό.

Είναι η περίφημη Via Francigena, μία οδός προσκυνητών, ηλικίας χιλίων ετών και μήκους δύο χιλιάδων χιλιομέτρων, που συνδέει το Καντέρμπουρι της Αγγλίας με τη Ρώμη. Το όνομά της δείχνει πως περνά μέσα από τη Γαλλία, αλλά στη διάρκεια της ιστορίας της ήταν επίσης γνωστή και ως Via Romea, σαφής αναφορά στην πόλη στην οποία καταλήγει. Άλλωστε, ως γνωστόν, όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη.

Η φράση μπορεί σήμερα να είναι ένα αγαπημένο κλισέ, όταν όμως η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία γνώριζε τη μεγαλύτερή της άνθιση, αποτύπωνε μία πραγματικότητα. Καθώς οι Ρωμαίοι επέκτειναν την κυριαρχία τους, κατασκεύαζαν δρόμους που συνέδεαν τις κατεκτημένες πόλεις με την καρδιά της αυτοκρατορίας. Αφότου ο Χριστιανισμός έγινε η επίσημη θρησκεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τον 4ο αιώνα, οι κάτοικοι της επικράτειας της αυτοκρατορίας είχαν νέους, θρησκευτικούς λόγους να επισκέπτονται την πρωτεύουσα. Όπως το να δουν τους τάφους των αποστόλων Πέτρου και Παύλου, όπως εξηγεί στο BBC η συγγραφέας Carla Mackey, συγγραφέας του οδηγού για τη Via Francigena, η οποία έχει διασχίσει πολλά κομμάτια της αρχαίας οδού.

Οι προσκυνηματικές «αποστολές» έχουν ηλικία αιώνων και περιλαμβάνουν ανθρώπους από πολλά πνευματικά και θρησκευτικά περιβάλλοντα, όπως τους  Θιβετιανούς Βουδιστές και τα ταξίδια τους προς τη Λάσα και το ετήσιο μουσουλμανικό προσκύνημα στη Μέκκα. Η Via Francigena ήταν ο δρόμος της Καθολικής Εκκλησίας, σύμφωνα με τη  Mackey, με τον Πάπα Βονιφάτιο VIII να οργανώνει το πρώτο καθολικό έτος «ιωβηλαίου» στα 1300, όταν όποιος έκανε το προσκυνηματικό ταξίδι μέχρι τη Ρώμη μπορούσε να «σβήσει» τις αμαρτίες του. Εάν μάλιστα οι προσκυνητές ήταν πολύ αφοσιωμένοι στο καθήκον τους, μπορούσαν να συνεχίσουν το προσκύνημά τους μέσω της νότιας Ιταλίας προς την Ιερουσαλήμ.

Στα 990 μ. Χ, ο Αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρι είχε έναν ακόμα πιο πρακτικό λόγο να φτάσει στη Ρώμη.  Έχοντας αναλάβει τα προβεβλημένα καθήκοντά του, έπρεπε να επισκεφθεί το Βατικανό για να χειροτονηθεί και να παραλάβει τα επίσημα ενδύματά του. Την εποχή που έκανε το ταξίδι υπήρχαν πολλοί διαφορετικοί δρόμοι για τη Ρώμη.

Αλλά εκείνος, που είχε ξεκινήσει από το Καντέρμπουρι, κατέγραψε την πορεία της επιστροφής του μέσω Ιταλίας, Ελβετίας και Γαλλίας με κατάληξη τη Βρετανία, σημειώνοντας τις πόλεις στις οποίες είχε σταματήσει κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του. Ο δρόμος που ακολούθησε είναι η επίσημη Via Francigena. Το μόνο κομμάτι της που δεν μπορεί να γίνει με τα πόδια είναι το κανάλι της Μάγχης, το οποίο οι προσκυνητές του μεσαίωνα διέσχιζαν με βάρκες- και οι σύγχρονοι μέσω του τούνελ ή με φέρι που συνδέουν το Ντόβερ και το Καλαί.

Καθώς η Αναγέννηση ανθούσε στην Ευρώπη, η Via Francigena άρχισε να μην είναι η προτιμητέα οδός. Η δημοφιλία της περιορίστηκε καθώς οι εμπορικοί δρόμοι πολλαπλασιάζονταν και «έστριβαν» για να περάσουν μέσα από τη Φλωρεντία, μία από τις πιο σημαντικές πνευματικά, καλλιτεχνικά και εμπορικά ιταλικές πόλεις της εποχής.

Η Via Francigena ξεχάστηκε στο μεγαλύτερο μέρος της, αν και τμήματά της εξακολούθησαν να χρησιμοποιούνται ως τοπικοί δρόμοι και μονοπάτια περιπατητικά. Τα πράγματα έμειναν κάπως έτσι μέχρι το 1985. Ήταν η εποχή που ο ανθρωπολόγος, συγγραφέας και εξερευνητής Giovanni Caselli από την Τοσκάνη αναζητούσε νέα θέματα για να γράψει ταξιδιωτικά βιβλία. Ενθουσιώδης περιπατητής καθώς ήταν, κι έχοντας περπατήσει στον δρόμο του Μεταξιού σε Κίνα, Ουζμεπικιστάν και Τατχικιστάν, έμαθε για το ταξίδι του Αρχιεπισκόπου του Καντέρμπουρι και αποφάσισε να βαδίσει κι εκείνος τη Via Francigena.

«Έμπαινα σε μία πόλη και ρωτούσα τους ντόπιους ποια είναι η αρχαιότερη οδός από το ένα σημείο στο άλλο» εξηγεί στο BBC. «Και πάντα έφερνε αποτελέσματα η ερώτηση αυτή, γιατί η μνήμη, σε τοπικό επίπεδο, αυτών των μονοπατιών, διατηρείται». Ο Caselli περπάτησε από το Καντέρμπουρι ως τη Ρώμη, διασχίζοντας την αγγλική ύπαιθρο, το κανάλι της Μάγχης, τη γαλλική ύπαιθρο, τις ελβετικές Άλπεις και τελικά τους σαγηνευτικούς λόφους της Τοσκάνης.

Μετά τη δημοσίευση του βιβλίου του για τη Via Francigena, το 1990, η αρχαία οδός άρχισε να προσελκύει και πάλι την προσοχή του κόσμου. Το 1994, αναγνωρίστηκε ως Πολιτιστική Διαδρομή από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Και το 2006, οι οργανώσεις που την εποπτεύουν αποφάσισαν για την τύχη της, θεωρώντας την επίσημη οδό των σύγχρονων προσκυνητών. Πολλοί τη θεωρούν εναλλακτική ή και διαδοχική διαδρομή του προβεβλημένου και πολυσύχναστου Camino de Santiago στην Ισπανία.

Διασχίζοντας το ιταλικό κομμάτι της Via Francigena, είναι σύνηθες για τον περιπατητή να συναντά κι άλλους, όπως και ποδηλάτες, που απολαμβάνουν τον δρόμο με το «βάρος» των αιώνων. Τα βόρεια κομμάτια του όμως, στην Αγγλία, τη Γαλλία και την Ελβετία, είναι συνήθως άδεια. Αυτό παρατήρησαν και οι Βρετανοί Nell Sleet και Luke Smith, που βάδισαν όλο το μήκος της Via Francigena το 2017, και διασταυρώθηκαν μόνο με έξι ακόμα πεζοπόρους τον πρώτο μήνα του ταξιδιού τους.

Στην αρχή, όπως περιγράφουν στο μπλογκ τους, η τρίμηνη πεζοπορία τους φαινόταν κάτι τρελό. Αλλά ο δρόμος τους μαγνήτιζε λες, και τους κρατούσε στην τροχιά του. Κι έτσι, χωρίς να το πολυσυνειδητοποιούν, βάδισαν κι αυτοί την πορεία που είχαν βαδίσει τόσοι άνθρωποι αιώνες πριν.

«Ποιος κανονικός άνθρωπος περπατά τόσο πολύ; Είναι όμως διασκεδαστικό, νιώθαμε σαν ο δρόμος να μας καλεί» εξήγησαν στο BBC.


Πηγή