Ένας εκκεντρικός εκατομμυριούχος δημιουργεί μια τράπεζα σπέρματος με γονίδια από εξαιρετικά ευφυείς ανθρώπους, με ιδιαίτερη προτίμηση σε όσους έχουν πάρει Νόμπελ. Στόχος να υπάρξει μια κοινωνία γεμάτη διάνοιες.

Αυτή η περιγραφή δεν αποτελεί το σενάριο ταινίας στο Χόλιγουντ που θα απολαύσουμε σύντομα στο σινεμά, αν και αναμφισβήτητα θα μπορούσε να είναι. Είναι η πραγματική ιστορία του Ρόμπερτ Γκράχαμ, του ανθρώπου που έφτιαχνε πλαστικούς φακούς για γυαλιά μυωπίας και παρά τα εκατομμύρια που είχε αποκτήσει ένιωθε ένα εσωτερικό κενό γιατί άλλο πράγμα ήθελε να κάνει στη ζωή του. Ο Γκράχαμ είχε εμμονή από την παιδική του ηλικία με τη βελτίωση του ανθρώπινου γενετικού υλικού. Πίστευε ότι οι διάνοιες είχαν την υποχρέωση να πάνε μπροστά την κοινωνία και να αναπαραχθούν, εξάλλου και ο ίδιος είχε κάνει 8 παιδιά.

Το 1960 ξεκίνησε αυτή την προσπάθειά του δημιουργώντας έναν οργανισμό που αναλάμβανε να πληρώσει όλα τα έξοδα της γέννας και ανατροφής των παιδιών που έφερναν στον κόσμο φτωχά ζευγάρια με «ανώτερα διανοητικά προσόντα» όπως τα χαρακτήριζε.

Η ιδέα αυτή μετεξελίχθηκε το 1980 στην «τράπεζα σπέρματος των βραβείων Νόμπελ», η οποία θα έδινε στις γυναίκες «το καλύτερο σπέρμα, πάνω από το μέσο όρο δεν ήταν αρκετό», όπως ήταν μία από τις χαρακτηριστικές φράσεις πάνω στο διαφημιστικό φυλλάδιο. Ο ιδρυτής του πίστευε ότι η τράπεζα σπέρματος δεν θα μπορούσε να βάλει φρένο στην αναπαραγωγή ηλιθίων από το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας, θα μπορούσαν όμως μερικοί έξυπνοι άνθρωποι να διόρθωναν τα λάθη των ανόητων μαζών.

«Όσο καλύτερη είναι η ανθρώπινη γονιδιακή ομάδα, τόσο καλύτεροι άνθρωποι θα προκύψουν. Όσο φτωχότερη η ανθρώπινη γονιδιακή ομάδα, τόσο πιο άχρηστοι και βλαβεροί οι άνθρωποι» έλεγε με αποτέλεσμα να προκαλέσει αντιδράσεις και πολλοί μάλιστα να τον κατακρίνουν για την προσπάθειά του να αναβιώσει τις ιδέες που οδήγησαν στην άνοδο των Ναζί. Ο ίδιος το αρνιόταν.

Η τράπεζα στεγάστηκε αρχικά στο υπόγειο ενός σπιτιού στο Σαν Ντιέγκο και στη συνέχεια μεταφέρθηκε σε ένα μικρό γραφείο στο Εσκοντίντο στην Καλιφόρνια. Ο Γκράχαμ άρχισε να ψάχνει μανιωδώς Νομπελίστες που θα έδιναν το πολύτιμο γενετικό υλικό τους για το καλό της ανθρωπότητας. Μόνο τρεις δέχτηκαν να τον βοηθήσουν, αλλά μόλις το εγχείρημά του τράβηξε τα φώτα της δημοσιότητας οι δύο απέσυραν το ενδιαφέρον τους. Ο μόνος που έδωσε το σπέρμα του στην τράπεζα ήταν ο Γουίλιαμ Μπράντφορντ Σόκλε, ο οποίος το 1956 είχε τιμηθεί με το βραβείο Νόμπελ για την εφεύρεση του τρανζίστορ. Ο Σόκλε είχε κατακριθεί ως ρατσιστής αφού συχνά πυκνά υποστήριζε ότι οι λευκοί είναι εξυπνότεροι από τους μαύρους. Ακόμα και αυτός όμως, φοβούμενος μία νέα κοινωνική κατακραυγή, δεν έδωσε ξανά σπέρμα.

Η «τράπεζα σπέρματος των βραβείων Νόμπελ» έμεινε στα κρύα του λουτρού, χωρίς κανένα Νομπελίστα να θέλει να συμμετάσχει στην προσπάθεια του Γκράχαμ. Έπρεπε να βρεθεί ένα άλλο σχέδιο για να γεμίσουν τα αποθέματα της τράπεζας.

«Αντί να ψάχνω νομπελίστες αποφάσισα να προβλέψω ποιοι θα μπορούσαν να πάρουν το βραβείο» είπε στο περιοδικό «Slate» ο συνεργάτης του Γκράχαμ, Πολ Σμιθ. Και κάπως έτσι ξεκίνησε το κυνήγι νέων εθελοντών.

Στο στόχαστρο μπήκαν φοιτητές του Μπέρκλεϊ με υψηλό δείκτη ευφυίας. Όμως σύντομα Γκράχαμ και Σμιθ κατάλαβαν ότι το μυαλό δεν ήταν το μόνο που ενδιέφερε τις γυναίκες που θα λάμβαναν σπέρμα από την τράπεζα. «Οι γυναίκες συνήθιζαν να ρωτούν αν ο δότης ήταν όμορφος, ψηλός και αθλητικός. Συνειδητοποιήσαμε ότι αν δίναμε επιλογές θα έπρεπε να ήταν ρεαλιστικές επιλογές» είπε ο Σμιθ.

Το κυνήγι εθελοντών στέφθηκε με αποτυχία. Από τους 100 άνδρες που προσεγγίστηκαν δέχτηκαν να δώσουν σπέρμα τουλάχιστον 10. «Κάποιοι νόμιζαν ότι ήμουν Ναζί ή ο ίδιος ο διάβολος. Κάποιοι αρνήθηκαν γιατί οι γυναίκες τους τους είπαν «όχι». Κάποιοι ήταν στείροι» είπε ο Σμιθ. Η τράπεζα βέβαια πάντα ζήταγε το ιατρικό ιστορικό του δότη και απέκλειε όσους είχαν είχαν αδύναμο σπέρμα ή κάποια ασθένεια. Και φυσικά δεν τους πλήρωνε.

Όσοι δέχτηκαν να δώσουν το σπέρμα τους στην τράπεζα του Γκράχαμ ήταν αυτοί που συμφωνούσαν με τις απόψεις του για την ευγονική. «Ένας δότης μου είπε ότι πιστεύει ότι συνεισφέρει περισσότερο στην κοινωνία δωρίζοντας σπέρμα του στην τράπεζα του Γκράχαμ παρά με τις πατέντες του. Και είχε 17» είπε ο Σμιθ μιλώντας στο περιοδικό «Slate».

Από την «τράπεζα σπέρματος των βραβείων Νόμπελ» γεννήθηκαν 218 παιδιά. Ο Γκράχαμ θεωρούσε αυτά τα παιδιά δικά του και στα περισσότερα έστελνε και δώρα.

Ο Ρόμπερτ Γκράχαμ πέθανε το 1997 σε ηλικία 91 ετών και η οικογένειά του αποφάσισε να κλείσει την τράπεζα το 1999.

Ντόρον Μπλέικ, το διάσημο παιδί της «τράπεζας σπέρματος των βραβείων Νόμπελ»

Νεογέννητος ο Ντόρον Μπλέικ λάτρευε την κλασική μουσική. Στην ηλικία των δύο χρησιμοποιούσε με άνεση τον ηλεκτρονικό υπολογιστή και στο νηπιαγωγείο διάβαζε Άμλετ και έλυνε ασκήσεις άλγεβρας. Στα 6 το IQ του ήταν 180, αν και δεν τελείωνε τα τεστ που του έβαζαν γιατί βαριόταν, όπως έλεγε.

Ο Ντόρον ήταν ένα από τα παιδιά της τράπεζας σπέρματος του Γκράχαμ. «Ήμουν το έμβλημά του. Το αγόρι με το υψηλό IQ, το καλύτερο του αποτέλεσμα» λέει στο «Slate». Η μητέρα του Άφτον Μπλέικ τον εξέθεσε από μικρό στα φώτα της δημοσιότητας και μέχρι τα 18 του είχε δώσει 100 συνεντεύξεις!

Η Μπλέικ πήγε στην τράπεζα σπέρματος όταν ήταν 40 χρονών. Ο Γκράχαμ συνήθιζε να απορρίπτει τις γυναίκες που δεν είχαν παντρευτεί, αλλά η Μπλέικ, που ήταν ανύπαντρη, του είπε ψέματα. Η πρώτη προσπάθεια με σπέρμα από Νομπελίστα απέτυχε και η 40χρονη έμεινε έγκυος τη δεύτερη φορά.

Ως ενήλικας ο Ντόρον θεωρεί την ιδέα του Γκράχαμ χαζή. «Το γεγονός ότι έχω υψηλό IQ δεν με κάνει έναν καλό ή χαρούμενο άνθρωπο. Όλοι περιμένουν να έχω κάνει πολλά πράγματα, αλλά δεν έχω. Δεν έχω κάνει κάτι ιδιαίτερο. Δεν πιστεύω ότι η εξυπνάδα με κάνει άνθρωπο. Αυτό που κάνει κάποιον άνθρωπο είναι το μεγάλωμα με αγάπη από γονείς που δεν καταπιέζουν. Αν είχα γεννηθεί με IQ 100 και όχι 180 θα έκανα τα ίδια στη ζωή μου. Αυτό που αγαπώ περισσότερο στον εαυτό μου δεν είναι η εξυπνάδα μου, αλλά ότι νοιάζομαι για τους άλλους και προσπαθώ να κάνω καλύτερες τις ζωές τους» λέει.

Ο Ντόρον αισθάνεται μια διαρκή πίεση να δείξει κάτι που δεν είναι. Όλοι τον κρίνουν, όπως λέει, και περιμένουν κάτι ιδιοφυές από αυτόν. «Δεν είμαι κάτι φανταστικό. Νιώθεις πίεση γιατί δεν θέλεις να απογοητεύσεις τους άλλους, δεν νιώθεις ελεύθερος να είσαι αυτό που θα ήθελες. Όλοι έχουν προσδοκίες. Δεν νιώθω ασφαλής κοντά σε ανθρώπους που δεν γνωρίζω και δεν εμπιστεύομαι εύκολα» επισημαίνει.

Ο νεαρός δεν έγινε επιστήμονας όπως ήταν ο δότης-πατέρας του. Δεν πήγε στο Χάρβαρντ, αλλά στο Κολέγιο Ριντ στο Όρεγκον όπου σπούδασε μουσική που λατρεύει.

Πηγή