Σε όλη τη διάρκεια της δράσης της «17 Νοέμβρη» υπήρχαν πολλοί κρίσιμοι σταθμοί. Είναι αλήθεια, για παράδειγμα, πως ένα από τα πλέον κομβικά σημεία ήταν η επίθεση κατά του τότε υπουργού Οικονομικών Γιάννη Παλαιοκρασσα όπου έχασε τη ζωή του ο άτυχος Θάνος Αξαρλιάν. Ήταν μια ρωγμή που ουδέποτε διορθώθηκε ακόμα και ανάμεσα στα μέλη της οργάνωσης.
Μια, εξίσου, κρίσιμη καμπή ήταν η εκτέλεση του Παύλου Μπακογιάννη ο οποίος αν και βουλευτής της ΝΔ είχε μεγάλο έρεισμα στους ψηφοφόρους της Αριστεράς εξαιτίας της αντιδικτατορικής του δράσης. Ήταν ένα χτύπημα που στοίχισε σε υποστηρικτές στη 17Ν.
Οι άλλες δύο εκτελέσεις, που είχαν τεράστιο συμβολισμό και τρομακτικές επιπτώσεις για την οργάνωση, ήταν αυτή του αρχιβασανιστή της χούντας Ευάγγελου Μάλλιου και του βρετανού ταξίαρχου Στίβεν Σόντερς.
Οι δυο αυτές υποθέσεις είναι σε ένα βαθμό συνδεδεμένες μεταξύ τους, έστω και αν ανάμεσα σε αυτά τα χτυπήματα της «Ε.Ο. 17 Νοέμβρη», μεσολαβούν, περίπου, 24 χρόνια! Η εκτέλεση του Μάλλιου, ήταν αυτή που έδωσε στην οργάνωση το απαραίτητο (για κάθε αντάρτικο πόλης που θέλει να μακροημερεύσει) λαϊκό έρεισμα και η αντίστοιχη του βρετανού στρατιωτικού ακολούθου ήταν αυτή που, μέσα από μια σειρά γεγονότων, το αφαίρεσε και, ουσιαστικά, σηματοδότησε την αρχή του τέλους.
Η εκτέλεση του αρχιβασανιστή της χούντας
Παραμονές Χριστουγέννων του 1975 πέφτει νεκρός από σφαίρες αγνώστων ο σταθμάρχης της CIA στην Ελλάδα, Ρίτσαρντ Γουέλς. Οι καιροί είναι ύποπτοι. Οι πληγές από την επτάχρονη δικτατορία ακόμα ανοιχτές. Αν κάποιος διαβάσει τα όσα έγραφαν οι εφημερίδες τότε, σε συνδυασμό με όσα ξέρουμε σήμερα, σίγουρα θα βάλει τα γέλια. Μέχρι και για κάποιους… «πολύ μελαψούς» οι οποίοι «δεν μιλούσαν καθόλου ελληνικά» έγραφαν.
Προφανώς και οι δημοσιογράφοι δεν τα έβγαζαν αυτά από την «κοιλιά» τους. Αυτή ήταν η άτυπη ενημέρωση από την αστυνομία που ήθελε γρήγορα- γρήγορα να διαλύσει κάθε πιθανότητα η δολοφονία αυτή να δημιουργήσει πολιτικό πρόβλημα στην Ελλάδα.
Τα πράγματα περιπλέκονται όταν μια… κάποια «Επαναστατική Οργάνωση 17 Νοέμβρη» με προκήρυξη αναλαμβάνει την ευθύνη. Η αστυνομία εξακολουθεί και δεν θέλει μπλεξίματα, αυτοί στους οποίους έφτασε το κείμενο της πρωτοεμφανιζόμενης οργάνωσης δεν δίνουν σημασία και τελικά αυτό ξεχνιέται μέσα σε κάποιο συρτάρι.
Μέχρι που περίπου ένα χρόνο μετά, η πραγματικότητα έρχεται να συντρίψει κάθε αστείο σενάριο περί… Αράβων και να δημιουργήσει ένα τεράστιο πονοκέφαλο στις ελληνικές διωκτικές αρχές.
Η 17Ν ξαναχτυπάει και αυτή τη φορά όλοι την παίρνουν στα σοβαρά. Στις 14 Δεκεμβρίου του 1976, λίγο μετά τις 10 το βράδυ, ο Μάλλιος πέφτει νεκρός έξω από το σπίτι του στο Π. Φάληρο.
Λίγο πριν ξεψυχήσει λέει στους αστυνομικούς «1973. Ένας ψηλός και μια κοπέλα». Προφανώς το 1973 ήταν ο αριθμός πινακίδας του οχήματος των δυο δραστών. Ίσως και όχι. Σημασία πάντως έχει πως πλέον όλοι παίρνουν στα σοβαρά τη 17Ν.
Από τη μια το κράτος που δεν ξέρει τι ακριβώς να ερευνήσει και αποδίδει την δράση της οργάνωσης «σε κέντρα από το εξωτερικό που επιδιώκουν πολιτική ανωμαλία» και από την άλλη η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών που επιχαίρει την εκτέλεση του «καθάρματος που στα χέρια του μαρτύρησαν πολλοί αγωνιστές στα μπουντρούμια της Μπουμπουλίνας και της Μεσογείων», όπως έγραφε η προκήρυξη της 17Ν.
Αυτή η εκτέλεση ήταν η μεγαλύτερη νίκη της οργάνωσης. Κατάφερε να αποκτήσει ένα λαϊκό έρεισμα το οποίο θα διατηρήσει για τουλάχιστον δυο δεκαετίες, την ώρα που η ελληνική αστυνομία μαζί με τους αμερικανούς του FBI και της CIA που βοηθούσαν στις έρευνες πελαγοδρομούσαν μεταξύ αστειότητας και θεωριών συνωμοσίας. Τα μέλη της 17Ν κέρδισαν τον χρόνο αλλά κυρίως την κοινωνική ασυλία που επιθυμούσαν.
Ο Σόντερς, η Σκότλαντ Γιάρντ και η αρχή του τέλους
Στις 8 Ιουνίου του 2000 η 17Ν εκτελεί μέσα στο όχημα του, που εκείνη την ώρα κινούταν στο ρεύμα καθόδου της λεωφόρου Κηφισίας, τον βρετανό στρατιωτικό ακόλουθο, ταξίαρχο Στίβεν Σόντερς ο οποίος έμελλε να είναι ο τελευταίος άνθρωπος που έχασε τη ζωή του από τα πυρά της οργάνωσης.
Έχουν μεσολαβήσει 24 χρόνια από την εκτέλεση του Μάλλιου και η ΕΛΑΣ, πάντα με τη συνδρομή των αμερικανών, δεν έχουν καταφέρει και πολλά στο επίπεδο των ερευνών. Μέχρι που η Σκότλαντ Γιάρντ θεωρεί υπόθεση τιμής την εξιχνίαση της δολοφονίας του βρετανού ταξίαρχου και εμπλέκεται στην υπόθεση.
Όλοι όσοι έζησαν εκείνα τα γεγονότα θεωρούν πως αν δεν είχε υπάρξει αυτή η ενέργεια της 17Ν η οργάνωση δεν θα είχε εξαρθρωθεί ποτέ ή, τέλος πάντων, όχι στο βαθμό που ακολούθησε το ιστορικό καλοκαίρι του 2002.
Η αιτία είναι απλή: Οι αξιωματικοί της Σκότλαντ Γιάρντ που ήρθαν στην Ελλάδα κλήθηκαν να διαχειριστούν μια υπόθεση που δεν τους ήταν άγνωστη. Η βρετανική αστυνομία βρισκόταν αντιμέτωπη επί πολλές δεκαετίες με τον IRA και ήξερε, είχε την τεχνογνωσία, για το τι θα πρέπει να γίνει για να συλληφθούν τα μέλη της οργάνωσης. Αυτή ήταν και η τεράστια διαφορά ανάμεσα στην Σκότλαντ Γιάρντ και το FBI ή τη CIA.
Η τεχνογνωσία αυτή, λοιπόν, άμεσα μεταφέρθηκε (μέσω ειδικών απεσταλμένων) στην ελληνική αντιτρομοκρατική υπηρεσία η οποία άρχισε, πλέον, να εργάζεται σε ένα εντελώς διαφορετικό επίπεδο από αυτό που δούλευε μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Αυτό που έκανε σχεδόν αμέσως εντύπωση τους βρετανούς αξιωματικούς ήταν πως η 17Ν διατηρούσε, ακόμα, σε μεγάλο βαθμό το λαϊκό έρεισμα που είχε αποκτήσει από την εποχή της εκτέλεσης του Μάλλιου.
«Αυτό πρέπει να τελειώσει, άμεσα. Πρέπει να τους ξεγυμνώσουμε για να έχουμε άμεσα αποτελέσματα», φέρεται να είχε πει σε Έλληνες αξιωματικούς της αντιτρομοκρατικής, βρετανός αξιωματούχος.
Ο επικοινωνιακός πόλεμος πριν την επιχειρησιακή εξάρθρωση
Οι Βρετανοί της Σκότλαντ Γιάρντ γνώριζαν πολύ καλά, πως αυτό που εμείς λέμε «λαϊκό έρεισμα» ουσιαστικά σήμαινε «ευρύ δίκτυο κάλυψης» και κυρίως κλειστά στόματα όταν έρθει η κρίσιμη ώρα. Γνώριζαν, επίσης, πως μετά από σχεδόν τρεις δεκαετίες οι σχέσεις μεταξύ των μελών της 17Ν με ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας δεν γίνεται να διαρρηχθούν από μια επικήρυξη (όπως δεν είχε γίνει, άλλωστε, και όλα τα προηγούμενα χρόνια).
Αυτό που χρειαζόταν ήταν μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση. Πιο ανθρώπινη. «Πρέπει οι συγγενείς των θυμάτων να αποκτήσουν πρόσωπο. Να φανεί ο πόνος. Η απώλεια», είχε τονίσει ο ίδιος αξιωματικός της Σκότλαντ Γιάρντ.
Και κάπως έτσι μαζί με το υπηρεσιακό κομμάτι άρχισε να υπάρχει και ένα παράλληλο εγχείρημα: αυτό της επικοινωνιακής ήττας της 17Ν.
Σε πρώτο πλάνο μπήκαν οι συγγενείς των θυμάτων, που ήδη από τις αρχές του 2000, είχαν φτιάξει τον σύλλογο «Ως εδώ». Οι τηλεοπτικές εμφανίσεις συγγενών (και ιδιαίτερα των παιδιών των θυμάτων) πολλαπλασιάστηκαν. Οι συζητήσεις για τα θύματα έφυγαν από το κομμάτι της αιτιολόγησης από την πλευρά της 17Ν και περιορίστηκαν αποκλειστικά στο κομμάτι του πόνου, της θλίψης, της απώλειας.
Διοργανώθηκαν πικετοφορίες όπου οι συγγενείς ζητούσαν δικαιοσύνη για τους ανθρώπους τους. Όλοι συστρατεύθηκαν γύρω από αυτή την υπόθεση. Το κλίμα άρχισε να αντιστρέφεται και οι βρετανοί πίεζαν ακόμα περισσότερο προς αυτή την κατεύθυνση.
Δημιουργήθηκε μια ιστοσελίδα που δημοσιεύονταν φωτογραφίες των θυμάτων πιο ανθρώπινες, πιο καθημερινές και οι οποίες συνοδεύονταν από κείμενα των παιδιών τους.
Ο νυν δήμαρχος Αθηναίων, Κώστας Μπακογιάννης, και η αδερφή του Αλεξία, ο γιος του Νίκου Μομφεράτου και η κόρη του Παναγιώτη Ρουσέτη, ο πατέρας του Κωστή Περατικού ήταν μερικοί από αυτούς που σήκωσαν το μεγαλύτερο βάρος στο κομμάτι της δημοσιότητας.
Οι σκηνές με τους συγγενείς των θυμάτων να στέκονται αμίλητοι με αναμμένα κεριά έξω από το κτίριο της βουλής στο Σύνταγμα άλλαξε άρδην τη στάση της συντριπτικής πλειονότητας της ελληνικής κοινωνίας.
Από εκείνο το σημείο και έπειτα η 17Ν έχασε το έρεισμα που είχε στην κοινωνία και έτσι έγινε αυτό που περίμεναν και οι βρετανοί αξιωματικοί της Σκότλαντ Γιάρντ: Όταν ήρθε η ώρα των συλλήψεων και δόθηκαν φωτογραφίες μελών της οργάνωσης στη δημοσιότητα, τα στόματα που τόσα χρόνια έμεναν κλειστά, άνοιξαν και αποκάλυψαν πολλά, ανάμεσα σε αυτά και τον δρόμο προς τις κεντρικές γιάφκες της οργάνωσης.