Ο Περικλής Κονδυάλτος παραχώρησε συνέντευξη στο περιοδικό ΟΚ! και μίλησε για όλους και για όλα.

Ο γνωστός σχεδιαστής κοσμημάτων που φέτος συμμετείχε στο Survivor αποκάλυψε πως η στάση του πατέρα του απέναντι σε εκείνον αλλά και τις αδερφές του όταν ήταν παιδιά τους δημιούργησε τραυματικές εμπειρίες που παρόλο που τις έχει αφήσει πίσω του δεν τις ξεχνά.

Αναπολείς τα παιδικά σου χρόνια;

Όχι, ιδιαίτερα. Μεγάλωσα μεταξύ Αθήνας και Λευκάδας. Ο πατέρας μου είχε ξενοδοχείο στη Λευκάδα και μπορώ να πω ότι έζησα μια πολύ ιδιόρρυθμη παιδική ηλικία γιατί εν μέρει μεγάλωσα μέσα στο ξενοδοχείο. Από το Δημοτικό ακόμη δούλευα κανονικές βάρδιες.. Η πρώτη μου δουλειά ήταν να κουβαλάω παγάκια στο υπαίθριο μπαρ του ξενοδοχείου.

Έχεις αδέλφια;

Ναι, έχω τρεις αδερφές, δυο από τον πρώτο γάμο του πατέρα μου και μια από από τον γάμο του με τη μητέρα μου. Είμαι πολύ δεμένος με τις αδερφές μου, τις αγαπώ πάρα πολύ, ίσως επειδή έζησαν σκληρά παιδικά χρόνια και σκληρές καταστάσεις που ένας άλλος άνθρωπος δεν έχει ζήσει τουλάχιστον στην παιδική ηλικία. Ο πατέρας μας λειτούργησε πολύ εγωκεντρικά κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι συνέπειες των πράξεών του να επηρεάσουν τις ζωές μας και να υποστούμε κάποιες τραυματικές εμπειρίες όλοι μας.

Το έχεις συζητήσει μαζί του;

Ναι, το ξέρει.

Σε τι είδους τραυματικές εμπειρίες αναφέρεσαι;

Ο πατέρας μου υπήρξε τρομερά εγωιστής, δεν λειτούργησε με βάση το καλό των παιδιών του, δεν διασφάλισε σε κάποιον από εμάς ήρεμα και ισορροπημένα παιδικά χρόνια. Αντίθετα, υπήρχε η αίσθηση ανασφάλειας μαζί του και νομίζω ότι όλοι μας νιώσαμε ότι εμείς ήμασταν οι ενήλικες και εκείνος το παιδί.

Υπάρχει καλή επαφή σήμερα;

Με τους περισσότερους από εμάς η σχέση είναι από τυπική έως ανύπαρκτη. Η μητέρα μου ήταν σχετικά αποστασιοποιημένη από εκείνον, αλλά το γεγονός ότι είχε αποφασίσει να είναι μαζί του είχε ως αποτέλεσμα να είμαστε εμείς αντιμέτωποι με εκείνον.

Η σχέση σου με τον πατέρα σου είναι μια πληγή που δεν κλείνει;

Το έχω αφήσει πίσω μου, αλλά, όπως λέω πάντοτε για ανθρώπους που με έχουν βλάψει, «ναι μεν συγχωρώ, αλλά δε ξεχνώ».

Πηγή