Η μεταρρύθμιση του θεσμικού πλαισίου για την κοινωνική ασφάλιση είναι αναμφισβήτητα μια άσκηση για δυνατούς λύτες. Το δημογραφικό πρόβλημα και η υψηλή ανεργία σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, σε συνάρτηση με τις διαχρονικές διαρθρωτικές παθογένειες, έπληξαν τη βιωσιμότητα του συστήματος, ενώ οι ατυχείς ρυθμίσεις του νόμου Κατρούγκαλου επέτειναν την απαξίωσή του. Η τροποποίηση της νομοθεσίας κατέστη επείγουσα προτεραιότητα τον περασμένο Οκτώβριο, μετά τη δημοσίευση των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας που έκριναν αντισυνταγματικές κρίσιμες διατάξεις του νόμου αυτού. Στο πλαίσιο αυτό, η νομοθετική μεταρρύθμιση οριοθετείται από την πρόσφατη νομολογία, τις δεσμεύσεις που αναλήφθηκαν με το τρίτο μνημόνιο και τη δυσμενή δημοσιονομική συγκυρία.

Το νομοσχέδιο που τέθηκε σε διαβούλευση επιχειρεί να σταθμίσει τα προηγούμενα χωρίς να ματαιώσει όσα θετικά περιλαμβάνονται στο προϊσχύον καθεστώς, όπως η ενοποίηση των ασφαλιστικών οργανισμών. Επιχειρεί επίσης να διατηρήσει μια ισορροπία έναντι αφενός όσων, εντός και εκτός συνόρων, ασκούν κριτική ότι οι συνταξιοδοτικές παροχές τις οποίες προβλέπει είναι εξαιρετικά γενναιόδωρες και, αφετέρου, των εκ διαμέτρου αντίθετων θέσεων που υποστηρίζουν ότι δεν βελτιώνεται το βιοτικό επίπεδο των συνταξιούχων. Ενα επιπλέον διακύβευμα για τον νομοθέτη ήταν αν θα προέβαινε στην υιοθέτηση του κεφαλαιοποιητικού συστήματος χρηματοδότησης της επικουρικής ασφάλισης. Η πολιτική απόφαση να μην προχωρήσει μια τέτοια αλλαγή είναι ορθή, αφού στις παρούσες συνθήκες κατά τη μεταβατική περίοδο θα ανέκυπτε σωρεία αρνητικών επιπτώσεων.

Προσεγγίζοντας κριτικά τις κυριότερες παρεμβάσεις του νομοσχεδίου, διαπιστώνεται κατ’ αρχάς η συμμόρφωση στη συνταγματική νομολογία. Οι αποφάσεις του ΣτΕ έκριναν ότι αντίκειται στην αρχή της ισότητας η υπαγωγή σε ενιαίους κανόνες εισφορών και παροχών επιμέρους κατηγοριών ασφαλισμένων με ουσιωδώς διαφορετικές συνθήκες απασχόλησης και παραγωγής εισοδήματος, δηλαδή αφενός των μισθωτών και αφετέρου των αυτοαπασχολούμενων και των ελεύθερων επαγγελματιών. Ενόψει αυτού, το νομοσχέδιο προβλέπει την αποσύνδεση των εισφορών από το εισόδημα και τον χρόνο ασφάλισης. Ετσι, θεσμοθετείται ένα νέο μοντέλο ελεύθερης επιλογής του ύψους των εισφορών που θα καταβάλλουν αυτοαπασχολούμενοι και ελεύθεροι επαγγελματίες, μεταξύ έξι κατηγοριών εισφορών, επιλύοντας ταυτόχρονα τα τεχνικά προβλήματα που αντιμετώπισε ο ΕΦΚΑ για την είσπραξή τους.

Ως προς τις συνταξιοδοτικές παροχές, διατηρούνται μεν (και ορθώς) οι κατηγορίες της εθνικής και της ανταποδοτικής σύνταξης, το μείζον όμως εν προκειμένω είναι ότι αυξάνονται τα ποσοστά αναπλήρωσης για όσους έχουν περισσότερα από 30 χρόνια ασφάλισης. Ετσι το νομοσχέδιο υπακούει στην αρχή της ανταποδοτικότητας, που ρητά πλέον αναγνώρισε το ΣτΕ στην πρόσφατη νομολογία του, αποκαθιστώντας μία βασική πτυχή της λογικής του ασφαλιστικού θεσμού, την οποία είχε υπονομεύσει ο νόμος Κατρούγκαλου εν ονόματι μιας ισοπεδωτικής μεταχείρισης των ασφαλισμένων. Παράλληλα, οι νέοι συντελεστές αναπλήρωσης λειτουργούν ως κίνητρο για την παραμονή στην εργασία και ως αντικίνητρο για την εισφοροδιαφυγή.

Με το νομοσχέδιο το σύστημα επικουρικής ασφάλισης διατηρείται και ενοποιείται διοικητικά με τον ΕΦΚΑ. Οι επικουρικές συντάξεις επανυπολογίζονται σε συμμόρφωση με τις αποφάσεις του ΣτΕ. Ως προς την παράλληλη ασφάλιση, καταβάλλεται πλέον μια εισφορά υγείας και επικούρησης. Κρίσιμο είναι, επίσης, ότι οι εισφορές υγείας διατηρούνται στο ίδιο ύψος σε όλες τις ασφαλιστικές κατηγορίες (πλην της πρώτης), ενισχύοντας έτσι την ανταποδοτικότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος και δημιουργώντας κίνητρα επιλογής υψηλότερης κατηγορίας. Τέλος, σημαντικές είναι οι ρυθμίσεις που αφορούν τον ψηφιακό μετασχηματισμό του συστήματος για την επιτάχυνση της διαδικασίας απονομής παροχών και την καλύτερη εξυπηρέτηση των ασφαλισμένων.

Με το νομοσχέδιο πραγματοποιείται ένα κρίσιμο βήμα για τον εξορθολογισμό του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και την προσαρμογή του προς τις συνταγματικές επιλογές της ανταποδοτικότητας, της ισότητας και της βιωσιμότητας.

Η ασφαλιστική μεταρρύθμιση θα δοκιμαστεί στην πράξη. Απομένει, εν πρώτοις, να επαληθευθεί η πρόβλεψη ότι η κατάργηση του «δημευτικού» τρόπου υπολογισμού των εισφορών των ελεύθερων επαγγελματιών θα οδηγήσει σε μείωση της φοροδιαφυγής και της εισφοροδιαφυγής, άρα σε αύξηση των δημοσίων εσόδων. Μένει, εξάλλου, να επιβεβαιωθεί ότι η ενσωμάτωση του ΕΤΕΑΕΠ στον νέο ηλεκτρονικό ΕΦΚΑ και ο ψηφιακός μετασχηματισμός του θα έχουν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα για τους ασφαλισμένους και τους συνταξιούχους. Εκκρεμεί, τέλος, η συμπλήρωση της μεταρρύθμισης από ένα νέο νομοθετικό πλαίσιο για τα επαγγελματικά ταμεία, καθώς και από μηχανισμούς εγγύησης του αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης, που θα αντικαταστήσουν το καταργηθέν, βάσει του τρίτου μνημονίου, ΕΚΑΣ.

* Ο κ. Ξενοφών Κοντιάδης είναι καθηγητής Δημοσίου Δικαίου και Δικαίου Κοινωνικής Ασφάλειας, πρόεδρος του Ιδρύματος Τσάτσου.

kathimerini.gr