Στις 8 Απριλίου του 1910, ένας νεαρός, γαλανομάτης άντρας με ξανθά μαλλιά έμπαινε έφιππος πάνω σε ένα άσπρο άλογο στη θάλασσα του Σκαραμαγκά. Με μία σφαίρα στο κεφάλι αφαίρεσε την ζωή του, όπως είχε προσχεδιάσει αρκετές μέρες πριν. Μετά από δέκα ημέρες ημέρες, το νεκρό του σώμα θα ξεβραζόταν στα νερά της Ελευσίνας. Ο ελληνολάτρης διανοητής και ποιητής Περικλής Γιαννόπουλος, είχε φύγει από την ζωή, με τον τρόπο που ο ίδιος ήθελε.

Ο θάνατός του, και πιο συγκεκριμένα ο τρόπος με τον οποίο ο ίδιος αποφάσισε να φύγει από την ζωή, συγκλόνισε την κοινωνία και τον τύπο της εποχής, περισσότερο, μάλιστα, από το έργο του όσο ζούσε.

Οι λεπτομέρειες του θανάτου του φιγουράριζαν στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, αλλά και τα πηγαδάκια όσων τον γνώριζαν, ενώ δεν ήταν λίγοι και οι ποιητές –μεταξύ άλλων και οι Σικελιανός, Παλαμάς, Μαλακάσης– που αφιέρωναν στη μνήμη του ποιήματά τους.

Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που άρχισαν να εξηγούν τους λόγους οι οποίοι τον οδήγησαν στο απονενοημένο διάβημα. Ανάμεσα σε όσους προσπάθησαν να δώσουν μία εξήγηση και ο Ίων Δραγούμης, που απέδωσε την αυτοκτονία του στο γεγονός ότι ο Γιαννόπουλος ήταν λάτρης του ωραίου και δεν ήθελε να γεράσει.

Η αλήθεια, ωστόσο, είναι πολύ πιο ρομαντική απ’ όσο μπορούσε να φανταστεί κάποιος για την προσωπικότητα του ποιητή: ο έρωτάς του για την ζωγράφο Σοφία Λασκαρίδου, η άρνησή της να τον παντρευτεί και η μετακόμισή της στο εξωτερικό, μακριά από τον ίδιο.

Το ιστορικό της γνωριμίας τους

Οι δύο νέοι γνωρίστηκαν τυχαία στην Καλλιθέα, όπου βρισκόταν το σπίτι της οικογένειας Λασκαρίδου –σήμερα το συγκεκριμένο υπέροχο διώροφο νεοκλασικό κτίριο, επί της Λασκαρίδου, φιλοξενεί τη Δημοτική Πινακοθήκη Καλλιθέας όπου κάποιος μπορεί να παρατηρήσει φωτογραφίες, έργα και προσωπικά αντικείμενα της ζωγράφου. Πρόκειται για ένα κτίσμα που δημιουργήθηκε πριν από το 1900 σε σχέδια του Γερμανού αρχιτέκτονα και φιλέλληνα ‘Ερνεστ Τσίλλερ και για το δεύτερο σπίτι που κτίστηκε στην περιοχή, ενώ αποτελούσε  αρχικά την εξοχική κατοικία της οικογένειας του πλούσιου έμπορου από την Τραπεζούντα.

Μια μέρα του 1985, λοιπόν, και καθώς η νεαρή Σοφία επέστρεφε στο σπίτι της, συναντήθηκε εντελώς τυχαία με τον γοητευτικό Περικλή Γιαννόπουλο, ο οποίος απολάμβανε μία από τις ατελείωτες βόλτες του στην αθηναϊκή ύπαιθρο.

Η Σοφία Λασκαρίδου δεν ήταν σαν όλες τις γυναίκες της εποχής της. Εκτός του ότι ήταν πανέμορφη, ο πατέρας της, που ήταν γεννημένος στο Λονδίνο και η μητέρα της γεννημένη στο Παρίσι, την είχαν μεγαλώσει με μοντέρνες και πολύ ελεύθερες για την εποχή ιδέες. Μέχρι και περίστροφο της είχε χαρίσει ο πατέρας της, καθώς ο «έρωτάς» της για την ζωγραφική την οδηγούσε αρκετά συχνά μακριά από το σπίτι της, και ένα περίστροφο κρυμμένο στην τσάντα της έμοιαζε η ιδανικότερη λύση για την ασφάλειά της. Ήταν εκείνο το περίστροφο που λίγα χρόνια αργότερα θα στερούσε την ζωή στον αγαπημένο της.

Το πάθος που την διέκρινε και η προσωπικότητα που διαμόρφωσε, δύσκολα θα μπορούσαν να περάσουν απαρατήρητα από τον γοητευτικό λογοτέχνη, ο οποίος έν αγνοία του εκείνο το απόγευμα που χαιρέτησε την όμορφη νεαρή, πάτησε μόνος του το κουμπί για να ξεκινήσει η αντίστροφη μέτρηση της ζωής του.

Με τον Γιαννόπουλο να κάνει το πρώτο βήμα επισκεπτόμενός την στο σπίτι της, οι συναντήσεις των δύο νεαρών άρχισαν να πληθαίνουν, ενώ η ανάγκη του ενός για την συντροφιά του άλλου όλο και μεγάλωνε. Μέχρι και πεζός έφτασε από την Αθήνα στη Βουλιαγμένη, όπου είχε μετακομίσει εντωμεταξύ η οικογένεια της νεαρής κοπέλας, προκειμένου να περάσει λίγες ώρες μαζί της. Ήταν η μέρα που της αποκάλυψε ότι θα ζητήσει από τον πατέρα της την άδειά του για να την παντρευτεί. Η αρνητική απάντηση, ωστόσο, και της ίδιας αλλά και του πατέρα της θα έχτιζαν σιγά σιγά την ιδέα της αυτοκτονίας, έστω και υποσυνείδητα, στο μυαλό του ξανθού λογοτέχνη.

Η Σοφία ήταν ταγμένη στη ζωγραφική. Αυτό δεν άλλαζε. Ένα πάθος που θα καθόριζε με τον χειρότερο τρόπο το (προδιαγεγραμμένο) μέλλον του ζευγαριού. Μετά την εισαγωγή της στην Σχολή Καλών Τεχνών –ήταν η πρώτη Ελληνίδα που κατάφερε να μπει στη σχολή έπειτα από προσωπικό της αίτημα στον ίδιο τον Γεώργιο, ο οποίος το 1903 κατήργησε το νόμο και επέτρεπε και στις γυναίκες να μπορούν να φοιτήσουν στη σχολή– πήρε το δίπλωμά της το 1907, ενώ κατάφερε να εξασφαλίσει και μία υποτροφία διάρκειας τριών χρόνων στο εξωτερικό.

Ο Γιαννόπουλος δεν θα μπορούσε ποτέ να στερήσει από την αγαπημένη του το όνειρό της για σπουδές στο εξωτερικό. Έτσι, δεν την εμπόδισε καθόλου στο να φύγει μακριά του. Ο ίδιος αρνήθηκε την πρότασή της να την ακολουθήσει, όντας ένθερμος φιλέλληνας δεν μπορούσε να αποχωριστεί την Ελλάδα, καθώς, όπως της είχε πει, «θέλω να νιώθω πάντα κοντά μου την Ακρόπολη».

Η βόλτα στο Σκαραμαγκά και η υπόσχεση του Γιαννόπουλου περί αυτοκτονίας

Λίγες ημέρες πριν η Σοφία φύγει για το Μόναχο, το νεαρό ζευγάρι πραγματοποίησε μια βόλτα στο Σκαραμαγκά, όπου ο Γιαννόπουλος εξομολογήθηκε στην όμορφη ζωγράφο ότι «αν ποτέ σε χάσω εδώ θα έρθω να αυτοκτονήσω».

Τα γράμματα του Γιαννόπουλου προς την αγαπημένη του ήταν φλογερά. Ωστόσο, από τον δεύτερο χρόνο της απουσίας της, άρχισε να αποθαρρύνεται πιστεύοντας ότι δεν έχει κάτι καλύτερο να περιμένει. Ακόμη και επαγγελματικά.

Ήταν ένα πρωινό του Απρίλη, λίγες μέρες πριν προβεί στο απονενοημένο διάβημα, όταν συνάντησε την μητέρα της τυχαία στο δρόμο. Ρωτώντας την με χαμόγελο τι κάνει η κόρη της, εκείνη του απάντησε πως η Σοφία δεν πρέπει να παντρευτεί και πως πρέπει να αφοσιωθεί στην τέχνη, καθώς οι καθηγητές της ήταν πολύ ενθουσιασμένοι με το ταλέντο της.

Ήταν το «κερασάκι στην τούρτα» για την ψυχολογία του νεαρού ποιητή. Το βράδυ πριν την αυτοκτονία του πήγε στον κινηματογράφο με ένα φιλικό του ζευγάρι, τους ανακοίνωσε ότι την επόμενη μέρα θα πήγαινε μια ημερήσια εκδρομή και επιστρέφοντας στο σπίτι έγραψε το αποχαιρετιστήριο γράμμα στην αγαπημένη του.

Μόλις το έλαβε στα χέρια της η Σοφία μονολόγησε «έρχομαι», αλλά όταν θα έφτανε στην Ελλάδα θα ήταν ήδη πολύ αργά. Ο αγαπημένος της δεν ζούσε πια. Είχε αφαιρέσει την ζωή του, εκεί ακριβώς που της είχε υποσχεθεί. Στη θάλασσα του Σκαραμαγκά.

Με την ίδια να ενημερώνεται για το θάνατό του στο τρένο, κατά την επιστροφή της στην Ελλάδα, έπεσε στο κρεβάτι για κάποιες μέρες. Μία από αυτές τις βραδιές τον είδε στο όνειρό της και το πρωί ξεκίνησε άρον άρον για τον Σκαραμαγκά, κόβοντας και λίγα λουλούδια από τον κήπο του σπιτιού της. Ήταν το πρωινό που η θάλασσα είχε ξεβράσει το πτώμα του Περικλή Γιαννόπουλου στην Ελευσίνα.

Λίγες μέρες μετά την κηδεία του αγαπημένου της, θα προσπαθούσε και η ίδια να βάλει τέλος στην ζωή της, κόβοντας τις φλέβες της. Η μητέρα της, ωστόσο, την πρόλαβε και έτσι η επιτυχημένη ζωγράφος άφησε την τελευταία της πνοή στις 13 Νοεμβρίου του 1965 στο σπίτι της στην Καλλιθέα. Σύμφωνα με το θρύλο, μάλιστα, το φάντασμά της περιφέρεται ενοχικό στο σπίτι, για τον αναπάντεχο θάνατο του λογοτέχνη Περικλή Γιαννόπουλου τον Απρίλιο του 1910.

Πηγή