Δεν είναι κάτι ασυνήθιστο, όχι μόνο για το χώρο του ποδοσφαίρου αλλά γενικά στη ζωή του καθενός, αφού πάνω-κάτω όλοι είχαν ή έχουν ένα προσωνύμιο να τους ακολουθεί. Και δεν το επιλέγει ο καθένας για τον εαυτό του, φυσικά. Άλλοι είναι οι… νονοί, παίρνοντας έμπνευση από οτιδήποτε. Την εμφάνιση, το ύψος, τη συνήθεια κάποιου, τον τόπο καταγωγής του, οτιδήποτε.
Έτσι συμβαίνει, πάντα συνέβαινε βασικά, και στο ελληνικό ποδόσφαιρο, όπου στην πάροδο του χρόνου έχουν καταγραφεί δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες, παρατσούκλια σε ποδοσφαιριστές. Εμείς, ενδεικτικά, επιλέγουμε τριάντα από αυτά, εξηγώντας και τον λόγο για τον οποίο βγήκε το καθένα, σύμφωνα τουλάχιστον με τις απόψεις που έχουν επικρατήσει.
Δημήτρης Σαραβάκος: Το baby face ήταν αυτό που όρισε και το προσωνύμιο του: «Μικρός». Τα χρόνια περνούσαν αλλά ο Σαραβάκος παρέμενε ίδιος στην όψη, σαν να μην τον άγγιζε ο χρόνος, κάτι που μπορεί να ειπωθεί ακόμη και για το σήμερα. Σαν να μην τον άγγιζε ο χρόνος, όμως, ήταν και αγωνιστικά, αφού παρέμενε παίκτης κλάσης πάντα, με αποτέλεσμα από ένα σημείο κι έπειτα να τον αποκαλούν «ο μεγάλος μικρός του ελληνικού ποδοσφαίρου».
Λάκης Νικολάου: Έγραψε ιστορία ως ένας από τους καλύτερους παίκτες της ΑΕΚ, αλλά έγραφε καλά και στις εξετάσεις του σχολείου, αφού παράλληλα με την ποδοσφαιρική καριέρα σπούδαζε και ιατρική. Έτσι, ήταν μάλλον φυσιολογικό να τον αποκαλούν «γιατρό».
Βέλιμιρ Ζάετς: Ο «λαγός». Αυτό ήταν το προσωνύμιο του και δεν είναι κάτι που του κόλλησαν στην Ελλάδα αλλά έτσι ήρθε από τη Γιουγκοσλαβία, προφανώς επειδή αυτό σημαίνει το όνομα του στα κροατικά.
Γρηγόρης Γεωργάτος: «Είναι τρελός, είναι τρελός ο καραφλός», φώναζαν οι οπαδοί του Ολυμπιακού βλέποντας τον να κάνει εκπληκτικά πράγματα ειδικά στην πρώτη του θητεία στην ομάδα τους, τη δεκαετία του ’90, με τους πάντες να μπορούν να καταλάβουν το γιατί.
Νίκος Αναστόπουλος: Όπως στην περίπτωση του Σαραβάκου, έτσι και εδώ, το προσωνύμιο βγήκε από την εμφάνιση του. Ο «Αναστό» έφερε πάντα μύστακα και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να τον φωνάζουν «μουστάκιας». Υπήρχε και το «Νικόλας», βέβαια, αλλα αυτό ήταν λόγω του ονόματος του και δεν μπορεί να θεωρεί παρατσούκλι. Μουστάκιας, λοιπόν, και γκολτζής μέχρι και το τέλος της καριέρας του, η οποία ταυτίστηκε βασικά με τον Ολυμπιακό, με τη φανέλα του οποίου έζησε μεγάλες στιγμές.
Ντούσαν Μπάγεβιτς: Η καταγωγή του είναι από το Μόσταρ της Βοσνίας, το οποίο διασχίζει ο ποταμός Νερέτβα. Το αρχοντικό του στυλ μέσα -αλλά και έξω- στο γήπεδο λοιπόν, είχε ως αποτέλεσμα ο Μπάγεβιτς να γίνει «ο πρίγκιπας του Νερέτβα».
Λάζαρος Χριστοδουλόπουλος: Ξεκίνησε την καριέρα του στον ΠΑΟΚ, ήταν από τους αγαπημένους των οπαδών, για να χαλάσουν όλα το 2001. Η Λίβερπουλ έδειξε ενδιαφέρον για την απόκτηση του, οι Θεσσαλονικείς δεν είπαν ποτέ το «ναι» για να γίνει η μεταγραφή, ο Χριστοδουλόπουλος είπε ότι προτιμάει να γίνει οικοδόμος παρά να γυρίσει στον ΠΑΟΚ και έτσι από τότε είναι ο… οικοδόμος του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Τάσος Μητρόπουλος: Εδώ δεν έπαιξε ρόλο η εμφάνιση στο να βγει το προσωνύμιο αλλά ο τρόπος παιχνιδιού του και ο χαρακτήρας του. Ο Μητρόπουλος δεν κολλούσε πουθενά, μπορούσε να μπει με κάθε τρόπο στη φάση, μπορούσε ακόμη πιο εύκολα να αγριοκοιτάξει κάποιον ή να τσακωθεί μαζί του, οπότε δεν άργησε να βγει και το παρατσούκλι: Ράμπο.
Χρήστος Δημόπουλος: Οι περισσότεροι τον έχουν ταυτίσει με τον Παναθηναϊκό, με τον οποίο πήρε τίτλους και έκανε σημαντικά πράγματα και στην Ευρώπη, βάζοντας και εκείνο το γκολ που ουσιαστικά ήταν αυτό που έδωσε την πρόκριση επί της Γιουβέντους στο Τορίνο τον Νοέμβριο του 1987. Πιο πριν, όμως, ο Δημόπουλος έπαιζε στον ΠΑΟΚ, με τον οποίο επίσης κατέκτησε πρωτάθλημα και με τη φανέλα του οποίου είχε βάλει κάποτε και πιο συγκεκριμένα το 1982, 11 γκολ εις βάρος της ΑΕΚ σε τέσσερα ματς. Και κάπως έτσι, οι οπαδοί της ομάδας του τον βάφτισαν «φονιά».
Μίμης Δομάζος: Σύμφωνα με τη γνώμη πολλών, ίσως είναι ο κορυφαίος Έλληνας ποδοσφαιριστής όλων των εποχών. Άλλοι θα συμφωνήσουν, άλλοι θα διαφωνήσουν. Αυτό με το οποίο συμφωνούσαν όλοι, πάντως, ήταν ότι ο Δομάζος εκτός από παικταράς ήταν και ηγέτης, ενώ είχε εκπληκτικό στυλ στον αγωνιστικό χώρο. Έτσι, δεν άργησε να βαφτιστεί «στρατηγός» και τέτοιος παρέμεινε είτε με τη φανέλα του Παναθηναϊκού, είτε με της ΑΕΚ, είτε με της εθνικής Ελλάδας.
Νίκος Σαργκάνης: Στις 15 Οκτωβρίου 1980 για τα προκριματικά του Μουντιάλ 1982, η Ελλάδα πήρε μια σπουδαία νίκη επί της Δανίας με 1-0 στην Κοπεγχάγη, έχοντας για σκόρερ τον Ντίνο Κούη. Δεν ήταν αυτός ο μεγάλος πρωταγωνιστής της βραδιάς, όμως, αλλά ο Σαργκάνης. Ο Έλληνας τερματοφύλακας έκανε μυθική εμφάνιση και… πετούσε όπου χρειαζόταν για να αποκρούσει ή να μπλοκάρει, με αποτέλεσμα να έρθει και το προσωνύμιο… Ο Σαργκάνης ήταν πλέον το «Φάντομ» και έτσι τον αποκαλούσαν όλοι πια, μέχρι και το τέλος της καριέρας του.
Νίκος Κωστένογλου: Ακόμη και σήμερα, όποτε κάνει δηλώσεις, θα βρει τον τρόπο για να αναφέρει κάπως τη θρησκεία, την αγάπη στον Κύριο, την πίστη. Ο Κωστένογλου θα μπορούσε εύκολα να ήταν… παπάς αν δεν γινόταν ποδοσφαιριστής, οπότε δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι αποκαλείται «Πάτερ».
Θωμάς Μαύρος: «Ποιος, ποιος, ποιος, ο Μαύρος ο Θεός», ήταν το σύνθημα που δονούσε τη Νέα Φιλαδέλφεια τη δεκαετία του ’80, όταν στα πέτρινα χρόνια της ΑΕΚ ο Μαύρος ήταν αυτός που κρατούσε ψηλά το φρόνημα των οπαδών της Ένωσης. Και επειδή ήθελαν να δέσουν το «Θεός» με το «Θωμάς», ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου έγινε «Θεωμάς». Καλό.
Γιάννης Καλλιτζάκης: Αμυντικός που δεν ήθελες να μπλέξεις μαζί του, όπως μπορεί να επιβεβαιώσει και ο Ίαν Ρας, ο οποίος είχε δεινοπαθήσει στο ΟΑΚΑ στο Παναθηναϊκός-Γιουβέντους τον Οκτώβριο του 1987. Ικανός να κάνει τα πάντα για να σταματήσει τον αντίπαλο και έτοιμος ανά πάσα στιγμή για… τσαμπουκά, ονομάστηκε «Νίντζα» από τους ρεπόρτερ των πράσινων.
Θανάσης Κολιτσιδάκης: Για κάποια χρόνια αποτελούσε δίδυμο με τον Καλλιτζάκη στην άμυνα του Παναθηναϊκού και αυτό δεν ήταν καθόλου καλό για τους αντιπάλους. Από τη μία ο «Νίντζα», από την άλλη ο «Κόναν ο βάρβαρος», τόσο επειδή είχε το μακρύ μαλλί όσο -κυρίως- επειδή περνούσε ή η μπάλα ή ο παίκτης. Και τα δύο μαζί, ποτέ. Και αυτός που πονούσε, συνήθως, ήταν ο παίκτης. Όχι η μπάλα…
Ντέμης Νικολαΐδης: Παικταράς, γκολτζής, οπαδός, ηγέτης, αλλά… κοντός. Αυτό ήταν το παρατσούκλι του Ντέμη και ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί το γιατί.
Γιόζεφ Βάντσικ: Είχε ύψος 1,98μ., ήταν δεμένος σωματικά και για πολλά χρόνια ήταν ο πιο αξιόπιστος τερματοφύλακας του ελληνικού πρωταθλήματος, μη επιτρέποντας στους αντιπάλους να σκοράρουν. Δεν ήταν και εύκολο άλλωστε να το κάνουν, αφού ο Πολωνός… έκρυβε την εστία με τη σωματική διάπλαση του. Σωματική διάπλαση που παρέπεμπε σε… βουνό, όπως ήταν και το προσωνύμιο του από ένα σημείο κι έπειτα.
Βασίλης Χατζηπαναγής: Όσοι τον πρόλαβαν, ξέρουν. Όσοι δεν τον πρόλαβαν, δεν έχουν παρά να δουν εστω ένα βίντεο από τα χρόνια του στα γήπεδα, για να διαπιστώσουν με τι στυλ και ευκολία… χόρευε τους αντιπάλους του. Ικανός να εκθέσει οποιονδήποτε αμυντικό τον πλησίαζε, ο Χατζηπαναγής έμεινε στην ιστορία ως ο «Νουρέγιεφ» του ελληνικού ποδοσφαίρου, από τον διάσημο χορευτή.
Νίκος Βαμβακούλας: Παίζοντας συνήθως με τις κάλτσες κατεβασμένες, τόσο στον Ολυμπιακό όσο και στον Παναθηναϊκό, τα λεπτά πόδια του φαίνονταν ακόμη πιο μακριά από ό,τι ήταν. Ψιλόλιγνος, λοιπόν, αλλά και ελαστικός, αφού μπορούσε να φτάσει εκεί που έμοιαζε αδύνατο για να κόψει την μπάλα, ο Βαμβακούλας, ένας από τους πιο ωραίους τύπους που πέρασαν ποτέ από τα ελληνικά γήπεδα, έμεινε στην ιστορία σαν… Τιραμόλα.
Γιώργος Δώνης: Η ταχύτητα του ήταν το κύριο χαρακτηριστικό του ως ποδοσφαιριστής και αυτό μπορούν να το επιβεβαιώσουν και οι παίκτες του Άγιαξ, οι οποίοι ακόμη προσπαθούν να τον σταματήσουν σε εκείνη την κούρσα στο Άμστερνταμ, δίνοντας την ασίστ στον Κριστόφ Βαζέχα. Κάπως έτσι, ο Δώνης μετονομάστηκε σε… τρένο, ενώ είναι από τις περιπτώσεις παικτών που είχε δύο προσωνύμια. Το άλλο ήταν «Μουμπάρακ», λόγω της ομοιότητας του με τον πρώην πρόεδρο της Αιγύπτου.
Γιώργος Κούδας: Καταγωγή από τη Θεσσαλονίκη, καριέρα στον ΠΑΟΚ, μια ζωή στη Μακεδονία αφού η μεταγραφή στον Ολυμπιακό -αιτία… πολέμου για τους οπαδούς του δικεφάλου του βορρά- δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, οπότε ο Κούδας έγινε ο Μεγαλέξανδρος. Καταλαβαίνει ο καθένας τον λόγο. Ήταν και ηγέτης, άλλωστε, κατακτώντας και πρωτάθλημα με τον ΠΑΟΚ.
Τάκης Οικονομόπουλος: Όσοι τον πρόλαβαν την εποχή που έπαιζε, λένε ότι ήταν ικανός να… πετάξει για να κάνει μια απόκρουση. Στο αριστερό παραθυράκι της εστίας, στο δεξί, ενδεχομένως… και στα δύο μαζί αν χρειαζόταν. Και αφού «πετούσε», είτε με τη φανέλα του Παναθηναϊκού είτε με αυτή της εθνικής ομάδας, έμεινε στην ιστορία ως «το πουλί».
Στράτος Αποστολάκης: Τον έμαθαν όλοι με τη φανέλα του Ολυμπιακού και μετά όλοι -ακόμη κι αυτοί που δεν ασχολούνταν με το ποδόσφαιρο- έμαθαν ότι πήγε στον Παναθηναϊκό, αφού η μεταγραφή του προκάλεσε πάταγο. Τόσο, ώστε να αναβληθεί το Σούπερ Καπ ανάμεσα στις δύο ομάδες επειδή το κλίμα ήταν περισσότερο τεταμένο από όσο έπρεπε. Ακόμη κι αν γινόταν το ματς και τον… κυνηγούσαν οι οπαδοί, πάντως, μάλλον δε θα τον προλάβαιναν, αφού το προσωνύμιο του ήταν «τούρμπο».
Ντανιέλ Μπατίστα: Δε χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση για να καταλάβει κανείς γιατί ονομάστηκε «Γκούλιτ των φτωχών». Αρκεί να δει μια φωτογραφία του Μπατίστα και μια του σπουδαίου Ολλανδού άσου εκείνης της εποχής.
Γιώργος Σιδέρης: Από τις πιο θρυλικές μορφές του Ολυμπιακού, ο Σιδέρης έμεινε στην ιστορία ως «Φόντακας». Ήταν, απλά, μια παραλλαγή του «Φώτακας», το οποίο ήταν το παρατσούκλι του πατέρα του, Φώτη Σιδέρη.
Κώστας Ελευθεράκης: Λέγεται ότι με την μπάλα στα πόδια μπορούσε να αναπτύξει ταχύτητα που παρέπεμπε σε… ελάφι, οπότε αυτό ήταν και το προσωνύμιο του. Ήταν και τεχνίτης βέβαια, αλλά η ταχύτητα του εντυπωσίασε τους πάντες, οπότε έμεινε σαν «ελάφι».
Ανδρέας Μουράτης: Το 1948 αγκυροβόλησε στο λιμάνι του Πειραιά ένα τεράστιο αμερικανικό πολεμικό πλοίο ονόματι «Μιζούρι». Ήταν ό,τι έπρεπε, όπως φαίνεται, για παρατσούκλι του παίκτη του Ολυμπιακού, αφού ήταν τρομερά δυνατός και άντεχε πολύ. Σαν αμερικανικό πολεμικό πλοίο ένα πράγμα…
Φέλιξ Μπόρχα: Θυμάστε τον επιθετικό από το Εκουαδόρ που απέκτησε ο Ολυμπιακός το καλοκαίρι του 2006; Ήρθε στην Ελλάδα ως η «κόμπρα», αλλά έφυγε νωρίς και χωρίς να έχει «δαγκώσει» κανέναν…
Χρήστος Πολύζος: Από τις ιστορίες που διαβάσαμε και μας έκαναν εντύπωση… Στα χρόνια που ο Πολύζος έγινε γνωστός στο ελληνικό ποδόσφαιρο με τη φανέλα της Κορίνθου που είχε ανέβει στην Α’ Εθνική, στην ελληνική τηλεόραση έκανε θραύση η αμερικάνικη σειρά «Τόλμη και γοητεία». Και με το μαλλί του να παραπέμπει σε μια εκ των πρωταγωνιστριών της σειράς, ο Πολύζος απέκτησε το παρατσούκλι… «Καρολάιν».
Τραϊανός: Δέλλας: Σε αντίθεση με τον Ντέμη Νικολαΐδη, ο Δέλλας ήταν (είναι δηλαδή) ψηλός. Πολύ. Και αν υπολογίσουμε και το αρχοντικό του στυλ, μπορούμε να καταλάβουμε γιατί από ένα σημείο κι έπειτα το «Τράι» μπήκε στην άκρη και αυτό που επικράτησε ήταν το «Κολοσσός».