Όλοι οι άγιοι της Εκκλησίας και ιδιαίτερα οι όσιοι Πατέρες, μεταξύ των οποίων και ο όσιος πατήρ ημών Αθανάσιος, που ασκήτεψε στο Άγιο Όρος, σήκωσαν αυτόν τον ζυγό του Χριστού και έτσι βρήκαν ανάπαυση, την ανάπαυση που δίνει ο Χριστός.
Σήμερα που τελούμε τη μνήμη του οσίου Αθανασίου του Αθωνίτου, όπως ακούσαμε, ως ευαγγελική περικοπή ανεγνώσθη η περικοπή εκείνη που αναγινώσκεται κατά κανόνα στη μνήμη των μεγάλων οσίων Πατέρων. Είναι από το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο και σ’ αυτήν ο Κύριος καλεί τους κοπιώντας και πεφορτισμένους: «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς». Αλλά ύστερα όμως προσθέτει ο Κύριος: «Άρατε τον ζυγόν μου εφ’ υμάς και μάθετε απ’ εμού, ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία, και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών· ο γαρ ζυγός μου χρηστός και το φορτίον μου ελαφρόν εστιν» (Ματθ. 11:27-30).
Όλοι οι άγιοι της Εκκλησίας και ιδιαίτερα οι όσιοι Πατέρες, μεταξύ των οποίων και ο όσιος πατήρ ημών Αθανάσιος, που ασκήτεψε στο Άγιο Όρος, σήκωσαν αυτόν τον ζυγό του Χριστού και έτσι βρήκαν ανάπαυση, την ανάπαυση που δίνει ο Χριστός. Όλοι λίγο-πολύ έχουμε πείρα της πρώτης αναπαύσεως. «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς». Δεν υπάρχει μέχρι σήμερα ψυχή που κατέφυγε στον Χριστό και δεν ένιωσε αυτή την ανάπαυση, αυτή την ανακούφιση, αυτή τη λύτρωση, που δίνει ο Κύριος σε κάθε μετανοημένο. Όμως ενώ όλοι γεύονται αυτή την ανάπαυση, λίγοι είναι εκείνοι οι οποίοι σηκώνουν τον ζυγό του Χριστού, τον Σταυρό του Χριστού, και βρίσκουν αυτή την ανάπαυση κατά μόνιμο τρόπο. Αυτό κυρίως το έκαναν οι άγιοι και ιδιαίτερα, όπως είπαμε, οι όσιοι Πατέρες.
Ένας ασκητής, ένας ερημίτης, ένας αναχωρητής, γενικά ένας μοναχός, σ’ όλη του τη ζωή αυτό κάνει· σηκώνει τον ζυγό του Χριστού. «Ουδείς», όπως λέει ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος, «μετά ανέσεως εις τον ουρανόν ανήλθεν». Όλοι σήκωσαν αυτόν τον ζυγό και έτσι ανήλθαν στον ουρανό και έτσι βρήκαν την ανάπαυση που δίνει ο ουρανός, που δίνει ο Θεός.
Όπως έχουμε πει κι άλλη φορά, η στάση των ανθρώπων που πιστεύουν στον Χριστό είναι ή έτσι ή έτσι. Μπορεί δηλαδή κανείς, καίτοι είναι χριστιανός, καίτοι πιστεύει στον Χριστό, καίτοι προσεύχεται και παρακαλεί να τύχει της Χάριτος του Χριστού, μια ζωή ολόκληρη να αποφεύγει αυτόν τον ζυγό. Οι περισσότεροι αυτό κάνουν. Και όσο αποφεύγει ο πιστός –για τον πιστό μιλούμε– τον ζυγό, τόσο ταλαιπωρείται, δεινοπαθεί, τόσο είναι δυστυχής και τόσο έχει πολλά άλλα να σηκώσει και να αντιμετωπίσει.
Υπάρχουν όμως και οι άλλοι οι οποίοι μια ολόκληρη ζωή αυτό κάνουν· σηκώνουν τον ζυγό του Χριστού κάθε μέρα, όπως είπε αλλού ο Κύριος· «Ει τις θέλει οπίσω μου έρχεσθαι, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού καθ’ ημέραν» (Λουκ. 9:23). Σηκώνει κανείς κάθε μέρα αυτόν τον ζυγό και –ω του θαύματος!– κάθε μέρα αισθάνεται πιο λυτρωμένος, κάθε μέρα αισθάνεται πιο αναπαυμένος, κάθε μέρα παραδόξως αισθάνεται ότι δεν σηκώνει κανένα βάρος, διότι ο ίδιος ο Κύριος είπε· «Ο γαρ ζυγός μου χρηστός και το φορτίον μου ελαφρόν εστιν». Εκείνος που αποφεύγει τον ζυγό του Χριστού, νομίζοντας ότι είναι βαρύς, νομίζοντας ότι είναι ασήκωτος, εκείνος λειώνει κάτω από πολλά άλλα βάρη. Εκείνος όμως ο οποίος σηκώνει τον ζυγό του Χριστού, παραδόξως είναι ανάλαφρος, σαν να μην έχει κανένα βάρος επάνω του, γιατί το φορτίο του Χριστού είναι ελαφρό.
Οι άγιοι και ιδιαίτερα οι όσιοι έχουν αυτή την πείρα. Χωρίς την παραμικρή επιφύλαξη, χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό, χωρίς καθόλου να το σκεφθούν, εντελώς αυθόρμητα και με όλη τη διάθεσή τους σήκωσαν αυτόν τον ζυγό. Σ’ εμάς, που δεν ξέρουμε από αυτό το σήκωμα του ζυγού, μας φαίνεται ότι είναι ένας ασήκωτος ζυγός, ένα ασήκωτο βάρος και, καθώς διαβάζουμε τους βίους των αγίων και βλέπουμε όλα εκείνα τα οποία έπεσαν επάνω τους ως φορτίο του Χριστού, μας φαίνονται ακατόρθωτα.
Οι άγιοι, οι όσιοι, άνθρωποι ήταν· δεν ήταν κάτι άλλο. Άνθρωποι σαν κι εμάς και τα σήκωσαν όλα. Αυτό σημαίνει ότι γίνεται κάποιο θαύμα. Αυτό σημαίνει ότι συμβαίνει κάτι παράδοξο. Αυτά όλα τα οποία, για εκείνον που είναι απ’ έξω, για εκείνον που διστάζει να εμπιστευθεί στον Χριστό, διστάζει να υπακούσει στην εντολή του και να σηκώσει αυτόν τον ζυγό, φαίνονται ότι είναι ασήκωτα, για τον άλλο που βάζει τον τράχηλό του κάτω από τον ζυγό και σηκώνει το φορτίο, παραδόξως το φορτίο γίνεται ελαφρό.
Όταν πεθάνουμε, και θα εξαφανισθούν όλα εκείνα που μας ξεγελούν και μας κάνουν να ξεφεύγουμε, και θα μείνει μόνο η αλήθεια, θα μείνει η πραγματικότητα, τότε θα δούμε ότι όλα τα γνωρίζαμε, όλα τα ξέραμε και θα αναλογισθούμε: «Γιατί φερθήκαμε τόσο πονηρά; Γιατί ενεργήσαμε τόσο τεμπέλικα; Γιατί κάναμε το παν να ξεφύγουμε τον ζυγό του Χριστού;» Και τελικά, όπως είναι φυσικό, δεν θα έχουμε την ανάπαυση εκείνη που θα έχουν όλοι όσοι σηκώνουν τον ζυγό του Χριστού, και οι οποίοι την ανάπαυση αυτή την έχουν από δω και θα την έχουν και στη μέλλουσα ζωή.
Να παρακαλέσουμε τον άγιο Αθανάσιο και τους άλλους αγίους που γιορτάζουμε σήμερα και τις άλλες ημέρες, να μεσιτεύσουν, να πρεσβεύσουν, να φωτισθούμε, να φιλοτιμηθούμε, να μας κεντρίσει αυτή η αλήθεια, να μας ξυπνήσει αυτή η αλήθεια και να αποφασίσουμε να σηκώσουμε τον ζυγό του Χριστού.
Μιλούμε για τους αγίους, για τους οσίους, που σήκωσαν τον ζυγό, αλλά και κάθε πιστός –δεν εξαιρείται κανείς– καλείται να σηκώσει τον ζυγό του Χριστού. Χρειάζεται λοιπόν να ξυπνήσουμε, να καταλάβουμε ότι αυτό πρέπει να κάνουμε και χωρίς την παραμικρή πονηριά για να ξεφύγουμε, να θελήσουμε να σηκώσουμε αυτό τον ζυγό, πιστεύοντας στα λόγια του Χριστού, ότι ο ζυγός του είναι χρηστός και το φορτίο του είναι ελαφρό. Έτσι θα βρούμε ανάπαυση.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “Θέλεις να αγιάσεις;”, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 1999, σελ. 341.