Από τη φτωχή Σικελία στον πλούσιο ιταλικό βορρά και από το καλοκαίρι των ονείρων στον εφιάλτη της ατίμωσης, η μορφή του Μουντιάλ 1990… βρήκε δοκάρι…
Το ωραίο στη ζωή, λένε, έχει να κάνει με το απρόβλεπτο. Με το γεγονός ότι δεν μπορείς να είσαι σίγουρος για το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα, δεν μπορείς να θεωρείς δεδομένο τίποτα. Αυτό, βέβαια, έρχεται σε κόντρα, αν θέλουμε να κάνουμε τέτοια συζήτηση και φιλοσοφικές αναζητήσεις, με το άγχος που βγάζει η φράση «δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει», αλλά δε θέλουμε.
Γράφει ο Παναγιώτης Παλλαντζάς
Γιατί σκοπός μας δεν είναι να λύσουμε τα μυστήρια του κόσμου, αλλά να «διαβάσουμε» την πορεία ενός ποδοσφαιριστή που έφτασε κοντά στην κορυφή του κόσμου, ενός άντρα που πήγε στην άλλη άκρη του κόσμου, μιας φιγούρας που έμεινε στη μνήμη του κόσμου λόγω εκείνων των ιταλικών notte magiche. Κι ας μην έμεινε, τελικά, τίποτα στην τσέπη του ίδιου…
Πριν 30 χρόνια τέτοια εποχή, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης πρότεινε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή για πρόεδρο της Δημοκρατίας, η Γερμανία μάθαινε να ζει χωρίς το τείχος της ντροπής, η Ιταλία προετοιμαζόταν για τη διοργάνωση του Μουντιάλ και ο Σαλβατόρε Σκιλάτσι, ο πρωταγωνιστής μας, ζούσε το όνειρο. Ή τουλάχιστον έτσι πίστευε εκείνη τη στιγμή, γιατί είχε και καλύτερο.
Έχοντας φτάσει σχετικά αργά στη Serie B, ο Ιταλός επιθετικός έκανε τελικά το άλμα της ζωής του το καλοκαίρι του 1989, όταν στα 25 του χρόνια υπέγραψε στη Γιουβέντους. Για τους περισσότερους Σικελούς, με βάση τις οπαδικές προτιμήσεις τους, είναι όνειρο ζωής. Πιθανότατα το ίδιο να ισχύει και για τον Σκιλάτσι, ο οποίος έχοντας γεννηθεί από φτωχή οικογένεια στο Παλέρμο, είδε στο ποδόσφαιρο την ευκαιρία για καταξίωση.
Αθλητική, κοινωνική και κυρίως οικονομική. «Την πρώτη φορά που είδα από κοντά τον Τζάνι Ανιέλι κατάλαβα πού έχω φτάσει», ήταν η ατάκα του και από εκεί και πέρα φρόντισε με τις εμφανίσεις του να κερδίζει το δικαίωμα να ονειρεύεται. Με 15 γκολ στην πρώτη του σεζόν στο Τορίνο ήταν ο πρώτος σκόρερ της Γιούβε, η οποία κατέκτησε το Coppa Italia και το κύπελλο UEFA.
Αρκετά για να κερδίσει μια θέση στην εθνική Ιταλίας για το… εντός έδρας Μουντιάλ, αν και με τους Ατζούρι είχε μόλις δύο συμμετοχές ως τότε. Πήγε, ήξερε ότι ξεκινούσε ως η τελευταία επιθετική επιλογή του Ατζέλιο Βιτσίνι, αλλά τελικά τα άστρα μπήκαν στην ευθεία και όλα συνωμότησαν ώστε ο Σκιλάτσι να βρεθεί τελικά βασικός. Ήταν εκείνο το γκολ με την Τσεχοσλοβακία στην πρεμιέρα των Ιταλών; Ήταν τυχαίο; Ήταν γραφτό;
Σημασία έχει ότι για τον «Τοτό» αυτές που θα ακολουθούσαν θα ήταν οι τέσσερις πιο τρελές εβδομάδες που μπορούσε να φανταστεί όταν ως παιδάκι έπαιζε μπάλα στoυς δρόμους του Παλέρμο, δεν κατάφερνε να βγάλει το σχολείο και τελικά πήγαινε στη… μισητή Μεσίνα για να δοκιμάσει την τύχη του στη μπάλα.
Σε αυτές τις τέσσερις εβδομάδες, με 6 γκολ σε 7 ματς ο Σκιλάτσι έγινε αυτός που οδηγούσε την Ιταλία προς τη δόξα σαν ο «ήρωας» μιας ολόκληρης χώρας, έγινε ο πρώτος σκόρερ του Μουντιάλ, έγινε αυτός που αναδείχθηκε καλύτερος παίκτης του τουρνουά μπροστά από τον Ντιέγκο Μαραντόνα ή τον Λόταρ Ματέους, έγινε τελικά ένας ποδοσφαιριστής που έβλεπε ότι η ζωή είναι όντως απρόβλεπτη και είναι ωραίο αυτό, γιατί από την… πείνα της Σικελίας, έφτασε να ζει ένα παρόν και να βλέπει μπροστά του ένα μέλλον «γεμάτο».
Τα έβλεπε όλα να στρώνονται όπως πρέπει
Παίζοντας σε μια από τις καλύτερες ομάδες της Ευρώπης, έχοντας εκτοξεύσει το στάτους του ως σέντερ φορ και με το ιταλικό πρωτάθλημα να είναι το καλύτερο του κόσμου τότε, δηλαδή και το πιο ακριβό, ο «Τοτό» τα έβλεπε όλα να στρώνονται όπως πρέπει. Μέχρι που συνειδητοποίησε ότι η ζωή είναι όντως απρόβλεπτη… Και αυτό θα το καταλάβαινε με άσχημο τρόπο. Ο έρωτας του με τη σύζυγο του, την Ρίτα Μπονακόρσο, γνωστός.
Όπως γνωστό ήταν από ένα σημείο κι έπειτα, όμως, ότι η ίδια διατηρούσε σχέση με τον Τζανλουίτζι Λεντίνι, το ανερχόμενο αστέρι της συμπολίτισσας Τορίνο. Για τον Σαλβατόρε το «χτύπημα» ήταν μεγάλο, αφού τα πρωτοσέλιδα άλλαξαν ύφος απέναντι του. Δεν τον κατηγορούσαν για κάτι. Απλά ο Σκιλάτσι δεν πόζαρε πλέον στις εφημερίδες ή στα κανάλια ως ο άνθρωπος που οδηγεί την Ιταλία προς τη δόξα, αλλά ως ο απατημένος σταρ.
Για έναν Σικελό που κάποτε «τρελάθηκε» όταν ο προπονητής του, Τζιοβάνι Τραπατόνι, του είπε ότι «σκοτώσατε ακόμη και τον Φαλκόνε» (σχολιάζοντας τη δολοφονία του Ιταλού δικαστικού από τη Μαφία), για έναν άνθρωπο που δε δίστασε να ρίξει κουτουλιά στον -συμπαίκτη- Ρομπέρτο Μπάτζιο λόγω νεύρων, το πρόβλημα ήταν μεγάλο. Όχι απαραίτητα με τη σύζυγο του ή με τον Λεντίνι, αλλά με τη συνείδηση του, την αξιοπρέπεια του, τη ντροπή του. Και αυτή, η ντροπή, ήταν που τον έστειλε όχι απλά μακριά από τη Γιουβέντους, αφού πήγε στην Ιντερ, αλλά μακριά από την Ιταλία, αποφασίζοντας να αποδεχθεί την πρόταση της Τζουμπίλο Ιβάτα το 1994.
Δεν άντεξε το χλευασμό
Η επιλογή, θεωρητικά, έγινε για τα λεφτά, αλλά δεν ήταν έτσι. Ο ίδιος, άλλωστε, έχει παραδεχθεί ότι ήθελε να φύγει όσο το δυνατόν πιο μακριά από την Ιταλία, μη μπορώντας να διαχειριστεί το γεγονός ότι σε κάθε γήπεδο της χώρας, αυτοί που λίγα καλοκαίρια πριν φορούσαν τη φανέλα του, έλεγαν το όνομα του 1.000 φορές την ημέρα και είχαν εναποθέσει πάνω του τις ελπίδες για να γίνουν ξανά Campioni del mondo, ήταν πλέον αυτοί που τον χλεύαζαν για τα προσωπικά του.
Ήταν η στιγμή που ο Σκιλάτσι θα συνειδητοποιούσε ακόμη μία φορά ότι η ζωή είναι απρόβλεπτη και θα τον έστελνε στην άλλη άκρη του κόσμου. Είναι όμως και δίκαιη, αν θέλουμε να σχολιάσουμε το συγκεκριμένο θέμα, αφού είναι μια ιστορία που δεν είχε κανένα νικητή παρά μόνο χαμένους. Ο Λεντίνι, αυτός που θα γινόταν ο πιο ακριβός μεταγραφής ever το 1992 υπογράφοντας στη Μίλαν, είδε την καριέρα του να καταστρέφεται το 1993 λόγω ενός σοβαρού ατυχήματος με το αυτοκίνητο του, ενώ η Ρίτα είδε το ιταλικό κράτος να της παίρνει τη βίλα λόγω χρεών έπειτα από ένα δάνειο και συνειδητοποίησε ότι οι πόρτες δεν ήταν ανοιχτή για αυτή, με συνέπεια να καταλήξει να κοιμάται σε ένα τροχόσπιτο, το οποίο αποτελεί και το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της. Κι ας μην είναι δικό της…
Από το καλοκαίρι του 1989 που υπέγραψε στη Γιουβέντους, μέχρι το καλοκαίρι του 1994 που έφυγε για την Ιαπωνία, με ενδιάμεσους σταθμούς το Μουντιάλ του 1990 και τη μεταγραφή στην Ιντερ το 1992, ο Σαλβατόρε Σκιλάτσι χαμογέλασε κάνοντας όνειρα για μια καριέρα με τίτλους και χρήματα, πίστεψε και έκλαψε βλέποντας ότι ζει μέσα σε ένα καλοκαίρι αυτό που κάθε παιδί με μια μπάλα στα πόδια φαντασιώνεται, φοβήθηκε τον κόσμο και την άποψη του για αυτόν, «τσακίστηκε» αποφασίζοντας να τα αφήσει όλα πίσω του, χωρίς να έχει κρατήσει τίποτα, ούτε τίτλους ούτε λεφτά, για τον ίδιο.
Είδε, κατάλαβε με λίγα λόγια, ότι το ωραίο στη ζωή έχει να κάνει με το απρόβλεπτο. Και αν θέλουμε, τώρα που φτάσαμε στο τέλος, να κάνουμε φιλοσοφικές αναζητήσεις, θα πούμε ότι αυτό μάλλον τον κάνει και πλούσιο. Χωρίς λεφτά…