Οι παιδίατροι συμβουλεύουν τις μητέρες να θηλάζουν τα βρέφη έως έξι μηνών για να ενισχύουν το ανοσοποιητικό σύστημα των μωρών και να μειώσουν τον κίνδυνο εμφάνισης λοιμώξεων των αυτιών και του αναπνευστικού συστήματος, του συνδρόμου αιφνίδιου θανάτου των βρεφών, των αλλεργιών, της παχυσαρκίας και του διαβήτη. Το γάλα του θηλασμού περιέχει περισσότερη χοληστερόλη από το γάλα «φόρμουλα», αλλά έως τώρα λίγα πράγματα ήσαν γνωστά για το πώς αυτό επηρεάζει τα επίπεδα της χοληστερίνης αργότερα στη ζωή του παιδιού.
Τα αποτελέσματα της μελέτης που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Pediatrics της Αμερικανικής Ακαδημίας Παιδιατρικής, σύμφωνα με το πρακτορείο Ρόιτερς, καταδεικνύουν ότι τα μωρά που κατανάλωναν αποκλειστικά μητρικό γάλα, είχαν χαμηλότερα επίπεδα ολικής αλλά και «κακής» (LDL) χοληστερίνης στην εφηβική ζωή.
Οι ερευνητές παρακολούθησαν 3.261 μωρά μέχρι να φτάσουν στην εφηβεία (μέση ηλικία 17,5 ετών). Τα παιδιά που είχαν καταναλώσει μόνο συσκευασμένο γάλα ή συνδυασμό συσκευασμένου και μητρικού, δεν παρουσίασαν διαφορές στα επίπεδα της «κακής» χοληστερίνης, ενώ τα παιδιά που είχαν τραφεί μόνο με μητρικό γάλα, είχαν κατά την εφηβεία χαμηλότερα επίπεδα όχι μόνο ολικής χοληστερίνης και LDL, αλλά επίσης τριγλυκεριδίων.
Αν και η βασική συγγραφέας της μελέτης Μαίρη Σκούλιγνκ από το Πανεπιστήμιο του Χονγκ Κονγκ υπέθεσε ότι η διαφορά στο κατά πόσο οι μητέρες θηλάζουν, οφείλεται στο αν οι ίδιες έχουν θηλαστεί, αυτό δεν φάνηκε να επιβεβαιώνεται.
Ο Κρίστοφερ Όουεν από το Ερευνητικό Ινστιτούτο Υγείας και το Πανεπιστήμιο του Αγίου Γεωργίου στο Λονδίνο εκτίμησε ότι το μητρικό γάλα, λόγω της υψηλής του περιεκτικότητας σε χοληστερόλη, προετοιμάζει καλύτερα τον οργανισμό στο να μεταβολίζει τα λίπη αργότερα στη ζωή. Ο ίδιος υπογράμμισε ότι οι μητέρες θα πρέπει να ενθαρρύνονται να θηλάζουν, δεδομένου ότι το γάλα τους μπορεί να ελαχιστοποιήσει τον κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων στη μετέπειτα ζωή του παιδιού.
Από το ΑΠΕ-ΜΠΕ
Πηγή