Από ορισμένες απόψεις είναι το Green New Deal του Τζο Μπάιντεν. Ο λόγος για το ύψους 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων σχέδιο του Τζο Μπάιντεν για την επισκευή των υποδομών της Αμερικής αλλά και για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, το οποίο και ανακοίνωσε στις 31 Μαρτίου, ξεκινώντας τη μακρά διαδικασία για να περάσει από τα αρμόδια νομοθετικά όργανα.
Το σχέδιο αυτό έχει τρεις βασικές στοχοθεσίες. Καταρχάς καλείται να επισκευάσει και αναβαθμίσει τις υποδομές των ΗΠΑ που βρίσκονται στην πραγματικότητα σε οριακό σημεία. Η Αμερικανική Εταιρεία Πολιτικών Μηχανικών υπολογίζει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα χρειαστούν στη δεκαετία 2020-2029 επιπλέον επενδύσεις 2,58 τρισεκατομμυρίων δολαρίων στις υποδομές τους για να αποφύγουν να έχουν προβλήματα. Αυτό αφορά σχεδόν όλες τις υποδομές, από το ηλεκτρικό δίκτυο που έδειξε τα όριά του σε αρκετές Πολιτείες κατά την πρόσφατη κατηγορία, μέχρι τους δρόμους και τις γέφυρες, προτείνοντας την επισκευή 60.000 μιλίων αυτοκινητοδρόμων και 10.000 γεφυρών.
Έπειτα, προσπαθεί να χρηματοδοτήσει την μετάβαση των ΗΠΑ σε ένα πολύ πιο βιώσιμο περιβαλλοντικά μοντέλο, χρηματοδοτώντας δράσεις όπως η μετάβαση σε ηλεκτρικά οχήματα, η «καθαρή» ενέργεια, και η εγκατάσταση 500.000 φορτιστών ηλεκτρικών οχημάτων.
Τέλος, προσπαθεί να ενισχύσει την πρόσβαση όλων τη ποιοτική κατοικία, ενώ για πρώτη φορά εισάγει στις υποδομές και τα προγράμματα κατ’ οίκον παροχής βοήθειας και φροντίδας.
Από το Παρίσι στο Πίτσμπουργκ
Όταν το 2017 ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωνε τη μονομερή αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα, η δήλωσή του ήταν: «Εκλέχτηκα για να εκπροσωπώ τους κατοίκους του Πίτσμπουργκ και όχι του Παρισιού». Με αυτόν τον τρόπο προσπάθησε να προσεταιριστεί τους εργαζόμενους στη βιομηχανία που ανησυχούσαν για την απώλεια θέσεων εργασίας εξαιτίας των μέτρων για τον περιορισμό της εκπομπής αερίων που προκαλούν.
Τώρα ο Τζο Μπάιντεν επέλεξε το Πίτσμπουργκ για να ανακοινώσει τις προτάσεις του για τις υποδομές της Αμερικής, σε μια προσπάθεια να πείσει ότι το δικό του σχέδιο δεν συνεπάγεται απώλειες θέσεων εργασίας στην αμερικανική βιομηχανία.
Ωστόσο η προσπάθειά του δεν θα είναι εύκολη. Στην Πολιτεία του Μίσιγκαν, ιδιαίτερα κρίσιμη πάντα στις εκλογικές μάχες, οι εργαζόμενοι, ιδίως αυτοί σε συνδικαλισμένες και σχετικά καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας στη βιομηχανία είναι επιφυλακτικοί.
Για παράδειγμα, στην αυτοκινητοβιομηχανία οι εργαζόμενοι γνωρίζουν ότι για να φτιαχτεί ένα ηλεκτρικό αυτοκίνητο χρειάζεται το ένα τρίτο του αριθμού των εργαζομένων που απαιτούνται για ένα αυτοκίνητο με κινητήρα εσωτερικής καύσης. Ο Τζο Μπάιντεν και το επιτελείο ελπίζουν να απαντήσουν εν μέρει σε αυτό δίνοντας έμφαση στην ανάπτυξη της βιομηχανίας μπαταριών και σε αμερικανικό έδαφος, αντί για την εισαγωγή τους από την Κίνα και άλλες ασιατικές χώρες. Ακόμη και έτσι δεν είναι δεδομένο ότι το σύνολο της παραγωγής θα γίνει στην Αμερική. Μια πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι μόνο το 46% της αξίας μιας μπαταρίας Tesla που συναρμολογείται στις ΗΠΑ όντως προέρχεται από το εσωτερικό της χώρας.
Αντίστοιχα οι ανθρακωρύχοι γνωρίζουν ότι οι απολαβές τους στην βιομηχανία των ανεμογεννητριών δεν θα συγκρίνονται με αυτές στις οποίες έχουν συνηθίσει.
Την ίδια στιγμή οι νέες βιομηχανίες στις οποίες θέλει να κατευθύνει τις επενδύσεις ο Μπάιντεν με το σχέδιό του δεν είναι δεδομένο ότι θα προσφέρουν αντίστοιχες απολαβές με αυτές που έχουν κατακτήσει οι εργαζόμενοι σε συγκεκριμένους κλάδους, εργαζόμενοι συνηθισμένοι να κατασκευάζουν εργοστάσια παραγωγής ενέργειας και πετροχημικά εργοστάσια και να λειτουργούν μεγάλα χυτήρια ατσαλιού, με μεγάλη εξειδίκευση και δεξιότητες και απολαβές που μπορεί και να ξεπερνάνε τα 75.000 δολάρια τον χρόνο. Το να αναζητήσουν εργασία στις ανεμογεννήτριες ή τα φωτοβολταϊκά, μπορεί και να σημαίνει μείωση απολαβών κατά 75%.
Επιπλέον, ένα πυρηνικό εργοστάσιο ή ένα μεγάλο εργοστάσιο που καταναλώνει γαιάνθρακα χρειάζεται εκατοντάδες εργαζομένους για τη λειτουργία και τη συντήρησή του, ένα εργοστάσιο που χρησιμοποιεί φυσικό αέριο αρκετές δεκάδες και μια «φάρμα» με ανεμογεννήτρια μια ντουζίνα. Ένα πεδίο με φωτοβολταϊκά μπορεί να μην έχει κανέναν εργαζόμενο.
Ακόμη και εάν συνυπολογίσουμε τους εργαζομένους που χρειάζονται για να φτιαχτούν ανεμογεννήτριες και φωτοβολταϊκά, η κατασκευή τους δεν μπορεί να συγκριθεί π.χ. με τους χιλιάδες εργαζομένους που απασχολούνται στην κατασκευή ενός τεράστιου πετροχημικού συμπλέγματος της Royal Dutch Shell βορειοδυτικά του Πίτσμπουργκ και το οποίο κυρίως θα παράγει πλαστικά.
Μπορεί να συνδυαστεί η «πράσινη μετάβαση» με την αναβάθμιση της θέσης των εργαζόμενων;
Παρότι το οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα της βιομηχανίας δείχνει να είναι κάπως διαιρεμένο σε σχέση με τα μέτρα που αφορούν την «πράσινη μετάβαση», εντούτοις αρκετοί υποστηρίζουν ότι είναι εφικτό ένα «Πράσινο New Deal» προς όφελος των εργαζομένων, με δημιουργία θέσεων εργασίας σε προγράμματα δημόσιας κατοικίας σε φιλικά προς το περιβάλλον κτίρια, με τις αλλαγές στις μεταφορές, με τη μετάβαση σε πράσινη ενέργεια. Μάλιστα, αρκετοί υποστηρίζουν ότι αυτό θα σημαίνει ότι η μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής θα σημαίνει τελικά και δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Όλα αυτά δείχνουν ότι το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι εάν πρέπει να γίνει η «πράσινη μετάβαση» αλλά οι αγώνες γύρω από τα χαρακτηριστικά της. Θα είναι μια μάχη που θα κρίνει εάν το εργατικό κίνημα μπορεί να παρέμβει αποφασιστικά σε αυτή τη διαδικασία τεχνολογικού και παραγωγικού μετασχηματισμού ώστε αυτή να συνεπάγεται αναβάθμιση της θέσης των εργαζομένων και βελτίωση των συνθηκών εργασίας και ζωής τους.