Πράσινο φως έδωσε το Συμβούλιο της Ε.Ε. για την υιοθέτηση οδηγίας που προωθεί τη λήψη μέτρων για τη διασφάλιση επαρκών νόμιμων κατώτατων μισθών σε όλα τα κράτη-μέλη με στόχο την επίτευξη αξιοπρεπών συνθηκών εργασίας και διαβίωσης για τους Ευρωπαίους εργαζομένους, προωθώντας παράλληλα τις συλλογικές διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού.
Η οδηγία προβλέπει ότι τα κράτη-μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν ένα πλαίσιο για τον καθορισμό επαρκών κατώτατων μισθών με βάση ένα σύνολο σαφών κριτηρίων, το οποίο θα πρέπει να επανεξετάζεται και να επικαιροποιείται τουλάχιστον κάθε δύο χρόνια –ή το αργότερο σε τέσσερα χρόνια για τις χώρες που χρησιμοποιούν μηχανισμό αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής– ώστε να ανταποκρίνεται στις πραγματικές οικονομικές συνθήκες, όπως για παράδειγμα στο μέγεθος του πληθωρισμού.
Για την αξιολόγηση της επάρκειας των κατώτατων μισθών, η οδηγία προτείνει στα κράτη-μέλη να χρησιμοποιούν ως τιμή αναφοράς το 60% του ακαθάριστου διάμεσου μισθού ή το 50% του ακαθάριστου μέσου μισθού. Αν και η οδηγία δεν αναγκάζει τις εθνικές κυβερνήσεις να επιτύχουν ένα συγκεκριμένο υποχρεωτικό μισθολογικό επίπεδο, το νέο πλαίσιο θα ενθαρρύνει την αύξηση των κατώτατων μισθών σε ολόκληρη την Ε.Ε., καθώς οι τιμές αναφοράς είναι αρκετά υψηλότερες από τους ισχύοντες μισθούς στην πλειονότητα των κρατών-μελών. Για τις χώρες που δεν διαθέτουν ήδη έναν κατώτατο μισθό, δεν υπάρχει υποχρέωση για τη θέσπισή του.
Οσον αφορά την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των επαρκών μισθών, η οδηγία στοχεύει στην αύξηση του αριθμού των εργαζομένων που θα καλύπτονται υπό αυτό το καθεστώς. Αν το ποσοστό κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις είναι, για παράδειγμα, κάτω από το όριο του 80%, τα κράτη-μέλη θα πρέπει να καταρτίσουν σχέδιο δράσης για την προώθησή τους, ορίζοντας ένα σαφές χρονοδιάγραμμα και συγκεκριμένα μέτρα για τη σταδιακή αύξηση του ποσοστού κάλυψης. Επί του παρόντος οι συλλογικές διαπραγματεύσεις είναι σημαντικά χαμηλότερες από το 80% στα περισσότερα κράτη της Ε.Ε. Κατ’ επέκταση το μέτρο αναμένεται να ενισχύσει τα δικαιώματα των συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Τέλος, η οδηγία δημιουργεί έδαφος για ένα νομικό πλαίσιο που θα προστατεύει τους εργαζομένους και θα διασφαλίζει το δικαίωμα στον επαρκή κατώτατο μισθό. Συνεπώς προβλέπεται ότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές θα πρέπει να πραγματοποιούν επιθεωρήσεις εργασίας, καθώς επίσης θα μπορούν να ασκούν διώξεις κατά όσων εργοδοτών δεν συμμορφώνονται.
Τα κράτη-μέλη θα έχουν δύο χρόνια στη διάθεσή τους για να μεταφέρουν την οδηγία στο εθνικό τους δίκαιο μετά την επίσημη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ε.Ε.