Ως κατώτατο ποσό σύνταξης λόγω θανάτου ορίζεται το πλήρες ποσό της εθνικής σύνταξης, δηλαδή 384 ευρώ. Εάν ο θανών είχε λιγότερα από 20 χρόνια ασφάλισης, το ποσό των 384 ευρώ μειώνεται κατά 1,25% για κάθε έτος που υπολείπεται των 20 και μέχρι τα 15 έτη ασφάλισης (φωτ. INTIME).
Με τις συντάξεις χηρείας αναμένεται να κάνει πρεμιέρα, σε λίγες ημέρες, η νέα «ψηφιακή σύνταξη», το φιλόδοξο σχέδιο του υπουργείου Εργασίας για δραστική μείωση του χρόνου αναμονής στην έκδοση των συντάξεων και έκδοση της απόφασης ακόμη και μέσα σε ένα 24ωρο.
Ο αρχικός σχεδιασμός προβλέπει μόνο τις συντάξεις χηρείας λόγω θανάτου συνταξιούχου και αφήνει εκτός τις συντάξεις χηρείας λόγω θανάτου εν ενεργεία ασφαλισμένου. Ομως ακόμη κι αυτή η υποκατηγορία δεν αφήνει πολλά περιθώρια εφησυχασμού των αρμόδιων υπηρεσιών του e-ΕΦΚΑ, καθώς στις μέχρι σήμερα προσομοιώσεις περιπτώσεων υπάρχουν σημαντικά προβλήματα και καθυστερήσεις, που έχουν να κάνουν κυρίως με την υποχρέωση επανυπολογισμού των παλαιών συντάξεων, με βάση τις νέες διατάξεις.
Η «Κ» με τη βοήθεια του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ και συγκεκριμένα το δίκτυο υπηρεσιών πληροφόρησης και συμβουλευτικής εργαζομένων και ανέργων παρουσιάζει τις βασικές αλλαγές που έχουν επέλθει το τελευταίο διάστημα στους όρους και στις προϋποθέσεις λήψης σύνταξης θανάτου (χηρείας), τους δικαιούχους αλλά και τον τρόπο υπολογισμού του τελικού ύψους της παροχής. Να σημειωθεί ότι με τον νόμο Κατρούγκαλου του 2016 επανακαθορίστηκαν οι προϋποθέσεις χορήγησης σύνταξης λόγω θανάτου συνταξιούχου ή ασφαλισμένου, για τους θανάτους από 13/5/2016 και εφεξής, με την εφαρμογή ενιαίων κανόνων για όλους τους ασφαλισμένους.
Σε γενικές γραμμές, οι ρυθμίσεις αυτές έθεταν ηλικιακούς περιορισμούς στη χορήγηση σύνταξης λόγω θανάτου μετά την πρώτη τριετία καταβολής της και μείωναν το ποσοστό της χορηγούμενης σύνταξης. Λίγο πριν από τις εκλογές του 2019, με τον νόμο 4611/2019 επήλθαν σημαντικές βελτιωτικές μεταβολές. Βέβαια, τα χρονικά όρια και οι προϋποθέσεις χορήγησης σύνταξης λόγω θανάτου δεν έχουν μεταβληθεί.
Ποιοι δικαιούνται
Αναλυτικά, σύνταξη λόγω θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου δικαιούνται:
1. Ο επιζών σύζυγος/έτερο μέρος του συμφώνου συμβίωσης.
2. Τα τέκνα του θανόντος ασφαλισμένου.
3. Ο διαζευγμένος σύζυγος.
Μάλιστα, με τις αλλαγές που επήλθαν τον Μάιο του 2019, από 17/5/2019 ο επιζών σύζυγος/έτερο μέρος του συμφώνου συμβίωσης συνεχίζει να λαμβάνει τη σύνταξη λόγω θανάτου ανεξάρτητα από την ηλικία του, μετά την πρώτη τριετία από την αρχική χορήγησή της. Παράλληλα, προβλέπεται πλέον η 3ετία ως ελάχιστη διάρκεια γάμου/συμφώνου συμβίωσης, για την αναγνώριση δικαιώματος συνταξιοδότησης σε επιζώντα σύζυγο ή στο έτερο μέρος του συμφώνου συμβίωσης.
Επίσης, πλέον, η σύνταξη εξακολουθεί να καταβάλλεται στα τέκνα και μετά τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους μόνο στην περίπτωση που κατά τον χρόνο του θανάτου του συνταξιούχου ή του ασφαλισμένου είναι άγαμα και ανίκανα για κάθε βιοποριστική εργασία, εφόσον η ανικανότητά τους επήλθε πριν από τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους.
Το ποσό της σύνταξης των δικαιούχων υπολογίζεται επί του ποσού της σύνταξης που δικαιούται ή έχει δικαιωθεί ο θανών επιμεριζόμενο ως εξής:
Σύζυγος/έτερο μέρος συμφώνου συμβίωσης δικαιούται το 70% επί του ποσού της σύνταξης, το οποίο δικαιούνταν ή έχει χορηγηθεί στον σύζυγο που απεβίωσε.
Σε περίπτωση που πέραν του χήρου επιζώντος συζύγου υπάρχει και διαζευγμένος σύζυγος δικαιούμενος και αυτός σύνταξη λόγω θανάτου, τότε το 70% της σύνταξης επιμερίζεται σε ποσοστό 75% για τον χήρο και 25% για τον διαζευγμένο. Για κάθε δε επιπλέον έτος έγγαμου βίου του διαζευγμένου, πέραν του 10ου και μέχρι και του 35ου, η σύνταξη του διαζευγμένου αυξάνεται κατά 1% και μειώνεται αναλόγως κατά 1% η σύνταξη του χήρου, και σε περίπτωση διάρκειας του έγγαμου βίου του διαζευγμένου πέραν των 35 ετών, η σύνταξη λόγω θανάτου επιμερίζεται κατά ποσοστό 50% στον καθένα.
Σε περίπτωση που ο γάμος πραγματοποιήθηκε μετά την απονομή σύνταξης γήρατος στον θανόντα και η διαφορά ηλικίας μεταξύ του αποβιώσαντος και του επιζώντος συζύγου, αφού αφαιρεθεί το διάστημα του γάμου τους, είναι μεγαλύτερη από 10 έτη, τότε το ποσό της σύνταξης που δικαιούται ο επιζών σύζυγος μειώνεται ως ακολούθως:
• Κατά 1% για κάθε πλήρες έτος διαφοράς για τα έτη από το 10ο έως και το 20ό.
• Κατά 2% για κάθε πλήρες έτος διαφοράς για τα έτη από το 21ο έως και το 25ο.
• Κατά 3% για κάθε πλήρες έτος διαφοράς για τα έτη από το 26ο έως και το 30ό.
• Κατά 4% για κάθε πλήρες έτος διαφοράς για τα έτη από το 31ο έως και το 35ο.
• Κατά 5% για κάθε πλήρες έτος διαφοράς για τα έτη από το 36ο και άνω.
Ο επιζών σύζυγος/έτερο μέρος συμφώνου συμβίωσης/διαζευγμένος δικαιούται από την πρώτη του επομένου του θανάτου μήνα για μια τριετία ολόκληρη τη σύνταξη που έχει υπολογιστεί. Μετά τη συμπλήρωση της τριετίας, αν οι δικαιούχοι εργάζονται ή αυτοαπασχολούνται ή λαμβάνουν σύνταξη από οποιαδήποτε άλλη πηγή (π.χ. σύνταξη από ίδιο δικαίωμα), χορηγείται το 50% της σύνταξής τους λόγω θανάτου.
Κριτήριο για την εφαρμογή της μείωσης είναι η χρονική διάρκεια της εργασίας ή της αυτοαπασχόλησης. Ετσι, εάν ο συνταξιούχος λόγω θανάτου δεν εργάζεται με πλήρη ασφάλιση, η σύνταξη θα μειώνεται κατά 50% μόνο για τις συγκεκριμένες ημέρες που εργάζεται και μόνο για το σύνολο του μήνα που αυτοαπασχολείται.
Τέκνα
Εάν ο θανών καταλείπει ένα τέκνο, αυτό λαμβάνει το 25% του ποσού της σύνταξής του. Εάν το τέκνο είναι αμφιπλεύρως ορφανό και δεν δικαιούται σύνταξη από τους δύο γονείς, τότε λαμβάνει ποσοστό 50%. Εάν ο θανών καταλείπει περισσότερα του ενός τέκνα, τότε:
• Εάν υπάρχει επιζών σύζυγος ή/και διαζευγμένος, στα τέκνα θα επιμεριστεί ισόποσα το ποσοστό σύνταξης που απομένει μετά την αφαίρεση του 70% που δικαιούται ο επιζών/ή και ο διαζευγμένος – δηλαδή στα τέκνα επιμερίζεται το 30%.
• Τα αμφοτεροπλεύρως ορφανά παιδιά που πάσχουν από νοητική υστέρηση ή αυτισμό ή πολλαπλές βαριές αναπηρίες ή από χρόνιες ψυχικές διαταραχές που επιφέρουν μόνιμο ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω, δικαιούνται το σύνολο του ποσού της σύνταξης που λάμβανε ο θανών συνταξιούχος ή δικαιούνταν ο θανών ασφαλισμένος, με την προϋπόθεση να μην εργάζονται, να μην ασκούν κάποιο επάγγελμα ή να μη λαμβάνουν σύνταξη από δική τους εργασία.
Το κατώτατο ποσό
Ως κατώτατο ποσό σύνταξης λόγω θανάτου ορίζεται το πλήρες ποσό της εθνικής σύνταξης, δηλαδή το ποσό των 384 ευρώ. Εάν ο θανών είχε λιγότερα από 20 χρόνια ασφάλισης, το ποσό των 384 ευρώ μειώνεται κατά 1,25% για κάθε έτος που υπολείπεται των 20 και μέχρι τα 15 έτη ασφάλισης. Εάν ο χρόνος ασφάλισης του θανόντος είναι μικρότερος των 15 ετών, χορηγείται ως κατώτατο ποσό τα 360 ευρώ.
Οι πέντε προϋποθέσεις
Για τη χορήγηση σύνταξης λόγω θανάτου, στον διαζευγμένο σύζυγο θα πρέπει να συντρέχουν αθροιστικά οι εξής προϋποθέσεις:
• Ο πρώην σύζυγος, κατά τη στιγμή του θανάτου του, να κατέβαλλε σε αυτόν ή να υποχρεούνταν να του καταβάλει διατροφή βάσει δικαστικής απόφασης ή μεταξύ τους σύμβασης.
• Να είχαν συμπληρωθεί 10 χρόνια έγγαμου βίου μέχρι τη λύση του γάμου με αμετάκλητη δικαστική απόφαση.
• Το διαζύγιο να μην οφείλεται σε ισχυρό κλονισμό της έγγαμης συμβίωσης λόγω υπαιτιότητας του αιτούντος τη σύνταξη.
• Το μέσο μηνιαίο ατομικό φορολογητέο εισόδημα διαζευγμένου επιζώντος συζύγου να μην υπερβαίνει το διπλάσιο του ποσού του επιδόματος κοινωνικής αλληλεγγύης ανασφάλιστων υπερηλίκων, δηλαδή
τα 720 ευρώ.
• Να μην έχει τελεστεί άλλος γάμος ή σύμφωνο συμβίωσης.