Είναι άνοιξη του 480 π.Χ. και ο 39χρονος βασιλιάς της Περσίας και Φαραώ της Αιγύπτου, Ξέρξης Α’, μόλις εισέρχεται με τη μεγάλη στρατιά του στα ελληνικά εδάφη από τα στενά του Ελλησπόντου. Απ’ όπου κι αν περνάει οδεύοντας προς την Αθήνα, σκορπά τον τρόμο. Ποτέ ξανά οι άνθρωποι δεν είχαν αντικρίσει τόση μεγάλο στρατό.

Ο ιστορικός Ηρόδοτος κάνει λόγο για 2.600.000 άνδρες και βοηθητικά σώματα, ωστόσο ο αριθμός φαντάζει υπερβολικός. Ο αρχαίος συγγραφέας Κτησίας ο Κνίδιος αναφέρει ότι κατήλθαν περίπου 800.000, ενώ σύγχρονοι μελετητές τους υπολογίζουν σε 70.000 – 300.000. Ακόμη και τόσοι να ήταν όμως, φαντάζουν σίγουρα αρκετοί για τα μέτρα της εποχής.

Η επιλογή της γραμμής άμυνας στο πέρασμα των Θερμοπυλών

Ο ελληνικός στρατός από την πλευρά του κατευθύνεται προς τις Θερμοπύλες με 300 επίλεκτους οπλίτες υπό τον βασιλιά της Σπάρτης, Λεωνίδα. Στην πορεία θα προστεθούν 1.000 Φωκείς, 700 Θεσπιείς, 400 Θηβαίοι, Τεγεάτες, Κορίνθιοι, Μαντινέοι, Μυκηναίοι, είλωτες και αρκετοί ακόμη σύμμαχοι, συνολικά περίπου 7.000 άνδρες. Η ιστορία όμως έχει επικεντρωθεί στους 300 θρυλικούς Σπαρτιάτες τους οποίους διάλεξε ο Λεωνίδας με κριτήριο την αστείρευτη μαχητικότητα που τους διέκρινε και το γεγονός ότι άπαντες είχαν αποκτήσει γιους, προκειμένου να συνεχιστεί το γένος τους στην περίπτωση που σκοτώνονταν.

Στόχος του Λεωνίδα είναι να στηθεί η γραμμή άμυνας στο στενό πέρασμα κατά μήκος των ακτών του Μαλιακού κόλπου απ’ όπου μπορούσε να περνά μονάχα ένα άρμα τη φορά προκειμένου να μετριαστεί σημαντικά η αριθμητική υπεροχή του αντιπάλου. Παρεμπιπτόντως σήμερα το πέρασμα αυτό έχει πάψει να βρίσκεται κοντά στη θάλασσα, αλλά έχει μετακινηθεί μερικά χιλιόμετρα πιο μέσα λόγω των προσχώσεων του Σπερχειού ποταμού. Επί της ουσίας πρόκειται πλέον για το σημείο απ’ το οποίο αγναντεύει την περιοχή, το επιβλητικό άγαλμα του Λεωνίδα.

Πως οι 300 έγιναν 299 λόγω ασθένειας

Από τους 300 επίλεκτους Σπαρτιάτες, οι δύο θα προσβληθούν κατά τη διάρκεια της πολυήμερης πορείας προς τις Θερμοπύλες από οφθαλμία, μια πολύ σοβαρή ασθένεια που δημιουργεί φλεγμονή στο μάτι και οδηγεί τον πάσχοντα στην τύφλωση. Ο Λεωνίδας που βλέπει την κατάστασή τους, δίνει διαταγή να επιστρέψουν άμεσα εάν το επιθυμούν στη Σπάρτη, καθώς ήταν εμφανώς ανήμποροι να συνδράμουν στη μάχη που θα ακολουθούσε.

Ο μεγάλος ιστορικός και περιηγητής, Ηρόδοτος, μας έχει παραδώσει και ονόματα των στρατιωτών που αρρώστησαν: ήταν Αριστόδημος και Εύρυτος. Ο πρώτος, υποφέροντας από τους πόνους επιστρέφει στην πατρίδα. Ο Εύρυτος όμως σφίγγει τα δόντια και δηλώνει ότι θα συνεχίσει όσο και όπως μπορεί. Από μικρός είχε εκπαιδευτεί για να ρίχνεται στη μάχη και τώρα που του δινόταν η ευκαιρία δεν ήθελε να τη χάσει.

Η αδυσώπητη μάχη

Όταν η στρατιά του Ξέρξη φθάνει στις Θερμοπύλες και αντικρίζει τους λιγοστούς Έλληνες, ζητά την άμεση παράδοση των όπλων τους, καθώς η οποιαδήποτε σύγκρουση θα ήταν ανώφελη και το αποτέλεσμα προδικασμένο. Εκείνοι όμως όχι απλώς μειδιούν, αλλά του απαντούν και σκωπτικά «μολών λαβέ» («έλα να τα πάρεις»). Η αδυσώπητη μάχη ξεκινά στις 7 Αυγούστου ή στις 8 Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ. (οι ιστορικές πηγές διίστανται ως προς την ακριβή ημερομηνία).

Οι εισβολείς διαπιστώνουν σύντομα πως αδυνατούν να πολεμήσουν όλοι μαζί στο στενό. Όσοι το επιχειρούν πέφτουν με μιας νεκροί. Λέγεται ότι την πρώτη ημέρα της μάχης ο Ξέρξης, βλέποντας τον ελληνικό συμμαχικό στρατό να πετσοκόβει τους Μήδους, σηκώθηκε προβληματισμένος τρεις φορές από τον θρόνο που είχε στήσει σε απόσταση ασφαλείας προκειμένου να παρακολουθεί τα τεκταινόμενα. Οι Σπαρτιάτες έκαναν ότι υποχωρούσαν, οι Πέρσες παρασύρονταν μπαίνοντας στα στενά και το αποτέλεσμα ήταν να σκοτώνονται κατά εκατοντάδες το πρώτο εικοσιτετράωρο.

Ο Εφιάλτης προδίδει το άγνωστο μονοπάτι

Τη δεύτερη μέρα το σκηνικό επαναλαμβάνεται και ο Ξέρξης αναγκάζεται να προβεί σε προσωρινή υποχώρηση αντιλαμβανόμενος ότι εάν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση θα χάσει τον στρατό του πριν φτάσει στην Αθήνα. Αποσύρεται στη σκηνή προκειμένου να συσκεφθεί με τους στρατηγούς. Από τη δύσκολη θέση θα τον βγάλει ο Εφιάλτης, ένας ντόπιος που γνώριζε καλά την περιοχή. Έναντι αμοιβής υποδεικνύει στον εχθρό τον τρόπο προκειμένου να βρεθεί στα νώτα των Ελλήνων από άλλο δρόμο, πίσω από το όρος Καλλίδρομο. Για την επιλογή του αυτή θα περάσει πολύ σύντομα τόσο στην ελληνική όσο και στην παγκόσμια ιστορία ως το πρότυπο του προδότη.

Ξημερώματα της τρίτης ημέρας, κι αφού όλη τη νύχτα οι καλύτερα εκπαιδευμένοι φρουροί των Περσών, γνωστοί και ως «Αθάνατοι», ακολουθούσαν το άγνωστο σε αυτούς μονοπάτι από το οποίο τους είχε οδηγήσει ο Εφιάλτης, χτυπούν τους περικυκλωμένους πλέον Έλληνες που γρήγορα θα υποστούν σημαντικές απώλειες. Ο Λεωνίδας διατάζει τους οπλίτες των συμμαχικών ελληνικών πόλεων να υποχωρήσουν, προκειμένου να φτιάξουν νοτιότερα μια νέα, ισχυρότερη γραμμή άμυνας. Έτσι θα παραμείνουν για να να δώσουν την ύστατη μάχη οι 300 του Λεωνίδα (για την ακρίβεια 299 από τη στιγμή που αποχώρησε ο Αριστόδημος) μαζί με τους άνδρες των τοπικών περιοχών, δηλαδή τους 700 Θεσπιείς και τους 400 Θηβαίους.

Ο Εύρυτος πολεμά βλέποντας μόνο σκιές

Ο σχεδόν τυφλός Εύρυτος μαθαίνοντας για την κυκλωτική κίνηση των Περσών, ζητά από τον είλωτα που είχε μαζί να ετοιμάσει την πανοπλία και να τον οδηγήσει στη «φωτιά» του πολέμου. Πράγματι ο δούλος τον πηγαίνει στο πεδίο της μάχης και μόλις του αφήνει το χέρι, αποχωρεί βιαστικά. Διακρίνοντας μονάχα σκιές που έρχονταν κατά πάνω του, ο Εύρυτος πολέμησε γενναία αψηφώντας τον θάνατο. Αν και είχε την ευκαιρία να γλιτώσει, δεν το έπραξε. Ήθελε να υπερασπιστεί τα ιδανικά με τα οποία γαλουχήθηκε, αφήνοντας την τελευταία πνοή δίπλα στον βασιλιά του όπως και οι υπόλοιποι Σπαρτιάτες συμπολεμιστές.

Ο Αριστόδημος ζει μέσα στην περιφρόνηση

Τι απέγινε όμως ο Αριστόδημος που επέστρεψε πίσω εξαιτίας του οφθαλμολογικού προβλήματος και δεν πολέμησε; Ο Ηρόδοτος αναφέρει στο βιβλίο Ζ’ («Πολύμνια») πως «ο Αριστόδημος, καθώς του έλειψε το κουράγιο, έσωσε τη ζωή του. Τώρα, και στην περίπτωση που μόνο εκείνος θα ’νιωθε πονόματο και θα γύριζε πίσω στη Σπάρτη, ή στην περίπτωση που και οι δυο τους (σ.σ. αυτός και ο Εύρυτος) θα μεταφέρονταν εκεί, έχω τη γνώμη πως οι Σπαρτιάτες δε θα εκδήλωναν καμιά οργή εναντίον τους· τώρα όμως που ο ένας τους σκοτώθηκε, ενώ ο άλλος, έχοντας τον ίδιο λόγο απαλλαγής δεν προτίμησε να πεθάνει, δε γινόταν παρά ν’ αφήσουν να ξεσπάσει σφοδρή η οργή τους στον Αριστόδημο».

Πώς ξέπλυνε τελικά την ντροπή

Ο ιστορικός αναφέρει ότι ο Αριστόδημος ζούσε μέσα στη ντροπή και την περιφρόνηση. Κανένας Σπαρτιάτης δεν του έδινε ν’ ανάψει απ’ τη φωτιά του, ούτε κουβέντιαζε μαζί του. Όπου κι αν πήγαινε, τον συνόδευε ο εμπαιγμός, καθώς του έβγαλαν τ᾽ όνομα «Αριστόδημος ο Κιοτής», αυτός δηλαδή που κιοτεύει, δειλιάζει μπροστά στον κίνδυνο. Ένα χρόνο αργότερα όμως, τον Αύγουστο του 479 π.Χ. «ξέπλυνε από πάνω τη μομφή που του φόρτωσαν και ξανακέρδισε την τιμή του» όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ηρόδοτος καθώς παρά το γεγονός ότι το πρόβλημα όρασης δεν είχε αποκατασταθεί, έλαβε μέρος κατά τη δεύτερη περσική εισβολή στη νικηφόρα μάχη των Πλαταιών και πολέμησε γενναία.

Τέλος, ο αρχαίος ιστορικός αναφέρει πως κι ένας ακόμη από τους 300 του Λεωνίδα επέζησε, επειδή είχε σταλεί αγγελιοφόρος στη Θεσσαλία. Κατά τον Ηρόδοτο το όνομά του ήταν Παντίτης. Ωστόσο, «με το που γύρισε κι αυτός στη Σπάρτη, έπεσε σε ανυποληψία και γι᾽ αυτό κρεμάστηκε».

* Ο Γεώργιος Σαρρής είναι δημοσιογράφος – μέλος της ΕΣΗΕΑ, τιμηθείς από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με το Βραβείο Αθ. Μπότση για την αντικειμενική και με πληρότητα παρουσίαση ιστορικών πολιτικών θεμάτων.

Πηγή