Η Κίνα απαιτεί να αποκηρύξουν την υπόθεση των Ουιγούρων και οι μεγάλες φίρμες ενδυμάτων βρίσκονται κολλημένες στον τοίχο: πώς να ικανοποιήσουν τους όλο και πιο απαιτητικούς σε θέματα ηθικής δυτικούς καταναλωτές, χωρίς να κλείσουν την πόρτα στην δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο;
«Αυτό το μπρα-ντε-φερ είναι καφκικό. Και είναι η πρώτη φορά που οι αντιδράσεις στην Κίνα είναι ταυτόχρονες, ανάμεσα στην Ενωση Κομμουνιστικής Νεολαίας (που συντονίζει την καμπάνια του μποϊκοτάζ), τις πλατφόρμες on line πώλησης των προϊόντων, τους καταναλωτές και τους influencers», δηλώνει ο Ερίκ Μπριόν, εκ των ιδρυτών του Paris School of Luxury.
Στην καρδιά της διαμάχης, το βαμβάκι: το 20% της παγκόσμιας παραγωγής προέρχεται από την Κίνα, ειδικότερα από την επαρχία Σιντντζιάνγκ, που κατοικείται από την μουσουλμανική μειονότητα των Ουιγούρων, αντικείμενο της συστηματικής καταστολής του Πεκίνου, σύμφωνα με τα συγκλίνοντα στοιχεία οργανώσεων για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που αρνούνται οι κινεζικές αρχές.
Την περασμένη εβδομάδα, σε αντίδραση προς τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Ενωση, τις ΗΠΑ, τον Καναδά και Ηνωμένο Βασίλειο κατά της Κίνας για την μεταχείριση των Ουιγούρων, οι δεσμεύσεις που ανέλαβαν πολλοί από τους κολοσσούς του ενδύματος το 2020 – H&M, Nike, Uniqlo – επανεμφανίσθηκαν στο κινεζικό κοινωνικό δίκτυο Weibo.
Ακολούθησε πλημμυρίδα προσκλήσεων στα κινεζικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης για μποϊκοτάζ κατά των Nike, H&M, Adidas, Zara, ορισμένα προϊόντα των οποίων αποσύρθηκαν από τις μεγάλες κινεζικές πλατφόρμες on line πώλησης. Παράλληλα, Κινέζοι ηθοποιοί, τραγουδιστές ανακοίνωσαν ότι σταματούν να είναι πρεσβευτές προβολής αυτών των δυτικών ομίλων στην Κίνα.
«Αν είσαι μια δυτική φίρμα με πολιτική δέσμευση και αποφασίσεις να κάνει πίσω, χάνεις κάθε αξιοπιστία. Και αν παραμείνεις στις θέσεις σου, αποκόβεσαι από την κινεζική αγορά που είναι ο πνεύμονας της παγκόσμιας οικονομίας», λέει ο Ερίκ Μπριόν.
«Ομως, αν οι φίρμες αυτές έχουν ανάγκη την Κίνα, η Κίνα τις έχει ανάγκη;», αναρωτιέται ο γνώστης αυτός της βιομηχανίας αναφέροντας ως παράδειγμα την Nike, οι τριμηνιαίες πωλήσεις της οποίας στην Κίνα εκτοξεύθηκαν κατά 51%, αλλά μόλις κατά 3% σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ζωτικής σημασίας για την βιομηχανία ειδών πολυτελείας, η κινεζική αγορά είναι κρίσιμη επίσης για την φθηνή μόδα, την fast fashion και τα αθλητικά είδη.
Οι φίρμες Nike και Adidas διαθέτουν πολλές χιλιάδες καταστήματα στην Κίνα. Το 18% του κύκλου εργασιών του αμερικανικού ομίλου πραγματοποιήθηκε τον περασμένο χρόνο στην «Μεγάλη Κίνα» (Κίνα, Χονγκ Κονγκ και Μακάο).
Εκφοβισμός
Από την πλευρά της μόδας, η Κίνα είναι η τέταρτη αγορά για τον σουηδικό κολοσσό H&M, που διαθέτει περισσότερα από 500 καταστήματα, με πωλήσεις ύψους 280 εκατομμυρίων ευρώ κατά τους μήνες Σεπτέμβριο, Οκτώβριο και Νοέμβριο. Η ισπανική ανταγωνίστρια Inditex, μητρική του Zara, μετρά 337 καταστήματα στην Κίνα.
«Η Κίνα αιφνιδίασε όλον τον κόσμο και επιστρατεύει τα μεγάλα μέσα: αυτό δείχνει ότι η διεθνής πολιτική πίεση αρχίζει να αποφέρει καρπούς. Πρόκειται για χρησιμοποίηση του εκφοβισμού για να διαπιστωθεί μέχρι πού μπορούν να φθάσουν οι φίρμες», λέει η Νάιλα Αζαλτουνί, συντονίστρια του συνασπισμού Ethique sur l’étiquette.
Είναι η εκπρόσωπος στην Γαλλία του διεθνούς συνασπισμού End Forced Labour in the Uyghur Region, στην οποία συμμετέχουν 180 μη κυβερνητικές οργανώσεις και συνδικάτα, που καλεί με ανακοίνωσή της τις φίρμες «να μην ανταλλάξουν τις αρχές τους για τα ανθρώπινα δικαιώματα για να διατηρήσουν ένα εμπορικό πλεονέκτημα».
Σύμφωνα με τον συνασπισμό, έπειτα από τις προκλήσεις για μποϊκοτάζ στην Κίνα, ορισμένες φίρμες «υποχώρησαν» στις δεσμεύσεις τους ως προς την αναγκαστική εργασία, αποσύροντας ανακοινώσεις Τύπου ή τροποποιώντας τις θέσεις του, όπως η Inditex, η οποία δεν μνημονεύει πλέον την Σιντζιάνγκ στις αρχές της περί «μηδενικής ανοχής» που διατυπώνονται στην ιστοσελίδα της.
Αν η H&M ανακοίνωσε ότι δεν υιοθετεί «καμία πολιτική θέση», η πλειονότητα των εταιρειών παραμένει σιωπηλή, περιμένοντας να περάσει η καταιγίδα. Μία από τις ελάχιστες εταιρείες που πήραν θέση είναι η ιταλική αλυσίδα ενδυμάτων OVS (1.750 καταστήματα), ανακοινώνοντας την Παρασκευή ότι σταματά να προμηθεύεται βαμβάκι από την Σιντζιάνγκ και καλώντας τις υπόλοιπες εταιρείες «να μην υποχωρήσουν στις πιέσεις και να επιλέξουν το στρατόπεδό τους: ανθρώπινα δικαιώματα ή εμπορικά συμφέροντα».
Ο Ερίκ Μπριόν επισημαίνει ότι το κινεζικό μποϊκοτάζ δεν είναι προς το παρόν παρά ψηφιακό, αφού τα καταστήματα είναι ανοικτά, καθώς και το γεγονός ότι η αγορά των ειδών πολυτελείας δεν αποτελεί στόχο του μποϊκοτάζ. «Πλήττονται μόνο η fast fashion και τα αθλητικά είδη, δηλαδή οι τομείς όπου οι κινεζικές εταιρείες ισχυροποιούνται όλο και περισσότερο. Ορισμένες, όπως οι Anta και Li Ning, ενισχύθηκαν στο χρηματιστήριο του Χονγκ Κονγκ», φθάνοντας στα τέλη της περασμένης εβδομάδας στο υψηλότερο επίπεδο του τελευταίου μήνα.
Πηγή