Μικρό μέρος του δημόσιου τομέα εφάρμοζε στρατηγικές για τη βιώσιμη ανάπτυξη. ΑΠΕ

Με την έλευση του νέου έτους κλείνει μία δεκαετία κατά την οποία η έννοια και η ουσία της βιώσιμης ανάπτυξης απέκτησαν υπόσταση και σημαντική ανέλιξη με ολοένα και αυξανόμενη πολιτική και επιχειρηματική επιρροή. Κάνοντας έναν σύντομο απολογισμό, μπορεί κανείς να δει πως, επί της ουσίας, η βιώσιμη ανάπτυξη έρχεται να δώσει διεξόδους σε σημαντικές προκλήσεις της εποχής.

Μία πρόκληση μπορεί να αντιμετωπιστεί ως ένας κίνδυνος προς αποφυγή ή ως μία ευκαιρία για εκμετάλλευση. Οι σημαντικότερες της εποχής μας αφορούν το μείζον ζήτημα της κλιματικής αλλαγής λόγω των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου, των ενεργοβόρων πρακτικών, της συσσώρευσης του πλαστικού και των αποβλήτων, αλλά και την έγκαιρη υιοθέτηση τεχνολογιών που δίνουν τις καλύτερες λύσεις σε όλα τα παραπάνω. Παράλληλα, η περιορισμένη υιοθέτηση στρατηγικών εταιρικής υπευθυνότητας και βιώσιμης ανάπτυξης σε εθνικό επίπεδο από την μεγάλη πλειονότητα των μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων και η παντελής έλλειψη εφαρμογής από τον δημόσιο τομέα αποτελούν τροχοπέδη για την οικονομική ανάπτυξη στο μέλλον.

Χαρακτηριστικά αξίζει να σημειωθεί ότι αν ένα μικρό μέρος του δημόσιου τομέα εφάρμοζε στρατηγικές για τη βιώσιμη ανάπτυξη θα είχαμε σημαντικά λιγότερες περιβαλλοντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και θετικό κοινωνικό αποτύπωμα.

Οι πιο ουσιώδεις τάσεις που αναδύονται για το 2020, όπως προέκυψαν από διεθνείς έρευνες του Κέντρου Αειφορίας και Αριστείας (CSE) και άλλες έρευνες συνδέονται με την επίλυση αυτών των προκλήσεων, και τη γενικότερη μεταστροφή της νοοτροπίας προς τη βιώσιμη ανάπτυξη.

Αρχικά, φαίνεται να αναγνωρίζεται η αναγκαιότητα του μοντέλου της κυκλικής οικονομίας που θα αντικαταστήσει τα παλαιότερα γραμμικά, καθώς νέες νομοθεσίες, αλλά και κίνητρα θα δημιουργηθούν. Ηδη στην Ευρώπη έχει ανακοινωθεί ένα πακέτο κινήτρων 24 δισ. ευρώ για τη διευκόλυνσή της. Επιπλέον, μέσω της νέας Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας (European Green Deal) τονίζεται η σημασία της επιβράδυνσης της θέρμανσης σε παγκόσμιο επίπεδο και μετρίασης των αποτελεσμάτων της. Οπως χαρακτηριστικά δήλωσε η Ursula von der Leyen, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, «στόχος είναι η Ευρώπη να καταστεί η πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρος μέχρι το 2050» με την επικείμενη παροχή ενός βιώσιμου ευρωπαϊκού επενδυτικού σχεδίου το οποίο θα υποστηρίζει επενδύσεις ύψους 1 τρισ. ευρώ την επόμενη δεκαετία.

Ακόμα, σε μια προσπάθεια προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος και της βιοποικιλότητας, θα υιοθετηθούν ευρέως βιοδιασπώμενες εναλλακτικές λύσεις αντί του πλαστικού, ενώ στον τομέα των μεταφορών, νέες τεχνολογίες ηλεκτρικών αυτοκινήτων και φόρτισής τους θα αντικαταστήσουν την πλειονότητα των συμβατικών αυτοκινήτων μέχρι το 2030. Ειδικά η χώρα μας πρέπει να κάνει γρήγορα βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση, διότι ακόμα έχει μείνει αρκετά πίσω. Οσον αφορά άλλα θέματα που σχετίζονται με την εταιρική υπευθυνότητα, αναμένεται σημαντική αύξηση στην έκδοση εκθέσεων εταιρικής υπευθυνότητας, που γίνονται απαραίτητο συμπλήρωμα στους οικονομικούς απολογισμούς όχι μόνο από τις μεγάλες, αλλά και από τις μικρότερες εταιρείες.

Παράλληλα, η μέτρηση των επιδόσεων ESG (Περιβάλλον, Κοινωνία, Εταιρική Διακυβέρνηση) και των επιπτώσεων των επιχειρήσεων γίνεται ολοένα και πιο σημαντική για τους επενδυτές. Τέλος, ως αποτέλεσμα της προώθησης της βιωσιμότητας και της ανάγκης για διασφάλιση της εταιρικής δεοντολογίας, αναμένεται η εντατικοποίηση αλλά και η καθιέρωση ενδοεταιρικής εκπαίδευσης στην εταιρική υπευθυνότητα και τη βιωσιμότητα σε υψηλόβαθμα στελέχη επιχειρήσεων λόγω και της αυξημένης πολυπλοκότητας και επίδρασης σε όλα τα τμήματα των οργανισμών.

Για παράδειγμα, στην Αμερική πολλές πολυεθνικές ετησίως παρέχουν εκπαίδευση σε όλα τα στελέχη τους σε σχετικά θέματα μέσω online ακαδημιών που δημιουργούν.

Διαφαίνεται, λοιπόν, πως μέσα στον επόμενο χρόνο, αλλά ακόμα περισσότερο μέσα στην ερχόμενη δεκαετία, η βιώσιμη ανάπτυξη θα παίξει κομβικό ρόλο μέσα από την ανάδειξη υπεύθυνων οργανισμών και σύνδεσή της με την οικονομική ανάπτυξή τους, όσο και με τις υπεύθυνες επενδύσεις. Κι αν και η Ελλάδα μοιάζει να πρέπει να καταβάλει μεγαλύτερη προσπάθεια σε αυτή τη μετάβαση, το μέλλον είναι ελπιδοφόρο.

* Ο κ. Νίκος Αυλώνας είναι πρόεδρος του Κέντρου Αειφορίας (CSE), επισκέπτης καθηγητής Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (iMBA).

kathimerini.gr