Δεκαπενταύγουστος: Η χώρα μας γιορτάζει για μία ακόμη χρονιά την Κοίμηση της Θεοτόκου.
Πραγματικά, είναι δύσκολο να υπολογίσει κανείς σε πόσα μέρη της Ελλάδας ιστορούνται συμβάντα που αναφέρονται στις θαυματουργικές ικανότητες της Παναγίας.
Αμέτρητες ιερές εικόνες της βρέθηκαν, σύμφωνα με την παράδοση, «ύστερα από υπόδειξή της», από μοναχούς και μοναχές ή από ταπεινούς βοσκούς και ψαράδες, είτε μέσα στο έδαφος της πατρίδας μας είτε στα βουνά και τη θάλασσα.
Και έτσι κτίστηκαν αμέτρητοι ναοί της Παναγίας, προκειμένου να τιμηθεί αυτή η «θεομητορική πρόνοια».
Το Άγιον Όρος, γνωστό ως το Περιβόλι της Παναγίας, είναι ο κατ’ εξοχήν τόπος που τιμάται, όπου εμφανίζεται, όπου ενεργεί και αναπαύεται κατά την παράδοση, το πρόσωπό της, ως «ο νοητός της Θεοτόκου και ωραίος Παράδεισος».
Άξιον Εστί και Κουκουζέλισσα
Την καθέδρα μεταξύ των θαυματουργών εικόνων της Παναγίας έχει η εφέστιος εικόνα του «Άξιον Εστί».
Η θαυματουργή αυτή εικόνα, που φυλάσσεται σήμερα στο ιερό σύνθρονο του Πρωτάτου των Καρυών, εντός δηλαδή του Ιερού του Ναού και πίσω από την Αγία Τράπεζα, εκεί που οι εκκλησίες έχουν τον Εσταυρωμένο, βρισκόταν κατά τα τέλη του Ι’ αιώνα σε ένα κελί κοντά στις Καρυές, που σήμερα φέρει την ίδια επωνυμία «Άξιον εστίν» λόγω του εξής θαύματος:
Ενώ ο Γέροντας του κελιού απουσίαζε σε αγρυπνία του Πρωτάτου, συνέβη να φιλοξενήσει ο υποτακτικός του, που έμεινε μόνος στο κελί, κάποιον άγνωστο περαστικό μοναχό, μαζί με τον οποίο μάλιστα έψαλε και την Ακολουθία του όρθρου της Κυριακής.
Όταν λοιπόν έφθασαν στην θ’ ωδή του κανόνα, ο μεν μοναχός του κελιού έψαλε «Την Τιμιωτέραν», το γνωστό αρχαίο αυτό ύμνο του Αγίου Κοσμά του Ποιητή, που ψαλλόταν τότε όπως και σήμερα μαζί με τους θεομητορικούς στίχους της θ’ ωδής (Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον…»), ενώ ο ξένος μοναχός άρχισε τον ύμνο διαφορετικά, προσθέτοντας στην αρχή του το μέχρι τότε άγνωστο προοίμιο «Άξιον εστίν ως αληθώς…», το οποίο τόσο θαυμασμό προκάλεσε στον ντόπιο μοναχό, ώστε το ζήτησε και γραπτώς, για να μπορεί να το ψάλει και αυτός.
Επειδή όμως δε βρέθηκε μελάνι και χαρτί μέσα στο κελί, ο μυστηριώδης ξένος μοναχός χάραξε τον ύμνο με το δάκτυλό του σε μία πέτρινη πλάκα και προσθέτοντας ότι έτσι πρέπει να ψάλλεται στο εξής, ο ύμνος αυτός από όλους τους ορθόδοξους, έγινε άφαντος.
Οι Αγιορείτες έστειλαν την πλάκα στον βασιλιά και στον Πατριάρχη, ενώ την εικόνα, μπροστά στην οποία ψάλθηκε για πρώτη φορά ο αγγελικός ύμνος, τη μετέφεραν στο Πρωτάτο, στο οποίο καθιερώθηκε να γίνεται και η ετήσια πανήγυρη σε ανάμνηση του θαύματος και προς τιμή της Θεοτόκου.
Σύμφωνα με το αρχαίο συναξάριο, η γιορτή αυτή αρχικά τελούνταν στο κελί όπου είχε γίνει το θαύμα, και μάλιστα προς τιμή του Αρχάγγελου Γαβριήλ, που χωρίς άλλο ήταν ο θαυμαστός εκείνος ξένος μοναχός.
Στη Μονή της Μεγίστης Λαύρας, που έχει τα πρωτεία στα πρεσβεία μεταξύ των 20 Μονών του Όρους, βρίσκεται η εικόνα της Παναγίας της Κουκουζέλισσας.
Μπροστά της και μετά το τέλος Αγρυπνίας συνέβη μία φορά να έχει αποκοιμηθεί ελαφρά στο στασίδι του ο κουρασμένος πρωτοψάλτης της Λαύρας και τέως αρχιμουσικός του Παλατιού Άγιος Ιωάννης ο Κουκουζέλης, όταν είδε μπροστά του την Παναγία να του ανταποδίδει το «Χαίρε» και να του λέει: «Χαίρε Ιωάννη! Ψάλλε μου και εγώ δε θα σε εγκαταλείψω», ενώ συγχρόνως έβαζε στο χέρι του ένα χρυσό νόμισμα που ξυπνώντας βρέθηκε πράγματι να κρατάει ο Άγιος.
Όταν αργότερα από την πολύωρη αγρυπνία και ορθοστασία, στις οποίες επιδόθηκε με ζήλο, προσβλήθηκαν τα πόδια του, η Θεοτόκος πάλι του εμφανίστηκε σε όνειρο και τον θεράπευσε.
Η θαυματουργή αυτή εικόνα σήμερα βρίσκεται τοποθετημένη σε ξύλινο θρόνιο μέσα στο ομώνυμο παρεκκλήσι της Μονής.
Παναγία η Τριχερούσα
Η εικόνα αυτή είναι εκείνη στην οποία με δίκαιο παράπονο κατέφυγε και προσευχήθηκε ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός κρατώντας το κομμένο δεξί του χέρι, το οποίο του κόπηκε από επιβουλή των εικονομάχων.
Η Παναγία, κατά την παράδοση, θαυματούργησε συγκολλώντας το νεκρό χέρι, και εκείνος της αφιέρωσε ασημένιο ανάθημα σε σχήμα χεριού, που φαίνεται σαν ένα τρίτο χέρι της Παναγίας.
Η εικόνα, που μέχρι το ΙΒ’ αιώνα φυλάγονταν στη Λαύρα του Αγίου Σάββα, δωρήθηκε στον Άγιο Σάββα, Αρχιεπίσκοπο Σερβίας και κτήτορα της Μονής Χιλανδαρίου.
Αυτός τη μετέφερε στη Σερβία, από όπου αργότερα μετακομίστηκε με θαυμαστό τρόπο στο Άγιον Όρος, όταν κατά τις εσωτερικές ταραχές που συνέβησαν στη Σερβία, ο ημίονος που τη μετέφερε πάντοτε προ του στρατεύματος στις διάφορες μάχες, χάθηκε και προχωρώντας μόνος του έφθασε μέχρι το Χιλανδάρι!
Η θέληση της Θεομήτορος…
Η εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας βρισκόταν από πολύ παλιά στο Καθολικό της Ιεράς Μονής Βατοπεδίου, στον κίονα του αριστερού χορού.
Το 1730 όμως –κατά την παράδοση πάντα– εξαφανίστηκε ξαφνικά από τη θέση της, ενώ οι πύλες του Ναού ήταν κλειδωμένες, και βρέθηκε στη δυτική πλευρά του Όρους, και συγκεκριμένα στην Ιερά Μονή Ξενοφώντος!
Όλοι νόμισαν, όπως ήταν φυσικό, ότι κάποιος την είχε κλέψει κρυφά, και έτσι η εικόνα μεταφέρθηκε πίσω στη θέση της, ενώ οι Βατοπεδινοί πατέρες έλαβαν αυστηρότατα μέτρα ασφαλείας και πλέον σφράγιζαν το Ναό.
Σε λίγη όμως ώρα, όταν ανοίχτηκε η εκκλησία για την Ακολουθία, η εικόνα έλειπε και πάλι από τη θέση της, και πολύ σύντομα έφτανε είδηση από τη Μονή του Ξενοφώντος ότι βρέθηκε και πάλι στην αντίστοιχη θέση του εκεί Καθολικού.
Οι Βατοπεδινοί πατέρες πείσθηκαν για το θαύμα και αποφάσισαν να μην αντισταθούν άλλο στη θέληση της Θεομήτορος. Έτρεξαν στη Μονή Ξενοφώντος για να προσκυνήσουν την Οδηγήτρια, και για πολύ καιρό τής έστελναν λάδι και κερί στη νέα της κατοικία.
Η αμφιπρόσωπη Γλυκοφιλούσα
Όπως η Πορταΐτισσα (βλ. κατωτέρω), έτσι και η Γλυκοφιλούσα είναι από τις εικόνες εκείνες που διασώθηκαν από την Εικονομαχία και μεταφέρθηκαν θαυματουργικά στον Άθω.
Ήταν κτήμα της Βικτωρίας, ευσεβούς συζύγου του εικονομάχου συγκλητικού Συμεώνος, η οποία, για να μην την παραδώσει, την έριξε στη θάλασσα.
Η παράδοση θέλει η εικόνα πλέοντας όρθια στα κύματα να φθάνει στον αρσανά (λιμάνι) της Μονής Φιλοθέου, όπου παρελήφθη με πολλή τιμή και χαρά από τον ηγούμενο και τους Πατέρες της Μονής, που είχαν ειδοποιηθεί ύστερα από αποκάλυψη εκ μέρους της Θεοτόκου.
Στο σημείο της ακτής όπου απέθεσαν την εικόνα ανέβλυσε άγιασμα. Εκεί, κάθε χρόνο, τη Δευτέρα της Διακαινησίμου γίνεται λιτανεία και αγιασμός. Πολλά είναι τα θαύματα της Γλυκοφιλούσης.
Το 1713 απάντησε στις προσευχές του ευλαβούς εκκλησιάρχη Ιωαννικίου, που παραπονείτο για την ένδεια του Μοναστηριού, διαβεβαιώνοντάς τον ότι αυτή έχει την πρόνοια για τις υλικές ανάγκες της Μονής.
Το 1800 έσωσε έναν προσκυνητή που έπεσε κάτω από τον ξενώνα, που βρισκόταν στον τρίτο όροφο. Η εικόνα είναι αμφιπρόσωπη, με την Σταύρωση στο πίσω μέρος, και βρίσκεται στον κίονα του αριστερού χορού του Καθολικού.
«Παραμυθία» και «Εσφαγμένη»
Για την εικόνα της Παναγίας της Παραμυθίας διηγείται η παράδοση ότι η αρχική έκφραση των προσώπων και η στάση του σώματος του Κυρίου και της Θεομήτορος άλλαξαν όταν συνέβη το εξής φρικτό θαύμα:
Όταν κάποτε αποβιβάστηκαν κρυφά πειρατές στην παραλία της Μονής και περίμεναν κρυμμένοι το πρωινό άνοιγμα της πύλης, για να επιτεθούν, ο ηγούμενος, που μετά το τέλος του όρθρου έμεινε μόνος, για να συνεχίσει την προσευχή του, άκουσε τα εξής λόγια της Παναγίας: «Μην ανοίξετε σήμερα τις πύλες της Μονής, αλλά ανεβείτε στα τείχη και διώξτε τους πειρατές».
Στρέφοντας το βλέμμα του εκεί, είδε το Θείο βρέφος να απλώνει το χέρι του και να σκεπάζει τα χείλη της μητέρας του λέγοντας: «Μη μητέρα μου, άφησέ τους να τιμωρηθούν όπως τους αξίζει». Αλλά η Παναγία πιάνοντας με το χέρι της το χέρι του Υιού της και στρέφοντας λίγο το κεφάλι, για να ελευθερώσει τα χείλη της, επανέλαβε τα ίδια λόγια.
Αυτός ο τελευταίος σχηματισμός των προσώπων παρέμεινε μόνιμα στην εικόνα, ενώ οι μοναχοί ευχαρίστησαν την Παναγία και ονόμασαν την εικόνα της αυτή «Παραμυθία», που σημαίνει καταπράυνση ή μετριασμός.
Για την Παναγία την Εσφαγμένη οι μοναχοί διηγούνται ότι πληγώθηκε από το μαχαίρι ενός δύστροπου ιεροδιάκονου και εκκλησιάρχη (επιμελητή της εκκλησίας, νεωκόρου), ο οποίος εξαιτίας δήθεν του διακονήματός του έφθανε πάντοτε καθυστερημένος στην Τράπεζα. Από την πληγή αυτή ξεπετάχθηκε αίμα, το πρόσωπο της Παναγίας χλόμιασε, ενώ ο ιεροδιάκονος τυφλώθηκε και έπεσε κάτω φρενόληπτος από τον έλεγχο της συνείδησης μένοντας στην κατάσταση αυτή τρία χρόνια.
Τότε, χάρη στις προσευχές του ηγουμένου και της Αδελφότητας, η Παναγία εμφανίστηκε στον ηγούμενο και ανήγγειλε τη θεραπεία του. Ο εκκλησιάρχης πέρασε την υπόλοιπη ζωή του σ’ ένα στασίδι απέναντι από την εικόνα θρηνώντας το φοβερό αμάρτημά του…
«Διαφυλάττει γοργώς και προθύμως»
Ένα από τα πολλά ονόματα που προσδίδουμε στην Παναγία μας είναι Γοργοϋπήκοος και η ομώνυμη θαυματουργή εικόνα της βρίσκεται στη Μονή Δοχειαρίου από το 1646.
Εκεί, όπως αναφέρεται στο ιστορικό της Μονής, «λάμπει ως πολύφωτος σελήνη, σαν άριστος κυβερνήτης και σοφός οικονόμος το διακυβερνά», φυλάσσοντας από κάθε προσβολή και επήρεια τους, ασκούμενους σε αυτό, οσίους Πατέρες, αλλά και όσους προστρέχουν σ’ εκείνη με πίστη, ζητώντας τη βοήθειά της.
Και γενικά διαφυλάττει γοργώς και προθύμως (εξ ου και το «Γοργοϋπήκοος»), υπακούει και ελεεί όλους, όσοι την ευλαβούνται και την επικαλούνται με πίστη. Πολλά είναι τα θαύματά της σε πιστούς με προβλήματα όρασης. Άλλωστε, το πρώτο καταγεγραμμένο θαύμα της αφορά σε μοναχό του Δοχειαρίου, ο οποίος βρήκε το φως του μόλις υπάκουσε στο θέλημά της.
Πορταΐτισσα, προστάτιδα των Μονών
Κάποιο βράδυ, όταν στη Μονή του Κλήμενος αρχίζουν να κατοικούν Ίβηρες μοναχοί (δηλαδή από τη σημερινή Γεωργία), θαυμάσιο φαινόμενο βάζει σε απορία τους μοναχούς της περιοχής: πύρινος στύλος στέκεται πάνω στη θάλασσα και φθάνει μέχρι τον ουρανό.
Οι μοναχοί διακρίνουν στη βάση του στύλου μία εικόνα που πλέει όρθια στα κύματα. Κάνουν δέηση στον Θεό, για να δοθεί ο ανεκτίμητος θησαυρός, και η Θεοτόκος εμφανίζεται στον ευλαβή αναχωρητή Γαβριήλ και τον διατάζει να περπατήσει στα κύματα, να πάρει την εικόνα της και να τη δώσει στον ηγούμενο και τους αδελφούς της Μονής.
Ωστόσο, μετά την υποδοχή της και την τοποθέτησή της στο Ναό, η εικόνα κατ’ επανάληψη εξαφανιζόταν από αυτόν και βρισκόταν τοποθετημένη εσωτερικά πάνω από την πύλη της Μονής.
Η Παναγία πληροφόρησε σε όνειρο τον Άγιο Γαβριήλ ότι αυτή είναι η θέση που διάλεξε μόνη της για να φυλάγει αυτή τους μοναχούς και όχι να φυλάγεται από αυτούς.
Έτσι πήρε το όνομα Πορταΐτισσα, και μέχρι σήμερα η παρουσία της στη Μονή και στο Άγιον Όρος θεωρείται εγγύηση για την προστασία του Αγιορείτικου Μοναχισμού από τη Θεοτόκο.